Αριστερές σκέψεις - Αριστερό blog για αριστερές σκέψεις και γνώμες - Για επικοινωνία : loukassagias@gmail.com

Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΛΕΝΙΝ - ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Μέσα στη σημερινή εποχή όπου το Κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε από την αρχή τις συνθήκες εκείνες που θα το βγάλουν από το τέλμα, να προσπαθήσει δηλαδή να αναδιοργανωθεί, να αναστοχαστεί όλη του την πορεία και να προσπαθήσει να δώσει σύγχρονες απαντήσεις.
Επομένως θα πρέπει να  αναπτύσσουμε συνεχώς τη ταξική γνώση, τη διαλεκτική διαδικασία της όλο και βαθύτερης, ολόπλευρης και συγκεκριμένης κατανόησης της ανάπτυξης του υλικού κόσμου. 
Η υλιστική γνωσιοθεωρία αποκαλύπτει τη διαλεκτική της αντικειμενικής, σχετικής και  απόλυτης αλήθειας, όλη την τεράστια κοσμοθεωρητική σημασία της διαλεκτικής ως θεωρίας της γνώσης και της λογικής που είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης για την υλιστική διαλεκτική, για τη γνωσιοθεωρία και τη μέθοδο του μαχόμενου υλισμού.
Τότε σε κάθε στάδιο του αγώνα οι εργαζόμενοι θα μπορούν να δουν όχι μόνο τα άμεσα αποτελέσματα,αλλά επίσης τις γνώσεις που κατακτήθηκαν χάρη στον αγώνα τους και να προχωρήσουν με πεποίθηση στην κοινωνική αλλαγή.
Σήμερα στη πάλη μας για τη κοινωνική αλλαγή απαιτείται να προχωρήσουμε οργανωμένα σε ένα κίνημα με όρους Μαρξιστικούς - Λενινιστικούς για την επαναστατική μετατροπή των υλικών συνθηκών της ζωής, για την κατάργηση των αστικών σχέσεων παραγωγής μέσα από το μοναδικό δρόμο της επαναστατικής κατεύθυνσης.
Ιδιαίτερα όμως καθήκον μας μέσα στους αγώνες (στους όποιους αγώνες μικρούς ή μεγάλους) που θα δοθούν θα είναι να εμβαθύνουμε όλο και περισσότερο σ’ όλα τα θεωρητικά προβλήματα, ν’ απαλλαγούμε όλο και περισσότερο από την επίδραση της αστικής ιδεολογίας και να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι ο σοσιαλισμός από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον μεταχειριζόμαστε ως επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούμε.
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κείμενοΠαρακάτω το βιβλίο του Λένιν για όποιον θα ήθελε να το διαβάσει το οποίο γράφτηκε λίγο πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση.  
Ο Λένιν στο βιβλίο του θέτει ερωτήματα και ακολούθως δίνει τις απαντήσεις που οριοθετούν το πλαίσιο του έργου του.
Τι είναι το κράτος, ποια είναι η ουσία του, ποια είναι η σημασία του, ποια είναι η θέση του κόμματος του προλεταριάτου απέναντι στο κράτος, την δικτατορία του προλεταριάτου και εν γένει τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσα από την απονέκρωση του κράτους.
Μελετώντας λοιπόν αυτό το ζήτημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φιλοσοφική μέθοδος του Λένιν αποτελεί γόνιμη ατραπό για τη κατανόηση και άλλων ζητημάτων στην προσπάθεια για τη κοινωνική ανατροπή.
Ο πολιτικός και φιλοσοφικός στοχασμός, η σκέψη του Λένιν, θέτει σαν αρχή την υλιστική Μαρξιστική διαλεκτική που καθορίζεται από την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Χέγκελ στον υλισμό του Μαρξ και σφραγίζεται από τη πρόταξη της διαλεκτικής ως τρόπου σκέψης που αντιπαραβάλλεται προς την κυρίαρχη αστική φιλοσοφία και τη δικής της λογικής. 

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Β.Ι.ΛΕΝΙΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ  
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
I. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
1. Το κράτος ως αποτέλεσµα του αδιαλλάκτου Ανταγωνισµού των Τάξεων 
2. Τα Ειδικά Ένοπλα Σώµατα, Φυλακές, κ.τ.λ.
3. Το Κράτος όργανο για την εκµετάλλευση της καταπιεζόµενης τάξεως 
4. Ο µαρασµός του Κράτους και η βίαιη Επανάσταση 
II. Η ΠΕΙΡΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1848-51 
1. Οι παραµονές της Επανάστασης 
2. Τα πορίσµατα της Επανάστασης 
3. Η τοποθέτηση του ζητήµατος από τον Μαρξ το 1852 
III. Η ΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ ΤΟΥ 1871: Η ΜΑΡΞΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 
1. Γιατί είναι ήρωες οι οπαδοί της Κοµµούνας 
2. Τι θα αντικαταστήσει τον µηχανισµό του Κράτους;  
3. Η κατάργηση του Κοινοβουλευτισµού 
4. Η οργάνωση της Ενότητας του Έθνους 
5. Η καταστροφή του Κράτους - παρασίτου 
IV. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΓΚΕΛΣ 
1. Το πρόβληµα της Κατοικίας  
2. Η πολεµική προς τους Αναρχικούς  
3. Η Επιστολή προς τον Μπέµπελ 
4. Κριτική του Προγράµµατος της Ερφούρτης  
5. Ο Πρόλογος του 1891 στο βιβλίο του Μαρξ «Ο Εµφύλιος πόλεµος στη Γαλλία» 
6. Πως σκέπτεται ο Ένγκελς για την εξαφάνιση του δηµοκρατικού πολιτεύµατος 
V. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 
1. ∆ιατύπωση του ζητήµατος από τον Μαρξ  
2. Η µετάβαση από τον Καπιταλισµό στον Κοµµουνισµό  
3. Η πρώτη φάση της Κοµµουνιστικής Κοινωνίας  
4. Η ανώτερη φάση της Κοµµουνιστικής Κοινωνίας  
VI. ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΕΣ 
1. Πολεµική του Πλεχάνωφ προς τους Αναρχικούς  
2. Πολεµική του Κάουτσκυ προς τους οπορτουνιστές  
3. Η πολεµική µεταξύ Κάουτσκυ και Παννέκεκ 
Πρόλογος στη Ρώσικη έκδοση του 1917

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομαΤο ζήτημα του κράτους αποχτάει σήμερα ιδιαίτερη σπουδαιότητα και από θεωρητική και από πραχτική - πολιτική άποψη. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος επιτάχυνε και όξυνε εξαιρετικά το προτσές της μετατροπής του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Η τερατώδικη καταπίεση των εργαζόμενων μαζών από το κράτος, πού συγχωνεύεται όλο και πιο στενά με τις παντοδύναμες ενώσεις των κεφαλαιοκρατών, γίνεται όλο και πιο τερατώδικη. Οι προχωρημένες χώρες μετατρέπονται - μιλάμε για τα «μετόπισθέν» τους - σε στρατιωτικά κάτεργα για τους εργάτες.

Οι ανήκουστες φρίκες και συμφορές του πολέμου πού παρατείνεται κάνούν ανυπόφορη την κατάσταση των μαζών, δυναμώνουν την αγανάχτηση τους. Ωριμάζει έκδηλα η διεθνής προλεταριακή επανάσταση. Το ζήτημα της στάσης της απέναντι στο κράτος αποκτάει πρακτική σημασία.

 Τα στοιχεία του οπορτουνισμού, που συσσωρεύτηκαν μέσα σε δεκαετίες μιας σχετικά ειρηνικής εξέλιξης, δημιούργησαν το ρεύμα του σοσιαλσωβινισμού, που κυριαρχεί στα επίσημα σοσιαλιστικα κόμματα όλου του κόσμου. Το ρεύμα αυτό (Πλεχάνοφ, Ποτρέσοφ, Μπρεσκόφσκαγια, Ρουμπάνοβιτς, κατόπι, με λιγάκι σκεπασμένη μορφή, οι κ. κ. Τσερετέλι, Τσερνόφ και Σια στη Ρωσία, οι Σάιντεμαν, Λέγκιεν, Ντάβιντ κλπ. στη Γερμανία, οι Ρενοντέλ, Γκέντ, Βαντερβέλντε στη Γαλλια και το Βέλγο, ο Χάιντμαν και οι φαβιανοί στην Αγγλία κτλ. κτλ.), σοσιαλισμός στα λόγια, σωβινισμός στην πράξη, το διακρίνει η πρόστυχη λακεδίστικη προσαρμογή των "αρχηγών του σοσιαλισμού" στα συμφέροντα όχι μόνο της "δικής τους" εθνικής αστικής τάξης, μα ιδίως του "δικού τους" κράτους, γιατί οι περισσότερες από τις λεγόμενες μεγάλες Δυνάμεις από καιρό εκμεταλλεύονται και υποδουλώνουν πολλές μικρές και αδύνατες εθνότητες. Κι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι ίσα-ίσα πόλεμος για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα αυτού του είδους της λείας. Η πάλη για την απαλλαγή των εργαζόμενων μαζών από την επιρροή της αστικής τάξης γενικά, και της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης ιδιαίτερα, δεν είναι δυνατή χωρίς την καταπολέμηση των οπορτουνιστικών προλήψεων για το «κράτος».

Θα εξετάσουμε πρώτα τη διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος και θα σταματήσουμε πολύ λεπτομερειακά στις ξεχασμένες ή οπορτουνιστικά διαστρεβλωμένες πλευρές αυτής της διδασκαλίας. Κατόπι θα καταπιαστούμε ειδικά με τον κύριο εκπρόσωπο αυτών των διαστρεβλώσεων, με τον Καρλ Κάουτσκι, τον πιο γνωστό ηγέτη της Δεύτερης Διεθνούς (1889- 1914), που χρεωκόπησε τόσο αξιοθρήνητα στη διάρκεια του τωρινού πολέμου. Τέλος, θα βγάλουμε τα βασικά συμπεράσματά από την πείρα των ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και ιδιαίτερα του 1917. Όπως φαίνεται, τούτη η, τελευταία κλείνει σήμερα (αρχές Αυγούστου 1917) την πρώτη φάση της ανάπτυξης της, όλη όμως αυτή η επανάσταση μπορεί γενικά να γίνει κατανοητή μόνο σαν ένας κρίκος στην αλυσίδα των σοσιαλιστικών προλεταριακών επαναστάσεων, που προκαλεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Το ζήτημα της στάσης της σοσιαλιστικής επανάστασης του προλεταριάτου απέναντι στο κράτος αποχτάει έτσι όχι μόνο πρακτική - πολιτική σημασία, μα και την πιο επίκαιρη σημασία, σαν ζήτημα που ξεκαθαρίζει στις μάζες τι θα πρέπει να κάνουν για να λυτρωθούν στο άμεσο μέλλον από το ζυγό του κεφαλαίου.

 Αύγουστος 1917 
Πρόλογος στη δέυτερη ρωσική έκδοση του 1918 Τούτη, η δεύτερη έκδοση τυπώνεται σχεδόν χωρίς αλλαγές. 
Προστέθηκε μόνο η 3η παράγραφος στο κεφάλαιο ΙΙ.  
Μόσχα, 17 του Δεκέμβρη 1918 

I. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
1. Το κράτος ως αποτέλεσµα του αδιαλλάκτου Ανταγωνισµού των Τάξεων

Η διδασκαλία του Μαρξ βρίσκεται σήµερα εκτεθειµένη στο ίδιο πάθηµα, που πολλές φορές στην εξέλιξη της ιστορίας, έπαθαν οι διδασκαλίες και άλλων επαναστατών φιλοσόφων και ηγετών των καταπιεζοµένων τάξεων που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση τους. Κατά τη διάρκεια τής ζωής των µεγάλων επαναστατών, οι κυρίαρχες τάξεις τους απήντησαν µε αδιάκοπες καταδιώξεις, και δέχτηκαν τη διδασκαλία τους µε την πιο άγρια εχθρότητα µε το πιο λυσσασµένο µίσος και µε µια ατέλειωτη σειρά από ψεύδη και συκοφαντίες. Μετά το θάνατο τους προσπαθούν συνήθως να τους παραστήσουν σαν άκακους αγίους, ευλογώντας τους και σκεπάζοντας το όνοµα τους µέσα σε µια αίγλη που χρησιµεύει για «παρηγοριά» προς τις καταπιεζόµενες τάξεις, και, έχει σκοπό την εξαπάτηση τους. Συγχρόνως σπεύδουν να τους «εκλαϊκεύσουν» ευνουχίζοντάς την πραγµατική ουσία των επαναστατικών τους θεωριών και στραβώνοντας το επαναστατικό τους λεπίδι. Σήµερα η αστική τάξις και οι οπορτουνιστές που βρίσκονται µέσα στο εργατικό κίνηµα, συνεργάζονται σ' αυτό το έργο της νοθείας του Μαρξισµού. Παραλείπουν, παρακάµπτουν και παραµορφώνουν την επαναστατική άποψη τής διδασκαλίας του, την επαναστατική του ψυχή, φανερώνοντας µόνο ότι είναι, η φαίνεται πώς είναι δυνατό να γίνει δεκτό από την πλουτοκρατία. Όλοι οι σοσιαλπατριώτες διακηρύσσονται τώρα «µαρξιστές», γνήσιοι µάλιστα! Και κάθε µέρα ολοένα περισσότεροι αστοί Γερµανοί καθηγητές, που έως χτες ακόµη είχαν την ειδικότητα να «κατατροπώνουν» τον Μαρξ, µιλούν τώρα για τον «Γερµανό» Μαρξ, ο οποίος, λένε, διαπαιδαγώγησε την θαυµαστά οργανωµένη εργατική τάξη για τον παρόντα κοσµοϊστορικό πόλεµο.

Όταν λοιπόν η διαστροφή τού Μαρξισµού είναι τόσο πλατειά και µεγάλη, η πρώτη µας προσπάθεια θα είναι να αναστήσουµε την αληθινή ουσία τής διδασκαλίας του Μαρξ σχετικά µε το Κράτος. Γι' αυτό το σκοπό θα είναι αναγκαίο να παραθέσοµε αποσπάσµατα από τα ίδια τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς. Είναι αλήθεια ότι µεγάλες περικοπές θα κάµουν ανιαρό το κείµενο µας και δεν θα συντελέσουν καθόλου στην εύκολη κατανόηση του, αλλά οµολογούµε ότι µας είναι αδύνατο να τις αποφύγουµε. Όλα, ή έστω, όλα τα ουσιωδέστερα µέρη από τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς για το ζήτηµα του Κράτους, πρέπει να παρατεθούν όσο τα δυνατόν πληρέστερα, ώστε ο αναγνώστης να διαµορφώσει µιαν αµερόληπτη και τελεία αντίληψη για τις ιδέες των ιδρυτών του επιστηµονικού σοσιαλισµού και την εξέλιξη τους, και η διαστροφή των από τη σύγχρονη κυριαρχούσα σχολή του Κάουτσκυ να αποδειχθεί και να γίνει φανερή για όλους.

Ας αρχίσουµε από το πιο λαϊκό έργο του Ένγκελς «Η Καταγωγή της Οικογένειας της Ατοµικής Ιδιοκτησίας και τού Κράτους»,τού οποίου η έκτη έκδοση βγήκε στη Στουτγάρδη από τα 1894. Ανακεφαλαιώνοντας την ανάλυση ο Ένγκελς καταλήγει :

«Το Κράτος δεν είναι µια δύναµη που επεβλήθη στην Κοινωνία εκ των έξω. Ούτε είναι το Κράτος «η ενσάρκωση της Ηθικής Ιδέας», «η µορφή και η πραγµατοποίηση του Ορθού Λόγου»όπως βεβαιώνει ο Χέγκελ. Το Κράτος είναι προϊόν της Κοινωνίας σε ένα ορισµένο στάδιο της εξελίξεως της. Το Κράτος για κάθε κοινωνία είναι επίσηµη απόδειξη ότι έπεσε σε µια τροµερή αντίθεση µε τον εαυτό της, ότι έφτασε σε ένα σηµείο αδιαλλάκτου ανταγωνισµού, από τον οποίον είναι ανίκανη να γλιτώσει. Και για να µη αλληλοεξολοθρευτούν αυτοί οι ανταγωνισµοί, αυτές οι τάξεις µε τα αντίθετα οικονοµικά συµφέροντα και να µη καταστρέψουν την Κοινωνία µέσα στον άκαρπο αγώνα τους, µια δύναµη κυριαρχούσα φαινοµενικώς επί της Κοινωνίας γίνεται αναγκαία για να µετριάσει την ορµή των συγκρούσεών των και για να τις κρατήσει µέσα στα όρια της «τάξεως».Και η δύναµη αυτή που γεννιέται από την ίδια κοινωνία άλλα επιβάλλεται επάνω της, που σιγά-σιγά ξεχωρίζεται τελείως απ αυτήν, η δύναµη αυτή είναι το Κράτος».

Εκθέσαµε παραπάνω µε όλη της την διαύγεια την βασική ιδέα του Μαρξισµού επάνω στο ζήτηµα τού ιστορικού ρόλου και τής σηµασίας τού Κράτους. Το Κράτος είναι προϊόν και εκδήλωσις του αδιαλλάκτου ανταγωνισµού των τάξεων. Το πότε, που και σε τι βαθµό αναπτύσσεται το Κράτος, εξαρτάται αµέσως από το πότε, πού και σε τι βαθµό οι ανταγωνισµοί, των τάξεων µιας ορισµένης κοινωνίας δεν µπορούν να καταλήξουν σε συµβιβαστική λύση και αντιστρόφως, η ύπαρξη του Κράτους αποδεικνύει ότι οι ανταγωνισµοί των τάξεων είναι ασυµφιλίωτοι.

Ακριβώς σε αυτό το σηµαντικότατο και θεµελιώδες σηµείο, υπάρχουν δυο ειδών παραµορφώσεις του Μαρξισµού.  

Από το ένα µέρος οι ιδεολόγοι τής αστικής και της µικροαστικής τάξεως, υποχρεωµένοι από τα αναµφισβήτητα ιστορικά γεγονότα να αναγνωρίσουν ότι το Κράτος υπάρχει µόνον εκεί που υπάρχουν ανταγωνισµοί και συγκρούσεις των τάξεων, προσπαθούν να «διορθώσουν» τον Μαρξ, ώστε να φαίνεται ότι το Κράτος είναι ένα όργανο για την συµφιλίωση των τάξεων. Σύµφωνα µε τον Μαρξ, το Κράτος δεν µπορεί ούτε να γεννηθεί ούτε να κρατηθεί, όταν είναι δυνατή η συµφιλίωση των τάξεων. Κατά τη γνώµη όµως των µικροαστών και υποκριτών καθηγητών και δηµοσιολόγων, το Κράτος (και δεν διστάζουν πολλές φορές να επικαλούνται στα λεγόµενα των και το όνοµα του Μαρξ)καταντά ο διαιτητής και ο συµφιλιωτής των τάξεων. Σύµφωνα µε τον Μαρξ, το Κράτος είναι το όργανον τής κυριαρχίας, το όργανο της καταπιέσεως µιας τάξεως από την άλλη. Σκοπός του είναι να δηµιουργήσει ένα καθεστώς που νοµιµοποιεί και διαιωνίζει αυτή την καταπίεση, µετριάζοντας τις συγκρούσεις µεταξύ των τάξεων. Κατά τη γνώµη όµως των πολιτικολόγων της µικροαστικής τάξεως, η επιβολή ενός καθεστώτος ισοδυναµεί µε την συµφιλίωση των τάξεων, και όχι µε την καταπίεση της µιας τάξης από την άλλη. Μετριασµός των συγκρούσεων των δεν σηµαίνει, σύµφωνα µ' αυτούς, ότι οι καταπιεζόµενες τάξεις χάνουν ορισµένα µέσα και µεθόδους στον αγώνα τους για να αποτινάξουν το ζυγό των καταπιεστών, αλλά ότι συµφιλιώνονται µε αυτούς.

Έτσι όταν στην Επανάσταση του 1917, το ζήτηµα της αληθινής σηµασίας και του ρόλου του Κράτους, πρόβαλε µε όλη του τη σπουδαιότητα ως ζήτηµα πρακτικό πού απαιτούσε άµεσο δράση από τις µάζες σε ευρεία κλίµακα, όλοι οι σοσιαλεπαναστάτες και οι µενσεβίκοι προσεκολλήθησαν αµέσως και χωρίς καµιά επιφύλαξη στην µικροαστική θεωρία της «συµφιλίωσης των τάξεων από το Κράτος».Πλήθος προτάσεων και άρθρων από δηµοσιολόγους των δυο αυτών κοµµάτων έβλεπαν το φως κάθε µέρα στηριζόµενα σαυτή την µικροαστική και υποκριτική θεωρία της συµφιλίωσης. Η µικροαστική τάξις είναι ανίκανη να καταλάβει ότι το Κράτος είναι το όργανον της κυριαρχίας µιας τάξεως που δεν µπορεί ποτέ να συµφιλιωθεί µε τις εχθρικές της τάξεις. Η στάση τους απέναντι του Κράτους είναι µία από τις πιο φανερές αποδείξεις ότι οι σοσιαλεπαναστάτες µας και οι µενσεβίκοι, δεν είναι καθόλου σοσιαλιστές(πράγµα που εµείς οι µπολσεβίκοι διακηρύξαµε πάντοτε) παρά µόνον δηµοκράτες τής µικροαστικής τάξεως, µε φρασεολογία περίπου σοσιαλιστική.

Από το άλλο µέρος, η διαστροφή του Μαρξ από τη σχολή τον Κάουτσκυ γίνεται µε µεγαλύτερη επιτηδειότητα.«Θεωρητικώς» δεν αρνούνται οι οπαδοί της σχολής αυτής ότι το Κράτος είναι όργανον κυριαρχίας µιας τάξεως, η ότι οι ανταγωνισµοί των τάξεων είναι αδύνατον να συµβιβασθούν. Αλλά εκείνο που λησµονούν η παραβλέπουν είναι το έξής : Αφού το Κράτος είναι προϊόν του αδιαλλάκτου χαρακτήρα που έχουν οι ανταγωνισµοί των τάξεων αφού είναι µια δύναµη πού επιβάλλεται επάνω στην κοινωνία και«ξεχωρίζεται σιγά-σιγά απ' αυτήν» είναι φανερό ότι ή απελευθέρωση των καταπιεζοµένων τάξεων είναι αδύνατο να γίνει χωρίς µια βιαία επανάσταση και χωρίς την καταστροφή του µηχανισµού της Κρατικής Εξουσίας, που δηµιουργήθηκε από την κυρίαρχη τάξη και που ενσαρκώνει αυτόν τον «ξεχωρισµό».

Όπως θα δείξουµε παρακάτω το συµπέρασµα αυτό, που θεωρητικώς είναι σχεδόν αυτονόητο, το διατυπώνει ο Μαρξ µε την µεγαλύτέρη σαφήνεια στην ιστορική ανάλυση των προβληµάτων της Επανάστασης. Και ακριβώς αυτό το συµπέρασµα ο Κάουτσκυ -θα το δείξουµε αυτό στις ακόλουθες παρατηρήσεις µας- «λησµόνησε» και παραµόρφωσε. 

2. Τα Ειδικά Ένοπλα Σώµατα, Φυλακές, κ.τ.λ.

Ο Ένγκελς εξακολουθεί:
«Παραβαλλόµενο µε την αρχαία οργάνωση σε φυλές, το Κράτος διακρίνεται πρώτα πρώτα από την συγκέντρωση των υπηκόων του σύµφωνα µε εδαφικές διαιρέσεις».
Μια τέτοια συγκέντρωση φαίνεται «φυσική» σε µας, προέκυψε όµως ύστερα από ένα µεγάλο και τραχύ αγώνα εναντίον της παλιάς µορφής της φυλετικής Κοινωνίας.
«∆εύτερο διακριτικό γνώρισµα είναι η επιβολή µιας δηµοσίας εξουσίας που ξεχωρίζεται πια εντελώς από τον πληθυσµό και που είναι οργανωµένη σε ένοπλη δύναµη. 

 Η ξεχωριστή αυτή δηµόσια δύναµη είναι αναγκαία γιατί µια ελευθέρα ένοπλος οργάνωση του πληθυσµού έγινε αδύνατη, ύστερα από τον χωρισµό της Κοινωνίας σε τάξεις... Η δηµοσία αυτή εξουσία υπάρχει σε κάθε Κράτος. Και εµφανίζεται όχι µόνο µε τα ένοπλα σώµατα αλλά και µε υλικές µορφές όπως είναι οι φυλακές και οι άλλοι δεσµευτικοί θεσµοί διαφόρων ειδών, που ήταν άγνωστα στη παλιά φυλετική µορφή της Κοινωνίας». 

Ο Ένγκελς αναπτύσσει την έννοια αυτής τής «δυνάµεως» που λέγεται Κράτος-δυνάµεως που γεννιέται από την Κοινωνία, αλλά επιβάλλεται επάνω της, και γίνεται ολοένα πιο ξεχωριστή απ' αυτήν. Από τι αποτελείται κυρίως η δύναµη αυτή ; Αποτελείται από ειδικά ένοπλα σώµατα, που έχουν στη διάθεση των τις φυλακές κ.τ.λ.

Μιλούµε για ειδικά ένοπλα σώµατα γιατί η δηµοσία εξουσία πού υπάρχει σε κάθε Κράτος «δεν είναι η ίδια» µε τον ένοπλο πληθυσµό που έχει «ελευθέρα ένοπλη οργάνωση».Όπως όλοι οι επαναστάτες φιλόσοφοι, ο Ένγκελς προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή των συνειδητών εργατών σαυτό ακριβώς το γεγονός που κατά τη γνώµη των επικρατούντων υποκριτών είναι εντελώς ανάξιο προσοχής, ποτισµένο από δυνατές πραγµατικά, και θα έλεγε κανείς, αποκρυσταλλωµένες προλήψεις. Ο µόνιµος στρατός και η αστυνοµία είναι τα κυριότερα όργανα της κρατικής εξουσίας : Θα µπορούσε όµως να γίνει αλλιώς ;

Στην αντίληψη της µεγάλης πλειοψηφίας των Ευρωπαίων στο τέλος του 19ου αιώνος, προς τους οποίους απευθύνετο ο Ένγκελς και οι οποίοι ούτε έζησαν ούτε είδαν από κοντά καµιά σπουδαία επανάσταση, δεν θα µπορούσε να γίνει αλλιώς. ∆εν µπορούσαν να καταλάβουν τι σήµαινε αυτή η «ελεύθερη ένοπλη οργάνωση των µαζών». 

Στο ερώτηµα πώς γεννήθηκε η ανάγκη του σχηµατισµού ειδικών ενόπλων σωµάτων (αστυνοµία και µόνιµος στρατός) πού επιβάλλονται επάνω στην κοινωνία και ξεχωρίζονται απ αυτήν οι υποκριτές της ∆υτικής Ευρώπης και της Ρωσίας απαντούν µε µερικές φράσεις που δανείζονται από τον Σπένσερ, περί της «πολύπλοκου κοινωνικής ζωής», της «παραλλαγής των λειτουργιών» και ούτω καθεξής.  

Οι εκφράσεις αυτές φαίνονται «επιστηµονικές» και πραγµατικά ναρκώνουν τις αισθήσεις ενός µετρίου άνθρωπου, συσκοτίζοντας το πιο σηµαντικό και θεµελιώδες γεγονός, δηλαδή τον χωρισµό της κοινωνίας σε αδιάλλακτες εχθρικές τάξεις. Αν δεν υπήρχε αυτός ο χωρισµός, η «ελεύθερη οργανωµένη δύναµη των µαζών» θα διέφερε βέβαια από την πρωτόγονη οργάνωση ενός κοπαδιού πιθήκων που χρησιµοποιούν ως όπλα τα κούτσουρα, ή από τον πρωτόγονο άνθρωπο, ή από τις παλιές γενεές που αποτελούσαν την φυλετική µορφή της κοινωνίας, επειδή θα ήταν περισσότερο πολύπλοκη και τελειοποιηµένη τεχνικώς, αλλά πάντως θα µπορούσε να υπάρχει ακόµη. Σήµερα όµως δεν µπορεί να υπάρχει, γιατί η κοινωνία, στην περίοδο του πολιτισµού, χωρίστηκε σε εχθρικές, και µάλιστα αδιάλλακτες εχθρικές τάξεις, των οποίων η «ελεύθερη» ένοπλη οργάνωση θα οδηγούσε σε αιµατηρές συγκρούσεις µεταξύ των. Έτσι λοιπόν σχηµατίζεται το Κράτος, δηµιουργείται µια νέα δύναµη µε τη µορφή ειδικών ένοπλων σωµάτων, και κάθε επανάσταση, συντρίβοντας τον κρατικό µηχανισµό, µας δείχνει πως η κυρίαρχη τάξη επιδιώκει να αποκαταστήσει πάλι τα ειδικά αυτά ένοπλα σώµατα για την υπηρεσία της και πως η καταπιεζόµενη τάξη προσπαθεί να δηµιουργήσει µια νέα παρόµοια οργάνωση, κατάλληλη να εξυπηρετήσει όχι την εκµεταλλευτική αλλά την πιεζόµενη τάξη.

Στην συζήτηση αυτή, ο Ένγκελς εξετάζει θεωρητικώς το ίδιο ζήτηµα που παρουσιάζεται τώρα σε µας µε µια πρακτική, ψηλαφητή µορφή και σε µεγάλη κλίµακα ύστερα από κάθε µεγάλη επανάσταση, δηλαδή το ζήτηµα της σχέσεως µεταξύ των «ειδικών ενόπλων σωµάτων» και της ελεύθερης ένοπλης οργάνωσης των µαζών». Θα δούµε σε λίγο πως το ζήτηµα, αυτό διαφωτίστηκε τελείως από την πείρα των Ευρωπαϊκών και Ρωσικών επαναστάσεων.

Ας ξανάρθουµε όµως στον Ένγκελς. 
Μερικές φορές, συνεχίζει ο Ένγκελς (π. χ. σε διάφορα µέρη τής Βορείου Αµερικής), η δηµοσία αυτή εξουσία είναι µικρή (έχει εδώ υπ' όψει του µερικές σπάνιες εξαιρέσεις σε καπιταλιστικές κοινωνίες και µέρη της Βορείου Αµερικής στην προϊµπεριαλιστική εποχή τους όταν κυριαρχούσε ο τύπος του ελεύθέρου αποίκου), γενικώς όµως τείνει να γίνει δυνατότερη :
«Η δηµοσία αυτή εξουσία που αναφέραµε παραπάνω, µεγαλώνει όσο επεκτείνονται οι ανταγωνισµοί των τάξεων µέσα στο κράτος, και όσο µεγαλώνουν στην έκταση και στον πληθυσµό τα γειτονικά κράτη. Αρκεί να ρίξει κανείς µια µατιά στη σηµερινή Ευρώπη, στην οποία η πάλη των τάξεων και οι κατακτητικές αντιζηλίες στερέωσαν αυτή τη δηµοσία εξουσία σε τέτοιο βαθµό που απειλεί να καταβροχθίσει ολόκληρη την Κοινωνία και πολλές φορές και αυτό το Κράτος?»

Αυτά γράφτηκαν στην αρχή της τελευταίας δεκαετηρίδας του περασµένου αιώνα, αφού ο τελευταίος Πρόλογος του Ένγκελς έχει χρονολογία 16 Ιουνίου 1891. Το ιµπεριαλιστικό ρεύµα, µε τη διπλή µορφή του της τελείας κυριαρχίας των Τραστ και των παντοδυνάµων µεγάλων Τραπεζών, και µιας πλατείας αποικιακής πολιτικής, άρχιζε µόλις τότε στη Γαλλία, και ήταν πολύ ασθενέστερο στην Βόρειο Αµερική και στη Γερµανία. Από τότε οι κατακτητικές αντιζηλίες έκαµαν γιγάντια πρόοδο προπάντων όταν, στην αρχή της δεύτερης δεκαετηρίδας του 20ου αιώνα, ολόκληρος ο κόσµος µοιράστηκε τέλος µεταξύ αυτών των «αντιζήλων κατακτητών» δηλαδή µεταξύ των µεγάλων αρπακτικών ∆υνάµεων. Οι στρατιωτικοί λοιπόν και οι ναυτικοί εξοπλισµοί αύξησαν σε τεράστιο βαθµό, και ο ληστρικός πόλεµος του1914-1917 για την κυριαρχία του κόσµου από την Αγγλία ή τη Γερµανία, για το µοίρασµα της λείας, φέρνει µοιραίως στην «καταβρόχθιση» όλων των δυνάµεων της Κοινωνίας από τη λαίµαργη Κρατική εξουσία, και οδηγεί στην τελεία καταστροφή.

Βλέπουµε ότι στα 1891 ο Ένγκελς µπόρεσε να διακηρύξει ότι οι «κατακτητικές αντιζηλίες» είναι ένα απ' τα σηµαντικότερα γνωρίσµατα της εξωτερικής πολιτικής των Μεγάλων ∆υνάµεων, αλλά στα 1914-1917, που αυτές οι αντιζηλίες φτάνοντας σε βαθµό πολύ µεγαλύτερο γέννησαν έναν ιµπεριαλιστικό πόλεµο, βρίσκονται οι ανήθικοι σοσιαλ-πατριώτες που προσπαθούν να δικαιολογήσουν την τυχοδιωχτική πολιτική των καπιταλιστών «των» µε διάφορες φράσεις περί της «άµυνας της Χώρας» ή «άµυνας τής ∆ηµοκρατίας και της Επαναστάσεως» και ούτω καθεξής! 

3. Το Κράτος όργανο για την εκµετάλλευση της καταπιεζόµενης τάξεως.

Για την διατήρηση της ειδικής δηµοσίας εξουσίας επάνω από την κοινωνία, είναι απαραίτητοι οι φόροι και τα κρατικά δάνεια.
 «∆ιευθύνοντας την δηµόσια εξουσία και µε το δικαίωµα που έχουν να επιβάλλουν διάφορους φόρους, οι άρχοντες (γράφει ο Ένγκελς) επιβάλλονται ως όργανα της κοινωνίας που στέκουν πιο ψηλά απ' αυτήν. Ο ελεύθερος και αβίαστος σεβασµός που απελάµβαναν τα όργανα της παλιάς φυλετικής κοινωνίας, δεν είναι πια αρκετός γι' αυτούς και όταν ακόµη µπορούν να τον αποκτήσουν».
Ειδικοί νόµοι εφαρµόζονται για την ιερότητα και την ασυλία των αρχόντων. «Ο τελευταίος αστυνοµικός υπηρέτης» έχει σήµερα µεγαλύτερη εξουσία από τον αντιπρόσωπο µιας παλιάς φυλής, αλλά και ο ανώτερος άρχων ενός πολιτισµένου Κράτους θα ζήλευε τον Γέροντα µιας φυλής που στηριζότανε σε έναν «αυτόµατο και αβίαστο σεβασµό εκ µέρους της Κοινωνίας».
Εδώ είναι το ζήτηµα που προκύπτει από την προνοµιούχο θέση των αρχόντων ως οργάνων της Κρατικής εξουσίας και το θεµελιώδες πρόβληµα στο οποίο πρέπει να απαντήσουµε είναι το εξής :
- Τι είναι εκείνο που τους επιβάλει επάνω στην κοινωνία; Θα δούµε πως αυτό το θεωρητικό πρόβληµα λύθηκε πρακτικώς από την Κοµµούνα του Παρισιού στα 1871 και πως νοθεύτηκε κατά τον αντιδραστικότερο τρόπο από τον Κάουτσκυ στα 1912.

«Αφού το Κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη του ελέγχου των ανταγωνισµών των τάξεων αφού συγχρόνως γεννήθηκε ως αποτέλεσµα των συγκρούσεων αυτών των τάξεων, είναι κατά γενικό κανόνα το Κράτος της ισχυρότερης και της οικονοµικώς κυρίαρχης τάξης, η οποία δια µέσου του Κράτους γίνεται και η πολιτικώς κυρίαρχη τάξη, αποκτώντας έτσι νέα µέσα για την καταπίεση και την εκµετάλλευση της υπόδουλης τάξης».

 ∆εν ήταν µόνο τα παλιά φεουδαλικά Κράτη όργανα για την εκµετάλλευση των δούλων και των δουλοπάροικων, αλλά και το «νεότερο αντιπροσωπευτικό Κράτος, είναι επίσης µέσον για την εκµετάλλευση της µισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Σε εξαιρετικές µόνο περιστάσεις έρχονται µερικές εποχές που οι εχθρικές τάξεις φτάνουν σε µια ισορροπία δυνάµεως και η Κρατική εξουσία γίνεται τότε, έως ένα ορισµένο σηµείο, ανεξάρτητη και από τις δύο τάξεις και φαίνεται σαν διαιτητής µεταξύ τους...»
Τέτοια κράτη, παραδείγµατος χάριν, ήταν οι απόλυτες µοναρχίες του l7ου και 18ου αιώνος, ο Βοναπαρτισµός της Πρώτης και Τρίτης Αυτοκρατορίας στη Γαλλία, και το καθεστώς του Βίσµαρκ στη Γερµανία.
 Τέτοια, πρέπει να το προσθέσουµε, είναι και σήµερα η Κυβέρνηση του Κερένσκυ στη ∆ηµοκρατική Ρωσία, ύστερα από το έργο που ανέλαβε, να καταδιώξει το επαναστατικό προλεταριάτο, σε µια στιγµή που τα Σοβιέτ, διευθυνόµενα από τους δηµοκράτες της µικροαστικής τάξεως κατήντησαν τελείως ανίκανα, ενώ από το άλλο µέρος η κεφαλαιοκρατική τάξη δεν είναι ακόµα αρκετά δυνατή για να τα διαλύσει.
«Σε µια ∆ηµοκρατική Πολιτεία (εξακολουθεί Ένγκελς) ο πλούτος χρησιµοποιεί τη δύναµη του εµµέσως, αλλά µε τρόπο αποτελεσµατικό, πρώτον µε διάφορες δωροδοκίες των αρχόντων (όπως γίνεται στην Αµερική), δεύτερον δια µέσου µιας συµµαχίας µεταξύ Κυβερνήσεως και Χρηµατιστηρίου (όπως στη Γαλλία και στην Αµερική)».

Σήµερα, ο 'Ιµπεριαλισµός και η κυριαρχία των τραπεζών έχουν τελειοποιήσει και τις δυο αυτές µεθόδους που υποστηρίζουν και εξυπηρετούν πρακτικώς την παντοδυναµία του πλούτου µέσα στις δηµοκρατικές πολιτείες όλων των αποχρώσεων. Όταν, παραδείγµατος χάριν, στους πρώτους µήνες της Ρωσικής ∆ηµοκρατίας θα έλεγε κανείς στον µήνα του µέλιτος της ενώσεως των σοσιαλεπαναστατών και των Μενσεβίκων µε την πλουτοκρατία, στην Κυβέρνηση του Συνασπισµού ο κ. Παλτσίνσκι δεν επέτρεπε να ληφθεί κανένα προληπτικό µέτρο εναντίον των αισχροκερδών ή κατά της ληστείας του δηµοσίου ταµείου από τους προµηθευτές του στρατού και όταν, ύστερα από τη παραίτηση του, ο κ. Παλτσίνσκι (αντικατασταθείς εννοείται από ένα όµοιο Παλτσίνσκι) έπαιρνε από τους κεφαλαιοκράτες ως «ανταµοιβή» ένα µικρό δώρο που του έφερνε εισόδηµα 120.000  ρούβλια (12.000 λίρες) το χρόνο, τι τάχα ήταν αυτό; ʼµεσος ή έµµεσος δωροδοκία Ήταν µια συµµαχία της Κυβερνήσεως µε τα κεφαλαιοκρατικά συνδικάτα, ή «µόνον» φιλικές σχέσεις; Ποιος είναι ο αληθινός ρόλος που έπαιξαν οι Τσέρνωφ, Τσερετέλλι, Αφξέντιεφ και Σκοµπέλιεφ; Είναι «άµεσοι» ή «µόνον» έµµεσοι σύµµαχοι των εκατοµµυριούχων λωποδυτών που ληστεύουν το δηµόσιο ταµείο; 
Η παντοδυναµία του «πλούτου» είναι πολύ περισσότερο ασφαλής σε µια δηµοκρατική πολιτεία, γιατί δεν εξαρτάται από την τυχόν κακή πολιτική µορφή του καπιταλισµού. Η ∆ηµοκρατική πολιτεία είναι η καλύτερη πολιτική µορφή για τον καπιταλισµό και έτσι όταν το κεφάλαιο εξασφαλίσει τον έλεγχο (δια µέσου των διαφόρων Παλτσίνσκι, Τσέρνωφ, Τσερετέλι και Σιας) αυτής της καλύτερης µορφής, επιβάλλει την εξουσία του τόσο ακλόνητα, τόσο στερεά, ώστε καµιά αλλαγή, προσώπων, ή θεσµών, ή κοµµάτων µέσα στην αστική δηµοκρατία δεν µπορεί να το κλονίσει.

Πρέπει επίσης να προσθέσοµε ότι ο Ένγκελς θεωρεί την καθολική ψηφοφορία ως ένα µέσον της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας. «Η καθολική ψηφοφορία, -λέει (έχοντας υπ' όψει του την µακροχρόνιο πείρα της Γερµανικής Σοσιαλδηµοκρατίας)- είναι το σηµείο ότι ωρίµασε η εργατική τάξη, δεν µπορεί και ούτε θα µας δώσει ποτέ, τίποτε περισσότερο µέσα στο σηµερινό κράτος». Οι δηµοκράτες της µικροαστικής τάξεως, όπως είναι οι σοσιαλεπαναστάτες µας και οι µενσεβίκοι, επίσης και οι δίδυµοι αδελφοί τους, οι σοσιαλπατριώτες και οι οπορτουνιστές της ∆υτικής Ευρώπης, όλοι περιµένουν ένα «µεγάλο κέρδος» από αυτή τη καθολική ψηφοφορία. Πιστεύουν οι ίδιοι και προσπαθούν να χαράξουν στο µυαλό του λαού την ψεύτικη ιδέα ότι η καθολική ψηφοφορία µέσα στο «σηµερινό κράτος» είναι πραγµατικά ικανή να εκδηλώσει την θέληση της πλειοψηφίας των εργαζόµενων µαζών και να εξασφαλίσει την πραγµατοποίηση της.  
Εδώ µπορούµε να αναφέροµε µόνον την ψεύτικη αυτή ιδέα και να αποδείξουµε ότι το φανερό, καθαρό και συγκεκριµένο αυτό απόσπασµα από τον Ένγκελς, παραµορφώνεται κάθε µέρα στην προπαγάνδα και στη δράση των «επισήµων» (δηλαδή των οπορτουνιστικών) σοσιαλιστικών κοµµάτων. Λεπτοµερώς θα αναπτύξουµε όλη τη διαστροφή της ιδέας αυτής, που ο Ένγκελς τόσο σαφώς διατυπώνει παρακάτω, στην ευρύτερη ανάλυση των απόψεων του Μαρξ και του Ένγκελς για το «νεώτερο» Κράτος.

Μια γενική περίληψη των απόψεων του δίνει ο Ένγκελς στο πιο λαϊκό από τα έργα του, µε τα ακόλουθα λόγια:
«Το Κράτος δεν υπήρχε πάντοτε. Υπήρξαν κοινωνίες που έζησαν χωρίς αυτό, που δεν είχαν ούτε την ιδέα του Κράτους ή της Κρατικής εξουσίας. Σε ένα ορισµένο στάδιο οικονοµικής εξέλιξης, που προέκυψε αναγκαίως µαζί µε το χωρισµό της κοινωνίας σε τάξεις, το Κράτος έγινε µια ανάγκη ως αποτέλεσµα του χωρισµού αυτού. Τώρα βαδίζουµε µε ταχύτητα αστραπιαία σε ένα στάδιο εξέλιξης της παραγωγής, στο οποίο η ύπαρξη αυτών των τάξεων όχι µόνο δεν είναι πια αναγκαία αλλά γίνεται άµεσο εµπόδιο για την παραγωγή. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν µοιραία, όπως µοιραία γεννήθηκαν στο παρελθόν. Μαζί µε την εξαφάνιση των τάξεων, µοιραία επίσης θα εξαφανισθεί και το Κράτος. Όταν αρχίσει η νέα οργάνωση της παραγωγής επάνω στη βάση της ελεύθερης της δίκαιης συνεννόησης των παραγωγών, η κοινωνία δεν θα αργήσει να τοποθετήσει ολόκληρη την κρατική µηχανή στη θέση που θα είναι τότε η καταλληλότερη γι αυτήν, στο µουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα από τα πέτρινα εργαλεία και τα χάλκινα τσεκούρια».

Πολύ σπάνια βρίσκουµε το κοµµάτι αυτό να αναφέρεται στην προπαγανδιστική φιλολογία της σύγχρονης σοσιαλδηµοκρατίας. Αλλά και όταν αυτό συµβαίνει το αναφέρουν σαν ένα ιερό και τελετουργικό τύπο, δηλαδή µάλλον για να δείξουν τυπικό σεβασµό προς τον Ένγκελς, χωρίς καµιά προσπάθεια να αναµετρήσουν το πλάτος και το βάθος της επαναστατικής πράξεως που προϋποτίθεται µε αυτή την «τοποθέτηση ολοκλήρου της Κρατικής µηχανής στο µουσείο των αρχαιοτήτων». Και πολλές φορές φαίνονται σαν να µην καταλαβαίνουν καν τι ονοµάζει ο Ένγκελς Κρατική µηχανή.

4. Ο µαρασµός του Κράτους και η βίαιη Επανάσταση.

Τα λόγια του Ένγκελς για τον «µαρασµό» του Κράτους έχουν τόσο µεγάλη λαϊκότητα, αναφέρονται τόσο συχνά και αποκαλύπτουν τόσο καθαρά το συνηθισµένο νόθευµα του µαρξισµού από τους οπορτουνιστές, ώστε θα τα εξετάσοµε λεπτοµερώς. Ας παραθέσοµε ολόκληρο το κείµενο από το οποίο τα παίρνουν.

«Το προλεταριάτο αναλαµβάνει τον έλεγχο της Κρατικής µηχανής και πρώτα απ' όλα, µετατρέπει τα µέσα τής παραγωγής σε ιδιοκτησία του Κράτους. Μ' αυτή όµως την ίδια πράξη εξαφανίζει τον εαυτό του ως προλεταριάτο, εξαφανίζοντας συγχρόνως όλες τις διαφορές και τους ανταγωνισµούς των τάξεων και συνεπώς και αυτό το Κράτος. Η κοινωνία στο παρελθόν και στο παρόν, επειδή ζούσε µέσα σε ανταγωνισµούς τάξεων, είχε ανάγκη να έχει το Κράτος, δηλαδή µια οργάνωση της εκµεταλλευτικής τάξης για την υποστήριξη των εξωτερικών όρων της παραγωγής της και έπειτα ιδιαιτέρως για την υποχρεωτική συγκράτηση της πιεζόµενης τάξεως µέσα σε τέτοιους θεσµούς καταπίεσης (όπως είναι η δουλεία, η δουλοπαροικία, η ηµεροµίσθιος εργασία) που καθορίζονται από τις µεθόδους της παραγωγής. Το Κράτος ήτανε ο τυπικός αντιπρόσωπος του συνόλου της κοινωνίας, η ενσάρκωση της σε έναν ορατό οργανισµό, ήταν όµως έτσι µόνο ενόσω ήταν το Κράτος της τάξης εκείνης που σε κάθε εποχή αντιπροσώπευε το σύνολο της κοινωνίας. Στους παλιούς καιρούς ήταν το Κράτος των αρχόντων που ήταν οι µόνοι πολίτες του Κράτους, στον µεσαίωνα ήταν το Κράτος των ευγενών φεουδαρχών, στην εποχή µας είναι το Κράτος των κεφαλαιούχων. Όταν όµως στο τέλος, το Κράτος γίνει πραγµατικά ο αντιπρόσωπος του συνόλου τής κοινωνίας, γίνεται πια περιττό. Μόλις φτάσει ο καιρός που µαζί µε την κυριαρχία µιας τάξεως και τον αγώνα για την ύπαρξη του ατόµου, που προκύπτει από την σηµερινή αναρχία στην παραγωγή θα πάψουν όλες αυτές οι συγκρούσεις και τα κακά που προέρχονται απ αυτόν τον αγώνα -µόλις φτάσει αυτός ο καιρός δεν θα υπάρχει πια κανείς καταπιεζόµενος, δεν θα υπάρχει τότε πια ανάγκη καµιάς ειδικής περιοριστικής δύναµης δεν θα υπάρχει ανάγκη του Κράτους. Η πρώτη πράξη του Κράτους, στην οποία ενεργεί πραγµατικά σαν αντιπρόσωπος του συνόλου της κοινωνίας, δηλαδή η επιβολή έλέγχου στα µέσα της παραγωγής εξ ονόµατος της κοινωνίας είναι επίσης και η τελευταία του ανεξάρτητη πράξη ως Κράτους. Η επέµβαση της Κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις θα γίνει τότε περιττή σε όλες τις εκδηλώσεις της και τέλος θα εκλείψει µόνη της. Η εξουσία της κυβερνήσεως επί των προσώπων θα αντικατασταθεί από την διαχείριση των πραγµάτων και την διεύθυνση των παραγωγικών µέσων. Το Κράτος δεν θα καταλυθεί, θα µαραθεί από µόνο του. Απ αυτήν την άποψη πρέπει να εκτιµήσουµε την φράση «ένα ελεύθερο λαϊκό Κράτος»- φράση που µια φορά µπορούσε να χρησιµοποιείται ως απλό προπαγανδιστικό σύνθηµα, η οποία όµως σήµερα δεν µπορεί να στηριχθεί επιστηµονικά. Επίσης απ αυτήν την άποψη πρέπει να εκτιµήσουµε το αίτηµα των αυτοκαλούµενων αναρχικών που ζητούν για το Κράτος να καταργηθεί σε µια µέρα» (Από το έργο του Φ. Ένγκελς Anti-Duhring».

 Χωρίς φόβο να κάνουµε λάθος µπορούµε να πούµε ότι το µόνο σηµείο από το παραπάνω κείµενο του Ένγκελς το τόσο πλούσιο σε ιδέες, που έµεινε στη µνήµη των νεότερων σοσιαλιστικών κοµµάτων είναι ότι σύµφωνα µε τον Μαρξ, το Κράτος «µαραίνεται» εν αντιθέσει προς την αναρχική θεωρία της «κατάργησης» του Κράτους. Με τον ευνουχισµό αυτόν, ο Μαρξισµός µετατρέπεται σε οπορτουνισµό, γιατί µια τέτοια «ερµηνεία» αφήνει την αντίληψη µιας αργής, και µάλιστα συνεχούς αλλαγής, χωρίς κλονισµούς και τρικυµίες, χωρίς επανάσταση. Η κοινή αυτή αντίληψη περί του «µαρασµού» του Κράτους αναµφίβολα σηµαίνει το σβήσιµο, αν όχι την άρνηση της Επανάστασης. Τέτοια «ερµηνεία» είναι η χυδαιότερη διαστροφή του Μαρξισµού, ευνοϊκή µόνο στην κεφαλαιοκρατική τάξη και στηρίζεται στην παρασιώπηση των  σηµαντικότερων όρων και απόψεων που αναπτύσσει σαυτό το ίδιο κοµµάτι ο Ένγκελς, και το οποίο παραπάνω παραθέσαµε ολόκληρο.

Και πρώτον, στην αρχή του κειµένου αυτού, ο Ένγκελς, τονίζει ότι παίρνοντας την Κρατική εξουσία, το προλεταριάτο «µ αυτή την ίδια πράξη καταστρέφει το Κράτος ως κράτος». Πολύ σπάνια συνηθίζουν να εξηγούν τι πραγµατικά σηµαίνει αυτό. Γενικώς ή είναι εντελώς άγνωστο, ή χαρακτηρίζεται σαν ένα µέρος «Εγελιανής αδυναµίας» του Ένγκελς. Στην πράξη όµως τα λόγια αυτά εκφράζουν συνοπτικά την πείρα µιας από τις µεγαλύτερες προλεταριακές επαναστάσεις- της Παρισινής Κοµµούνας του 1871, για την οποία θα µιλήσουµε λεπτοµερέστερα σε ξεχωριστό µέρος. Πραγµατικά, ο Ένγκελς µιλάει εδώ για την καταστροφή του καπιταλιστικού Κράτους από την προλεταριακή επανάσταση, ενώ τα γραφόµενα του περί µαρασµού αναφέρονται στα υπολείµµατα ενός προλεταριακού Κράτους, ύστερα από την σοσιαλιστική επανάσταση. Το καπιταλιστικό Κράτος δεν θα µαραθεί, σύµφωνα µε τον Ένγκελς, αλλά θα καταλυθεί από το προλεταριάτο κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Μόνον τον προλεταριακό Κράτος ή είδος κράτους µαραίνεται µετά την επανάσταση.

∆εύτερον, το Κράτος είναι µια «ειδική περιοριστική δύναµη». Ο υπέροχος αυτός και βαθύτατος ορισµός του Ένγκελς διατυπώνεται εδώ µε τέλεια σαφήνεια. Προκύπτει απ αυτόν ότι η «ειδική δύναµη του περιορισµού» του προλεταριάτου από την κεφαλαιοκρατική τάξη, εκατοµµυρίων εργατών από ελάχιστους πλουσίους πρέπει να αντικατασταθεί από µια «ειδική δύναµη περιορισµού» της κεφαλαιοκρατικής τάξης από το προλεταριάτο (δικτατορία του προλεταριάτου). Ακριβώς αυτό αποτελεί την καταστροφή του Κράτους ως κράτους. Ακριβώς αυτό αποτελεί την «πράξη» της κατάληψης των µέσων της παραγωγής εξ ονόµατος της κοινωνίας. Και είναι φανερό ότι η αντικατάσταση αυτή µιας (κεφαλαιοκρατικής) «ειδικής δύναµης» από µιαν άλλη (προλεταριακή) «ειδική δύναµη» δεν θα µπορούσε ποτέ να γίνει µε τον «αυτόµατο µαρασµό».

Τρίτον, χρησιµοποιώντας τον όρο «µαρασµός», ο Ένγκελς, αναφέρεται καθαρά και συγκεκριµένα στην περίοδο που επακολουθεί ύστερα από την «κατάληψη των παραγωγικών µέσων από το Κράτος εξ ονόµατος του συνόλου της κοινωνίας», δηλαδή ύστερα από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ξέρουµε όλοι ότι η προλεταριακή µορφή του «Κράτους» είναι η αληθινή και τέλεια δηµοκρατία. Κανείς όµως από τους οπορτουνιστές που χωρίς ντροπή διαστρέφουν τον Μαρξ, δεν µπορεί να καταλάβει τι εννοεί ο Ένγκελς µε τον µαρασµό της δηµοκρατίας. Εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται πολύ παράξενο. Θα είναι όµως ακατάληπτο µόνο για έναν που δεν έχει αντιληφθεί το γεγονός ότι η δηµοκρατία είναι επίσης Κράτος και ότι κατά συνέπεια η δηµοκρατία θα εξαφανισθεί επίσης όταν εξαφανισθεί το Κράτος. Μόνο µια επανάσταση µπορεί να «καταλύσει» το καπιταλιστικό Κράτος. Το Κράτος γενικά, δηλαδή η τέλεια δηµοκρατία, µόνο να µαραθεί µπορεί.

Τέταρτον, διατυπώνοντας την περίφηµη πρόταση του ότι «το Κράτος µαραίνεται», ο Ένγκελς εξηγεί συγκεκριµένα ότι η πρόταση αυτή απευθύνεται εξίσου εναντίον των οπορτουνιστών όσο και των αναρχικών και µάλιστα πρώτα πρώτα τονίζει ο Ένγκελς το συµπέρασµα που στρέφεται κατά των οπορτουνιστών. 

 Μπορεί κανείς να στοιχηµατίσει ότι από δέκα χιλιάδες πρόσωπα που διάβασαν ή άκουσαν για τον «µαρασµό» του Κράτους, 9990 δεν ξέρουν καθόλου ή δεν θυµούνται ότι ο Ένγκελς δεν απευθύνει τα συµπεράσµατα του από αυτή την πρόταση, µόνο εναντίον των αναρχικών. Και από τους υπόλοιπους δέκα, οι εννέα δεν ξέρουν την σηµασία ενός «ελεύθερου λαϊκού Κράτους», ούτε γιατί η επίθεση του Ένγκελς εναντίον αυτού του συνθήµατος είναι επίθεση εναντίον των οπορτουνιστών. Αυτό δείχνει πως γράφεται η ιστορία ! Αυτό δείχνει πως µια µεγάλη επαναστατική διδασκαλία νοθεύεται και προσαρµόζεται ασυναίσθητα µε την κοινή υποκρισία ! Η επίθεση κατά των αναρχικών επανελήφθει χιλιάδες φορές, εκλαϊκεύτηκε κατά τον πιο σκληρό τρόπο έως ότου απέκτησε την δύναµη µιας προλήψεως, ενώ η επίθεση κατά των οπορτουνιστών αποσιωπήθηκε και «λησµονήθηκε».

«Ελεύθερο λαϊκό Κράτος» ήταν το γνωστό αίτηµα και σύνθηµα στο πρόγραµµα των Γερµανών σοσιαλδηµοκρατών ύστερα από το 1870. ∆εν υπάρχει καµιά πολιτική έννοια µέσα στο σύνθηµα αυτό, εκτός από µια ποµπώδη µικροαστική φρασεολογία γύρω από την ιδέα της δηµοκρατίας. Επειδή το σύνθηµα αυτό έκανε και κάποια νύξη κατά της αστικής δηµοκρατίας, ο Ένγκελς ήταν διατεθειµένος «για ένα ορισµένο καιρό» να το δικαιολογήσει από προπαγανδιστικής απόψεως. Το σύνθηµα όµως αυτό ήταν πραγµατικά οπορτουνιστικό γιατί όχι µόνον έδινε πολύ µεγάλη σηµασία στην ελκυστικότητα της αστικής δηµοκρατίας, αλλά µαρτυρούσε επίσης και πλήρη έλλειψη κατανόησης τής σοσιαλιστικής κριτικής εναντίον του Κράτους γενικά. Ευνοούµε βέβαια µια δηµοκρατική πολιτεία ως την καλύτερη µορφή του Κράτους για το προλεταριάτο µέσα στο κεφαλαιοκρατικό σύστηµα, αλλά δεν έχουµε δικαίωµα να ξεχνάµε ότι η µισθοδουλεία διατηρείται και στο πιο δηµοκρατικό µικροαστικό πολίτευµα. Εξ άλλου, κάθε Κράτος είναι µια «ειδική δύναµη περιορισµού» της υπόδουλης τάξης. Κατά συνέπεια κανένα Κράτος δεν είναι ούτε «ελεύθερο», ούτε «λαϊκό». Ο Μαρξ και ο Ένγκελς το ανέπτυξαν αυτό πολλές φορές στους συντρόφους τους στα 1870.

Πέµπτον, στο ίδιο έργο του Ένγκελς, από το οποίο θυµάται καθένας µας το επιχείρηµα του για τον «µαρασµό» του Κράτους, υπάρχει επίσης µια εξήγηση για τον χαρακτήρα της βίαιης επανάστασης- και η ιστορική εκτίµηση του ρόλου της από τον Ένγκελς είναι αληθινός πανηγυρικός της βίαιης επανάστασης. Αυτό όµως κανένας δεν το θυµάται. Να µιλούν ή ακόµη και να σκέπτονται για τη σηµασία αυτής της ιδέας, δεν θεωρείται αξιοπρεπές από τα νεώτερα σοσιαλιστικά κόµµατα και στην καθηµερινή προπαγάνδα και δράση µέσα στις µάζες δεν παίζει κανένα ρόλο. Και όµως προκύπτει αναπόσπαστα µαζί µε τον «µαρασµό» του Κράτους σε ένα αρµονικό σύνολο.

Ιδού το κείµενο του Ένγκελς :
«Η βία αυτή παίζει επίσης και έναν άλλο ρόλο στην ιστορία, εκτός του καταστρεπτικού, δηλαδή ένα ρόλο επαναστατικό. Όπως λέει ο Μαρξ, είναι µοιραία σε κάθε παλιά κοινωνία όταν µέσα της ωριµάζει µια καινούργια, η δύναµη αυτή είναι το όργανο και το µέσον µε το οποίο τα κοινωνικά κινήµατα ανοίγουν το δρόµο τους και συντρίβουν τις νεκρές και θαµµένες πολιτικές µορφές πράγµα για το οποίο ούτε µια λέξη δεν αναφέρει ο κ. Ντύριγκ. Με µεγάλη λύπη και µε στεναγµούς παραδέχεται ότι είναι δυνατόν για την ανατροπή του συστήµατος της εκµετάλλευσης, να χρησιµοποιηθεί, ίσως, και η βία. τι κρίµα, γιατί η χρήση της βίας κάνει ανήθικο µα την αλήθεια αυτόν που την χρησιµοποιεί! Και αυτό λέγεται εναντίον της µεγάλης ηθικής και πνευµατικής προόδου που υπήρξε το αποτέλεσµα κάθε νικηφόρου επανάστασης! Και αυτό λέγεται στη Γερµανία όπου µια βίαιη σύγκρουση -η οποία ίσως επιβληθεί αναγκαστικά στο λαό -θα είχε στο κάτω-κάτω, το πλεονέκτηµα ότι θα κατέστρεφε το πνεύµα της δουλοφροσύνης που κυρίευσε την εθνική ψυχή ύστερα από την κατάπτωση και την ταπείνωση του τριακονταετούς πολέµου. Και αυτός ο θολός, ακαθόριστος, ανίσχυρος και παπαδίστικος τρόπος του σκέπτεσθαι, τολµά να απαιτεί να γίνει δεκτός στο πιο επαναστατικό κόµµα από όσα γνώρισε ποτέ η ιστορία!»

Πως µπορεί ο πανηγυρικός αυτός της βίαιης επανάστασης, που ο Ένγκελς απευθύνει στους Γερµανούς σοσιαλδηµοκράτες από το 1878 έως το 1894, δηλαδή έως την ηµέρα του θανάτου του, να συµβιβασθεί µε την θεωρία του «µαρασµού» του Κράτους και να συνδυασθεί µαυτόν σε µια θεωρία; Συνήθως οι δύο απόψεις συνδυάζονται µε τρόπο πολύ επιτήδειο, µε αχαρακτήριστη, σοφιστική, αυθαίρετη εκλογή πολλές φορές περικοπών από δω κι από κει -και ενενήντα εννέα φορές στις εκατό (αν όχι πιο πολύ ακόµα) τονίζεται ιδιαιτέρως η ιδέα του µαρασµού του Κράτους. 

Η διαλεκτική µέθοδος αντικαθίσταται από την εκλεκτική, αυτή είναι η πιο συνηθισµένη, η πιο διαδεδοµένη ταχτική που χρησιµοποιείται στην επίσηµη σοσιαλδηµοκρατική φιλολογία σήµερα, εις ένδειξη σεβασµού προς τις διδασκαλίες του Μαρξ. Παρόµοια αντικατάσταση δεν είναι καινούρια, µπορεί κανείς να την δει ακόµη και στην ιστορία της κλασσικής Ελληνικής φιλοσοφίας. Για την µεταστροφή του µαρξισµού σε οπορτουνισµό η αντικατάσταση της διαλεκτικής µεθόδου από την εκλεκτική είναι ο καλύτερος τρόπος της εξαπάτησης των µαζών. ∆ίνει µια ψεύτικη ικανοποίηση. Φαίνεται σαν να περιλαµβάνει όλες τις απόψεις του κινήµατος, όλες τις τάσεις της εξέλιξης, όλους τους αντίθετους παράγοντες, ενώ στην πραγµατικότητα δεν µας δίνει καθόλου µια ακέραιη επαναστατική άποψη της πορείας της κοινωνικής εξέλιξης.

Είπαµε παραπάνω και θα το αποδείξουµε καλύτερα σε λίγο, ότι η διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς για το αναπόφευκτο της βίαιης επανάστασης, αναφέρεται στο καπιταλιστικό κράτος. Το καπιταλιστικό Κράτος δεν µπορεί να αντικατασταθεί από ένα προλεταριακό κράτος (την δικτατορία τον προλεταριάτου) διά του «µαρασµού» σύµφωνα µε τον γενικό κανόνα, αυτό µπορεί να γίνει µόνο µε την βίαιη επανάσταση. Ο πανηγυρικός που έψαλλε προς τιµήν της ο Ένγκελς συµφωνεί τελείως µε τις σκέψεις του Μαρξ (π. χ. στο τελευταίο µέρος του έργου του «Η Αθλιότης της Φιλοσοφίας» και στο «Κοµµουνιστικό Μανιφέστο» όπου διακηρύσσει φανερά την αναπόφευκτη ανάγκη της βίαιης επαναστάσεως επίσης στην «Κριτική του Προγράµµατος της Gotha» στα 1875 στην οποία µετά τριάντα χρόνια µαστιγώνει αλύπητα τον οπορτουνιστικό του χαρακτήρα). Ο πανηγυρικός αυτός δεν είναι καθόλου µια απλή «προτροπή», µια απλή προκήρυξη, ή µια απλή πολεµική. Η ανάγκη της συστηµατικής διάδοσης µέσα στις µάζες, αυτής και µόνον αυτής της άποψης για την επανάσταση, είναι η βάση όλης της διδασκαλίας του Μαρξ και του Ένγκελς. Και ακριβώς η παραµέληση αυτής της προπαγάνδας και της δράσης από τους κυριαρχούντες σοσιαλπατριώτες και τους οπαδούς του Κάουτσκυ, αποδεικνύει την προδοσία των χαρακτηριστικότατα.

Η αντικατάσταση του καπιταλιστικού κράτους από το προλεταριακό είναι αδύνατη χωρίς µια βίαιη επανάσταση, ενώ η κατάλυση του προλεταριακού Κράτους, δηλαδή κάθε κράτους γενικά, µπορεί να γίνει µόνο µε τον «µαρασµό». 

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έδωσαν µια τέλεια και συγκεκριµένη ανάπτυξη αυτών των απόψεων, µελετώντας κάθε επαναστατική κατάσταση χωριστά, αναλύοντας τα διδάγµατα τής πείρας από κάθε µεµονωµένη επανάσταση.

Σαυτό, το σοβαρότατο χωρίς αµφιβολία, µέρος του έργου τους, θα έλθουµε τώρα.

 II. Η ΠΕΙΡΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1848-51
1. Οι παραµονές της Επανάστασης

Τα πρώτα προϊόντα του ώριµου µαρξισµού, «Η Αθλιότης της φιλοσοφίας» και «το Κοµµουνιστικό Μανιφέστο» συµπίπτουν µε τις παραµονές της επανάστασης του 1848. Έτσι µπορούµε να βρούµε σαυτά τα έργα κοντά στην ανάπτυξη των γενικών αρχών του µαρξισµού και µίαν απήχηση, σε ορισµένο βαθµό, της συγκεκριµένης επαναστατικής κατάστασης εκείνης της στιγµής. Κατά συνέπεια, θα είναι προτιµότερο να εξετάσουµε τι είχαν γράψει οι συγγραφείς των έργων αυτών για το Κράτος πριν βγάλουν συµπεράσµατα από την πείρα των ετών 1848 - 51.

«Η εργατική τάξη», έγραφε ο Μαρξ στην «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, στο δρόµο της εξέλιξης της θα αντικαταστήσει την παλιά αστική κοινωνία µε µια κοινωνία που θα αποκλείει τις τάξεις και τους ανταγωνισµούς των, δεν θα υπάρχει πια καµιά πολιτική εξουσία, στην κυριολεξία της λέξεως, αφού η πολιτική εξουσία είναι εκδήλωση του ανταγωνισµού των τάξεων µέσα στην αστική κοινωνία..

Είναι ωφέλιµο να παραθέσοµε δίπλα σαυτή τη γενική διατύπωση της ιδέας της εξαφάνισης του Κράτους µαζί µε την εξαφάνιση των τάξεων, την ιδέα που περιέχεται στο Κοµµουνιστικό Μανιφέστο, γραµµένο από τον Μαρξ και τον Ένγκελς λίγους µήνες αργότερα -δηλαδή ακριβώς τον Νοέµβριο τον 1847.
«∆ιαγράφοντας έτσι τις γενικότερες φάσεις της προλεταριακής εξέλιξης παρακολουθήσαµε τον εµφύλιο πόλεµο, περισσότερο ή λιγότερο κρυφό, µέσα στην τωρινή κοινωνία έως το σηµείο που ξεσπάει σε µια φανερή επανάσταση και που µε τη βίαιη συντριβή της αστικής τάξης, το προλεταριάτο θα θεµελιώσει την κυριαρχία του. Είδαµε παραπάνω ότι το πρώτο βήµα της εργατικής επανάστασης είναι να στερεώσει το προλεταριάτο σε κυρίαρχη τάξη, να κατακτήσει το δηµοκρατικό σύστηµα. Το προλεταριάτο θα µεταχειριστεί την πολιτική του κυριαρχία για να αφαιρέσει σιγά- σιγά από την αστική τάξη όλα της τα κεφάλαια, για να συγκεντρώσει στα χέρια του Κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου ανυψωµένου σε κυβερνώσα τάξη, τα όργανα της παραγωγής, για να µεγαλώσει όσο το δυνατό γρηγορότερα το ποσόν των παραγωγικών δυνάµεων». 

Έχουµε εδώ την διατύπωση µιας σπουδαιότατης και σηµαντικότατης ιδέας του µαρξισµού σχετικά µε το Κράτος -δηλαδή την ιδέα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» (όπως άρχισαν να την ονοµάζουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς ύστερα από την Παρισινή Κοµµούνα), έχουµε επίσης έναν ορισµό του Κράτους, από τους πιο ενδιαφέροντες, ο οποίος µολαταύτα ανήκει στην κατηγορία των λησµονηµένων σκέψεων του µαρξισµού : «Το Κράτος, δηλαδή το προλεταριάτο ανυψωµένο σε κυβερνώσα τάξη».

Ο ορισµός αυτός του Κράτους, αντί να εξηγηθεί ποτέ στην κοινή προπαγανδιστική φιλολογία των επισήµων σοσιαλδηµοκρατικών κοµµάτων λησµονήθηκε µε µεγάλη ευκολία, επειδή είναι τελείως ασυµβίβαστος µε τον µεταρρυθµισµό και κτυπάει κατάκαρδα τις συνηθισµένες οπορτουνιστικές προλήψεις και µικροαστικές πλάνες περί «ειρηνικής εξέλιξης της δηµοκρατίας». 

«Το προλεταριάτο έχει ανάγκη ενός Κράτους», επαναλαµβάνουν όλοι οι οπορτουνιστές, σοσιαλπατριώτες και οπαδοί του Κάουτσκυ, που µας βεβαιώνουν ότι αυτή ήταν η σκέψη του Μαρξ. «Λησµονούν» όµως να προσθέσουν πρώτα-πρώτα ότι το προλεταριάτο, σύµφωνα µε τον Μαρξ έχει ανάγκη µόνο από ένα µαραινόµενο Κράτος ένα Κράτος κατά τέτοιο τρόπο διαµορφωµένο, που αρχίζει αµέσως να µαραίνεται, και δεν µπορεί παρά να µαραίνεται και έπειτα οι εργάτες «έχουν ανάγκη από ένα Κράτος, «δηλαδή, από το προλεταριάτο ανυψωµένο σε κυβερνώσα τάξη».

Το Κράτος είναι µια ειδική µορφή οργανωµένης βίας, είναι η οργάνωση της βίας µε το σκοπό να υποτάξει κάποια τάξη. Αλλά ποια είναι η τάξη την οποία το προλεταριάτο πρέπει να υποτάξει; Φυσικά δεν µπορεί να είναι άλλη από την εκµεταλλευτική τάξη, δηλαδή την πλουτοκρατία. Οι υπόδουλοι έχουν ανάγκη από το Κράτος µόνο για να κατανικήσουν την αντίσταση των εκµεταλλευτών και µόνο το προλεταριάτο µπορεί να διευθύνει και να πραγµατοποιήσει αυτό το έργο -το προλεταριάτο που είναι η µόνη επαναστατική µέχρι τέλους τάξη, η µόνη τάξη που µπορεί να συνενώσει όλους τους υπόδουλους και τους αδικούµενους, στον αγώνα εναντίον της κεφαλαιοκρατικής τάξης µε σκοπό την τέλεια και βίαιη ανατροπή της. 

 Οι εκµεταλλευτικές τάξεις χρειάζονται την πολιτική κυριαρχία για να διατηρήσουν την εκµετάλλευση, δηλαδή για τα ιδιαίτερα συµφέροντα µιας µικρής µειοψηφίας και εναντίον της τεραστίας πλειοψηφίας του λαού. Οι αδικούµενες τάξεις χρειάζονται την πολιτική κυριαρχία για να καταργήσουν τελείως κάθε εκµετάλλευση, δηλαδή για το συµφέρον της µεγίστης πλειοψηφίας του λαού και εναντίον της µικρής µειοψηφίας που αποτελείται από τους ηγεµόνες των νεωτέρων χρόνων -γαιοκτήµονες και κεφαλαιούχους. Οι µικροαστοί δηµοκράτες, οι ψευτοσοσιαλιστές αυτοί που αντικατέστησαν την πάλη των τάξεων µε διάφορα όνειρα περί αρµονίας των τάξεων, φαντάσθηκαν καθ ύπνους ότι η µετάβαση στον σοσιαλισµό µπορεί να γίνει όχι µε την ανατροπή της κυριαρχίας της εκµεταλλευτικής τάξης αλλά µε µια ειρηνική υποταγή της µειοψηφίας στην τελείως µορφωµένη πλειοψηφία. Η µικροαστική αυτή ουτοπία, συνδεδεµένη αδιάρρηκτα µε την ιδέα ενός Κράτους που στέκεί επάνω από τις τάξεις, οδηγεί πραγµατικά στην προδοσία των συµφερόντων των αγωνιζοµένων τάξεων, όπως απεδείχθη παραδείγµατος χάριν στην ιστορία των επαναστάσεων του 1848 και 1871. 'Επίσης έχει ως συνέπεια την «σοσιαλιστική» συµµετοχή σε αστικές κυβερνήσεις, όπως έγινε στην Αγγλία, Γαλλία, 'Ιταλία και άλλες χώρες στο τέλος του l9ου και στην αρχή του 20ου αιώνα.

Σε όλη του τη ζωή ο Μαρξ αγωνίστηκε εναντίον αυτού του µικροαστικού σοσιαλισµού -που ξαναφαίνεται σήµερα στη Ρωσία µε τα κόµµατα των µενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών. Ο Μαρξ εφάρµοσε την ανάλυση του για την πάλη των τάξεων ακόµη και στη θεωρία της πολιτικής εξουσίας και του Κράτους.

Η ανατροπή της καπιταλιστικής κυριαρχίας µπορεί να πραγµατοποιηθεί µόνον από το προλεταριάτο, που σαν ξεχωριστή τάξη προετοιµάζεται γιαυτό το έργο και µε τους οικονοµικούς όρους της υπάρξεώς του έχει την ευκαιρία και τη δύναµη να το κατορθώσει. Όταν η κεφαλαιοκρατική τάξη συντρίβει και διαλύει την τάξη των χωρικών και τα µικροαστικά στρώµατα, συγχρόνως συγκεντρώνει, ενώνει και οργανώνει το προλεταριάτο των πόλεων. Μόνον το προλεταριάτο-σύµφωνα µε τον οικονοµικό του ρόλο στην παραγωγή -είναι ικανό να οδηγήσει όλες τις πάσχουσες και πιεζόµενες µάζες, που αδικούνται, καταπιέζονται, συντρίβονται από τους κεφαλαιούχους, πολλές φορές περισσότερο, όχι λιγότερο, από όσο το προλεταριάτο των πόλεων, οι οποίες όµως είναι ανίκανες να διεξαγάγουν µόνες τους τον αγώνα για την ελευθερία τους.

Η θεωρία της πάλης των τάξεων, όπως εφαρµόσθηκε από τον Μαρξ στο ζήτηµα του Κράτους και της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγεί αναπόφευκτα στην αναγνώριση της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, της δικτατορίας του, δηλαδή µιας εξουσίας στην οποία δεν µετέχει κανείς άλλος, αλλά στηρίζεται αµέσως επάνω στην ένοπλη δύναµη των µαζών. Η ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής τάξεως µπορεί να κατορθωθεί µόνο µε την ανύψωση του προλεταριάτου σε κυβερνώσα τάξη, ικανή να συντρίψει την µοιραία και απεγνωσµένη αντίσταση της πλουτοκρατίας και να οργανώσει για την νέα διαµόρφωση του οικονοµικού συστήµατος όλες τις πάσχουσες τις πιεζόµενες µάζες. 

Το προλεταριάτο έχει ανάγκη από το Κράτος, την συγκεντρωµένη αυτή οργάνωση της δύναµης και της βίας, για τον διπλό σκοπό, να συντρίψει την αντίδραση των εκµεταλλευτών και για να οδηγήσει την µεγάλη µάζα του πληθυσµού -την τάξη των χωρικών, την κατώτερη µικροααστική τάξη, το ηµιπρολεταριάτο -στο έργο της οικονοµικής σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης.

∆ιαπαιδαγωγώντας ένα εργατικό κόµµα, ο µαρξισµός διαπαιδαγωγεί επίσης την πρωτοπορία του προλεταριάτου, ικανή να αναλάβει την εξουσία και να οδηγήσει το σύνολο της κοινωνίας στον σοσιαλισµό, άξια να διευθύνει και να οργανώσει το νέο σύστηµα, να γίνει ο διδάσκαλος, ο οδηγός, ο ηγέτης όλων των πασχόντων και των πιεζόµενων στο έργο της αναδηµιουργίας της κοινωνικής ζωής χωρίς τους κεφαλαιούχους και εναντίον των κεφαλαιούχων. Ενάντια σαυτό το αξίωµα, ο οπορτουνισµός γεννάει µέσα στο εργατικό κίνηµα µια τάξη αντιπρόσωπων από τους καλύτερα αµειβόµενους εργάτες, που έχασαν κάθε επαφή µε την τάξη τους, που «περνούν» καλά µέσα στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς και πωλούν τα πρωτοτόκια τους για ένα πινάκιο φακής, δηλαδή απαρνιούνται τον ρόλο των επαναστατών ηγετών τον λαού εναντίον της καπιταλιστικής τάξης.

«Το Κράτος, δηλ. το προλεταριάτο ανυψωµένο σε κυβερνώσα τάξη» η θεωρία αυτή του Μαρξ είναι αδιάσπαστα συνδεδεµένη µε όλη του τη διδασκαλία σχετικά µε τον επαναστατικό ρόλο που έχει να παίξει στην ιστορία το προλεταριάτο. 'Η πραγµατοποίηση του ρόλου αυτού είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, η πολιτική του κυριαρχία.  

Αλλά αν το προλεταριάτο έχει ανάγκη από το Κράτος, σαν µια εδική µορφή οργανωµένης δύναµης εναντίον της καπιταλιστικής τάξης, γεννιέται αυτόµατα το ακόλουθο ερώτηµα: Μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι µια τέτοια οργάνωση µπορεί να δηµιουργηθεί χωρίς την προκαταρκτική συντριβή και καταστροφή του κυβερνητικού µηχανισµού που δηµιουργήθηκε για την ίδια την ανάγκη από την καπιταλιστική τάξη; Το Κοµµουνιστικό Μανιφέστο µας φέρνει ίσια σαυτό το συµπέρασµα και ακριβώς γιαυτό το συµπέρασµα έγραφε ο Μαρξ εξετάζοντας τα πρακτικά αποτελέσµατα της επαναστατικής πείρας των ετών 1848 έως 1851.

 2. Τα πορίσµατα της Επανάστασης

Σχετικά µε το ζήτηµα του κράτους, που µας ενδιαφέρει, ο Μαρξ συνοψίζει τα πορίσµατα της επανάστασης του 1848 - 1851 στον ακόλουθο συλλογισµό του έργου του «Η 18η Μπρυµαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»:
 ... «Η επανάσταση όµως είναι ριζική. Βρίσκεται ακόµα στο ταξίδι της µέσα από το καθαρτήριο πυρ. Εκτελεί µεθοδικά το έργο της. Ως τις 2 του ∆εκέµβρη 1851» (τη µέρα που ο, Λουδοβίκος Βοναπάρτης έκανε το πραξικόπηµα του) «είχε τελειώσει τη µισή προπαρασκευαστική της δαυλιά και τώρα τελειώνει την άλλη µισή. Ολοκληρώνει πρώτα την κοινοβουλευτική εξουσία, για να µπορεί να την ανατρέψει. Και τώρα που το έχει κατορθώσει αυτό, ολοκληρώνει την εκτελεστική εξουσία, την περιορίζει στην πιο καθαρή της έκφραση, την αποµονώνει, τη βάζει απέναντι της σαν µοναδικό στόχο για να σνγκεντρώσει πάνω της όλες τις δυνάµεις καταστροφής» (η υπογράµµιση είναι δική µας). «Κι όταν θα έχει εκτελέσει το δεύτερο µισό της προπαρασκευαστικής της δουλιας, η Ευρώπη θ' αναπηδήσει από τη θέση της και θ' αλαλάξει: καλά έσκαψες, γερο - τυφλοπόντικα!
Αυτή η εκτελεστική εξουσία, µε την τεράστια γραφειoκρατική και στρατιωτική οργάνωση της, µε τον εκτεταµένο και τεχνητό κρατικό της µηχανισµό, µε µια στρατιά από µισό εκατοµµύριο υπαλλήλους, δίπλα σ' ένα στρατό από άλλο µισό εκατοµµύριο, αυτό το τροµαχτικό παρασιτικό σώµα, που τυλίγεται σαν δίχτυ γύρω από το κορµί της γαλλικής κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της, γεννήθηκε στις µέρες της απόλυτης µοναρχίας, τον καιρό της παρακµής του φεουδαρχικού καθεστώτος, και συνετέλεσε στην επιτάχυνση της παρακµής του». Η πρώτη γαλλική επανάσταση ανάπτυξε το συγκεντρωτισµό, «ταυτόχρονα όµως ανάπτυξε την έκταση, τις αρµοδιότητες και τους παραστάτες της κυβερνητικής εξουσίας. Ο Ναπολέων ολοκλήρωσε αυτή την κρατική µηχανή». Η νοµιµόφρονη µοναρχία και η µοναρχία του Ιούλη «δεν προσθέσανε τίποτα σ' αυτή τη µηχανή, εκτός από ένα µεγαλύτερο καταµερισµό της εργασίας»...
 ... «Τέλος, η κοινοβουλευτική δηµοκρατία στην πάλη της ενάντια στην επανάσταση βρέθηκε στην ανάγκη, µαζί µε τα καταπιεστικά µέτρα, να ενισχύσει τους πόρους και το συγκεντρωτισµό της κυβερνητικής εξουσίας. Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτή τη µηχανή αντί να την τσακίσουν» (η υπογράµµιση είναι δική µας). «Τα κόµµατα, που αγωνίζονταν διαδοχικά για την εξουσία, θεωρούσαν την απόχτηση αυτού του τεράστιου κρατικού οικοδοµήµατος σαν την κυριότερη λεία του νικητή» («Η 18η Μπρυµαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», σελ. 98 - 99, 4η έκδ., Αµβούργο, 1907).

Με τον περίφηµο αυτό συλλογισµό ο µαρξισµός κάνει ένα τεράστιο βήµα προς τα µπρος σε σύγκριση µε το «Κοµµουνιστικό Μανιφέστο». Εκεί το ζήτηµα του κράτους τίθεται ακόµα άκρως αφηρηµένα, µε τις πιο γενικές έννοιες και εκφράσεις. Εδώ το ζήτηµα τίθεται συγκεκριµένα, και το συµπέρασµα που βγαίνει είναι εξαιρετικά ακριβολογηµένο, καθορισµένο, πραχτικά χειροπιαστό: όλες οι προηγούµενες επαναστάσεις τελειοποιούσαν την κρατική, µηχανή, ενώ πρέπει να σπάσει, να τσακιστεί.
Το συµπέρασµα τούτο είναι το κύριο, το βασικό στη διδασκαλία του µαρξισµού για το κράτος. Και αυτό ακριβώς το βασικό δεν έχει µόνο ολότελα λησµονηθεί από τα κυρίαρχα επίσηµα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα, µα και έχει άµεσα διαστρεβλωθεί (όπως θα δούµε πιο κάτω) από τον πιο επιφανή θεωρητικό της ΙΙ ∆ιεθνούς Κ. Κάουτσκι.

 Στο «Κοµµουνιστικό Μανιφέστο» συνοψίζονται τα γενικά πορίσµατα της ιστορίας, που µας υποχρεώνουν να βλέπουµε στο κράτος ένα όργανο ταξικής κυριαρχίας και που οδηγούν υποχρεωτικά στο συµπέρασµα, πως το προλεταριάτο δεν µπορεί ν' ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να καταχτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν' αποχτήσει την πολιτική κυριαρχία και να µετατρέψει το κράτος στο «οργανωµένο σαν κυρίαρχη τάξη, προλεταριάτο», και πως αυτό το προλεταριακό κράτος αµέσως µετά τη νίκη του θ' αρχίσει ν' απονεκρώνεται, γιατί σε µια κοινωνία δίχως ταξικές αντιθέσεις το κράτος δε χρειάζεται και δεν µπορεί να υπάρχει. Εδώ δεν τίθεται το ζήτηµα τι λογής πρέπει - από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης - να είναι αυτή η αντικατάσταση του αστικού κράτους από το προλεταριακό. 

Αυτό το ζήτηµα ο Μαρξ το θέτει και το λύνει µόνο το 1852. Πιστός στη φιλοσοφία του του διαλεκτικού υλισµού, ο Μαρξ παίρνει για βάση την ιστορική πείρα των µεγάλων χρόνων της επανάστασης του 1848- 1851. Και δω η διδασκαλία του Μαρξ - όπως πάντα - αποτελεί συνόψιση πείρας, φωτισµένης µε βαθιά φιλοσοφική κοσµοθεώρηση και πλούσια γνώση της Ιστορίας.

Το ζήτηµα του κράτους τίθεται συγκεκριµένα : πώς γεννήθηκε ιστορικά το αστικό κράτος, η απαραίτητη για την κυριαρχία της αστικής ταξης κρατική µηχανή; ποιες είναι οι αλλαγές της, ποια η εξέλιξη της στην πορεία των αστικών επαναστάσεων και µπροστά στις ανεξάρτητες εκδηλώσεις των καταπιεζόµενων ταξεων; ποια τα καθήκοντα του προλεταριάτου σε σχέση µ' αυτή την κρατική µηχανή;
Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία, που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία, εµφανίστηκε την εποχή της παρακµής του απολυταρχισµού. ∆υο είναι οι πιο χαρακτηριστικοί γι' αυτή την κρατική µηχανή θεσµοί: η υπαλληλοκρατία και ο µόνιµος στρατός. Στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς γίνεται πολλές φορές λόγος για το πώς χιλιάδες νήµατα συνδέουν αυτούς τους θεσµούς ακριβώς µε την αστική τάξη. Η πείρα του κάθε εργάτη διασαφηνίζει αυτό το δεσµό µε εξαιρετικά παραστατικό και επιβλητικό τρόπο. Η εργατικη τάξη µαθαίνει πάνω στο πετσί της να διακρίνει αυτό το δεσµό - να γιατί κατανοεί τόσο εύκολα και αφοµοιώνει τόσο γερά την επιστήµη για το αναπόφευκτο αυτού του δεσµού, την επιστήµη, που οι µικροαστοί δηµοκράτες είτε την αρνούνται από αµορφωσιά και επιπολαιότητα, είτε µε ακόµα µεγαλύτερη επιπολαιότητα την παραδέχονται «γενικά», ξεχνώντας να βγαλουν τ' αντίστοιχα πραχτικά συµπεράσµατα.
Η υπαλληλοκρατία και ο µόνιµος στρατός είναι ένα «παράσιτο» πάνω στο κορµί της αστικής κοινωνίας, παράσιτο, που γεννήθηκε από τις εσωτερικές αντιφασεις που σπαράζουν αυτή την κοινωνία, και συγκεκριµένα, παράσιτο, που «φράζει» τους ζωτικούς πόρους. Ο καουτσκικός οπορτουνισµός, που κυριαρχεί σήµερα στην επίσηµη σοσιαλδηµοκρατία, θεωρεί σαν ειδικό και αποκλειστικό γνώρισµα του αναρχισµού την άποψη ότι το κράτος είναι παρασιτικός οργανισµός. Φυσικά αυτή η διαστρέβλωση του µαρξισµού συµφέρει εξαιρετικά στους µικροαστούς εκείνους, που έφεραν το σοσιαλισµό στο ανήκουστο αίσχος να δικαιολογεί και να εξωραΐζει τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο, εφαρµόζοντας σ' αυτόν την έννοια της «υπεράσπισης της πατρίδας», ωστόσο όµως πρόκειται για αναµφισβήτητη διαστρέβλωση.

Μέσα απ' όλες τις αστικές επαναστάσεις, που τόσο πολλές γνώρισε η Ευρώπη από τον καιρό της πτώσης της φεουδαρχίας, προχωρεί η εξέλιξη, η τελειοποίηση, το δυνάµωµα αυτού του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού µηχανισµού. Ιδιαίτερα, ίσα - ίσα η µικροαστική τάξη είναι εκείνη που τραβιέται προς το µέρος της µεγαλοαστικής τάξης και σε σηµαντικό βαθµό υποτάσσεται σ' αυτήν µέσω αυτού του µηχανισµού, που προσφέρει στ' ανώτερα στρώµατα της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των έµπορων κ.α. σχετικά βολικές, ήσυχες και τιµητικές θεσούλες, που τοποθέτουν τους κατόχους τους πάνω από το λαό. Πάρτε αυτό που έγινε στη Ρωσία µέσα σ' ένα εξάµηνο ύστερα από τις 27 του Φλεβάρη 1917: οι δηµοσιοϋπαλληλικές θέσεις, που πρώτα δίνονταν κατά προτίµηση στους µαυροεκατονταρχίτες, έγιναν αντικείµενο λείας των καντέτων, των µενσεβίκων και των εσέρων. Στην ουσία δε σκέφτονται να κάνουν κανενός είδους σοβαρές µέταρυθµίσεις, που πάσχιζαν να τις αναβάλουν «ίσαµε τη Συντακτική Συνέλευση» - και τη Συντακτική Συνέλευση να την αναβάλουν λίγο-λίγο ίσαµε το τέλος του πολέµου. ∆εν αργούσαν όµως και δεν περίµεναν καµιά Συντακτική Συνέλευση για το µοίρασµα της λείας, για την κατάληψη των θέσεων των υπουργών, των υφυπουργών, των γενικών διοικητών κλπ. κλπ.! Το παιχνίδι των συνδυασµών για τη σύνθεση της κυβέρνησης στην ουσία δεν εκφραζε παρά αυτό το µοίρασµα και το ξαναµοίρασµα της «λείας», που γινόταν και από τα πάνω και από τα κάτω, σ' όλη τη χώρα, σ' ολόκληρη την κεντρική και τοπική διοίκηση. Το αποτέλεσµα, το αντικειµενικό αποτέλεσµα του εξαµήνου 27 του Φλεβάρη - 27 του Αυγούστου 1917 είναι αναµφισβήτητο: οι µεταρυθµίσεις αναβλήθηκαν, το µοίρασµα των δηµοσιοϋπαλληλικών θέσεων έχει γίνει, και τα «λάθη» του µοιράσµατος έχουν διορθωθεί µε µερικά ξαναµοιράσµατα.

Μα όσο πιο πολλά «ξαναµοιράσµατα» γίνονται στον υπαλληλοκρατικό µηχανισµό ανάµεσα στα διάφορα αστικά και µικροαστικά κόµµατα (ανάµεσα στους καντέτους, τους εσέρους και τους µενσεβίκους, για να πάρουµε το ρωσικό παράδειγµα), τόσο πιο φανερή γίνεται για τις καταπιεζόµενες τάξεις και για το προλεταριάτο, που βρίσκεται επικεφαλής τους, η ασυµφιλίωτη έχθρα τους προς όλη την αστική κανωνία. Από δω πηγάζει η ανάγκη για όλα τα αστικά κόµµατα, ακόµα και για τα πιο δηµοκρατικά, µαζί και για τα «επαναστατικά - δηµοκρατικά», να δυναµώνουν τις καταπιέσεις εναντία στο επαναστατικό προλεταριάτο, να στεριώνουν τον καταπιεστικό µηχανισµό, δηλαδή την ίδια την κρατική µηχανή. Αυτή η πορεία των γεγονότων υποχρεώνει την επανάσταση «να συγκεντρώνει όλες τις δυνάµεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, την υποχρεώνει να βάλει καθήκον της όχι την καλυτέρευση της κρατικής µηχανής, µα τη συντριβή, την καταστροφή της.

∆εν είναι οι λογικοί συλλογισµοί, αλλά η πραγµατική εξέλιξη των γεγονότων, η ζωντανή πείρα του 1848- 1851 πού οδήγησαν στην τέτοια τοποθέτηση του προβλήµατος. Πόσο αυστηρά κρατιέται ο Μαρξ στην πραγµατική βάση της ιστορικής πείρας - φαίνεται από το γεγονός ότι το 1852 δε θέτει ακόµα συγκεκριµένα το ζήτηµα µε τι πρέπει ν' αντικατασταθεί αυτή η κρατική µηχανή που πρόκειται να καταστραφεί. Η πείρα δεν πρόσφερνε ακόµα τότε στοιχεία για ένα τέτοιο πρόβληµα, που η ιστορία το έθεσε στην ηµερήσια διάταξη αργότερα, το 1871. Το 1852 µπορούσε κανείς να διαπιστώσει µε την ακρίβεια φυσικοίστορίκης παρατήρησης µόνον ότι η προλεταριακή επανάσταση πλησίασε άµεσα στο καθήκον «να συγκεντρώσει όλες τις δυνάµεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, στο καθήκον «να τσακίσει» την κρατική µηχανή.

 Εδώ µπορεί να γεννηθεί το ερώτηµα: είναι άραγε σωστή η γενίκευση της πείρας, των παρατηρήσεων και των συµπερασµαάτων του Μαρξ, η µεταφορά τους σε πεδίο πλατύτερο από την ιστορία της Γαλλίας στην τριετία 1848- 1851; Για να εξετάσουµε αυτό το ζήτηµα θα θυµίσουµε πρώτα µια παρατήρηση του Ένγκελς και κατόπι θα περάσουµε στα πραγµατικά δεδοµένα.

... «Η Γαλλία - έγραφε ο Ένγκελς στον πρόλογο της 3ης έκδοσης της «18ης Μπρυµαίρ» - είναι η χώρα όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ιστορικοί ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε φορά ως την αποφασιστική µάχη, όπου συνεπώς διαγράφονται µε τον πιο ανάγλυφο τρόπο οι µεταβαλλόµενες πολιτικές µορφές, που µέσα τους κινούνται οι ταξικοί αγώνες και όπου συνοψίζονται τ' αποτελέσµατά τους. Κέντρο της φεουδαρχίας στο µεσαίωνα, υποδειγµατική χώρα της ενιαίας µοναρχίας των προνοµιούχων τάξεων ύστερα από την Αναγέννηση, η Γαλλία τσάκισε στη µεγάλη επανάσταση το φεουδαρχισµό και εγκαθίδρυσε την καθαρή κυριαρχία της αστικής τάξης µε τέτοια κλασική µορφή που δεν την έφτασε καµιά άλλη ευρωπαική χώρα. Και ο αγώνας του προλεταριάτου, που σηκώνει κεφάλι ενάντια στην κυρίαρχη αστική τάξη, εκδηλώνεται εδώ µε τόσο οξεία µορφή, που είναι άγνωστη σε άλλες χώρες» (σελ. 4 της έκδ. του 1907).

Η τελευταία παρατήρηση έχει παλιώσει, εφόσον από το 1871 και δω σηµειώθηκε µια διακοπή στον επαναστατικό αγώνα του γαλλικού προλεταριάτου, µ' όλο που, όσο µακρόχρονη κι αν είναι αυτή η διακοπή, δεν αποκλείει διόλου την πιθανότητα στην επικείµενη προλεταριακή επανάσταση η Γαλλία να δείξει πως είναι η κλασική χώρα της πάλης των τάξεων ίσαµε το αποφασιστικό τέλος.

Ας ρίξουµε όµως µια γενική µατιά στην ιστορία των προχωρηµένων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και τις αρχές του ΧΧ αιώνα. Θα δούµε ότι συντελούνταν πιο αργά, πιο ποικιλόµορφα, πάνω σε πολύ πιο πλατιά κονίστρα το ίδιο προτσες: από τη µια µεριά, η συµπλήρωση της «κοινοβουλευτικής εξουσίας» τόσο στις δηµοκρατικές χώρες (Γαλλία, Αµερική, Ελβετία), όσο και στις µοναρχικές (Αγγλία, Γερµανία ως ένα βαθµό, Ιταλία, Σκανδιναβικές χώρες κ.ά.), κι από την άλλη, η πάλη για την εξουσία των διάφορων αστικών και µικροαστικών κοµµάτων, που µοιράζονταν και ξαναµοιράζονταν τη «λεία» των δηµοσιουπαλληλικών θέσεων, χωρίς ν' αλλάζουν τα θεµέλια του αστικού καθεστώτος, τέλος, η τελειοποίηση και το δυνάµωµα της «εκτελεστικής εξουσίας» του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού µηχανισµού της.
∆ε χωράει καµιά αµφιβολία πώς όλα αυτά είναι κοινά χαρακτηριστικά όλης της νεότερης εξέλιξης των κεφαλαιοκρατικών κρατών γενικά. Στα τρία χρόνια 1848 - 1851 η Γαλλία παρουσίασε µε γοργό, έντονο συγκεντρωτικό τρόπο τα ίδια προτσές εξέλιξης που χαρακτηρίζουν όλο τον κεφαλαιοκρατικό κόσµο.
Ιδίως ο ιµπεριαλισµός, η εποχή του τραπεζιτικού κεφαλαίου, η εποχή των γιγάντιων κεφαλαιοκρατικών µονοπωλίων, η εποχή της µετεξέλιξης του µονοπωλιακού καπιταλισµού σε κρατικό - µονοπωλιακό καπιταλισµό, παρουσιάζει ένα ασυνήθιστο δυνάµωµα της «κρατικής µηχανής», µιαν ανήκουστη αύξηση του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού της µηχανισµού σε συνδυασµό µε την ένταση των καταπιέσεων εναντία στο προλεταριάτο τόσο στις µοναρχικές, όσο και στις πιο ελεύθερες, δηµοκρατικές χώρες.
Είναι αναµφισβήτητο ότι η παγκόσµια ιστορία πλησιάζει τώρα, σε ασύγκριτα µεγαλύτερη κλίµακα από το 1852, στη «συγκέντρωση όλων των δυνάµεων» της προλεταριακής επανάστασης για την «καταστροφή» της κρατικής µηχανής.
Με τι θα την αντικαταστήσει το προλεταριάτο, στο ζήτηµα αυτό έδωσε διδαχτικότατο υλικό η Παρισινή Κοµµούνα. 

3. Η τοποθέτηση του ζητήµατος από τον Μαρξ το 1852

Το 1907 ο Μέρινγκ δηµοσίεψε στο περιοδικό «Neue Ζeit» (XXV, 2, 164) αποσπάσµατα από γράµµα του Μαρξ στον Βαιντεµάγιερ µε ηµεροµηνία 5 του Μάρτη 1852. Στο γράµµα αυτό περιέχεται, ανάµεσα στ' άλλα, και ο ακόλουθος αξιοσηµείωτος συλλογισµός:
«Όσο για µένα, δε µου ανήκει ούτε η τιµή ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε η τιµή ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάµεσα τους. Πολύ καιρό πριν από µένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονοµολόγοι την οικονοµική ανατοµία των τάξεων. Το καινούργιο πού έκαµα εγώ ήταν πως απόδειξα: 1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς µε ορισµένες ιστορικές φάσεις εξέλιξης της παραγωγής (histοrische Entwicklungsphasen der Ρrοdυktiοn), 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη διχτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το περασµα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς µια αταξική κοινωνία»...

Στα λόγια τούτα ο Μαρξ κατόρθωσε να εκφράσει µε καταπληχτική παραστατικότητα, πρώτα, το κύριο και το θεµελιακό που ξεχωρίζει τη διδασκαλία του από τη διδασκαλία των πρωτοπόρων
και πιο βαθιών στοχαστών της αστικής τάξης, και δεύτερο, την ουσία της διδασκαλίας του για το κράτος.

Το κύριο στη διδασκαλία του Μαρξ είναι η ταξική πάλη. Έτσι λένε και γράφουν πολύ συχνά. Μα αυτό δεν είναι σωστό. Και το αποτέλεσµα απ' αυτή την ανακριβεια είναι σχεδόν πάντα µια οπορτουνιστική διαστρέβλωση του µαρξισµού, η νόθευση του, έτσι που να γίνεται παραδεχτός για την αστική τάξη. Γιατί η διδασκαλία για την ταξική πάλη δεν δηµιουργήθηκε από τον Μαρξ αλλά από την αστική τάξη πριν από τον Μαρξ και, µιλώντας γενικά, είναι παραδεχτή για την αστική τάξη. Όποιος παραδέχεται µόνο την πάλη των τάξεων, δεν είναι ακόµα µαρξιστής, αυτός µπορεί ακόµα ναναι άνθρωπος που δε βγαίνει από τα πλαίσια της αστικής σκέψης και της αστικής πολιτικής. Το να περιορίζεις το µαρξισµό στη διδασκαλία για την πάλη των τάξεων - σηµαίνει να κουτσουρέβεις το µαρξισµό, να τον διαστρεβλώνεις, να τον ανάγεις σε ό,τι είναι παραδεκτό για την αστική τάξη. Μαρξιστής είναι µόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση τ ης πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτού βρίσκεται η πιο βαθιά διαφορά του µαρξιστή από το µικρό (µα και µεγάλο) αστό της αράδας. Αυτή είναι η λυδία λίθος για την πραγµατική κατανόηση και παραδοχή του µαρξισµού. Και δεν είναι παράξενο πως, όταν η ιστορία της Ευρώπης έφερε πραχτικά την εργατική τάξη µπροστά σ' αυτό το ζήτηµα, όχι µόνο όλοι οι οπορτουνιστές και ρεφορµιστές, αλλά και όλοι οι «καουτσκιστές» (οι άνθρωποι που ταλαντεύονται αναµέσα στο ρεφορµισµό και το µαρξισµό) αποδείχτηκαν θλιβεροί φιλισταίοι και µικροαστοί δηµοκράτες, που απαρνιούνται τη διχτατορία του προλεταριάτου. Η µπροσούρα του Κάουτσκι «∆ιχτατορία του προλεταριάτου», που βγήκε τον Αύγουστο του 1918, δηλαδή πολύ πιο ύστερα από την πρώτη έκδοση τούτου του βιβλίου, είναι πρότυπο µικροαστικής διαστρέβλωσης του µαρξισµού και ύπουλης απάρνησής του στην πράξη, ενώ τον αναγνωρίζει υποκριτικά στα λόγια (βλ. τη µπροσούρα µου: «Η προλεταριακή επανάσταση κι ο αποστάτης Κάουτσκι», Πετρούπολη και Μόσχα 1918).

Ο σηµερινός οπορτουνισµός στο πρόσωπο του κυριότερου εκπροσώπου του, του πρώην µαρξιστή Κ. Κάουτσκι, υπάγεται ολοκληρωτικά στο χαρακτηρισµό της αστικής θέσης που δίνεται από τον Μαρξ, γιατί ο οπορτουνισµός αυτός περιορίζει την περιοχή αναγνώρισης της ταξικής πάλης στην περιοχή των αστικών σχέσεων. (Σ' αυτή όµως την περιοχή, µέσα στα πλαίσια της, κανένας µορφωµένος φιλελεύθερος δε θ' αρνηθεί «καταρχήν» να παραδεχτεί την ταξική πάλη!) Ο οπορτουνισµός δεν επεκτείνει την αναγνώριση της ταξικής πάλης ακριβώς ίσαµε το κυριότερο, ως την περίοδο του περάσµατος από τον καπιταλισµό στον κοµµουνισµό, ως την περίοδο της ανατροπήs της αστικής τάξης και της πλέριας εκµηδένισης της. Στην πραγµατικότητα η περίοδος αυτή είναι αναπόφευκτα περίοδος µιας πρωτάκουστα σκληρής ταξικής πάλης, πρωτάκουστης οξύτητας των µορφών της, συνεπώς, και το κράτος αυτής της περιόδου πρέπει αναπόφευκτα να είναι κράτος µε νέο τρόπο δηµοκρατικό (για τους προλετάριους και τους φτωχούς γενικά) και µε νέο τρόπο δικτατορικό (ενάντια στην αστική τάξη).

Παρακάτω. Την ουσία της διδασκαλίας του Μαρξ για το κράτος την αφοµοίωσε µόνον όποιος κατάλαβε πως η δικτατορία µιας τάξης είναι αναγκαία όχι µόνο για κάθε ταξική κοινωνία γενικά, όχι µόνο για το προλεταριάτο, που έχει ανατρέψει την αστική τάξη, µα και για ολόκληρη την ιστορική περίοδο, πού χωρίζει τον καπιταλισµό από την «χωρίς τάξεις κοινωνία», από τον κοµµουνισµό. Οι µορφές των αστικών κρατών είναι εξαιρετικά πολυποίκιλες, µα η ουσία τους είναι µια: όλα αυτά τα κράτη έτσι είτε αλλιώς, µα σε τελευταία ανάλυση υποχρεωτικά, είναι δικτατορία της αστικής τάξης. Το πέρασµα από τον καπιταλισµό στον κοµµουνισµό δεν µπορεί φυσικά να µη δόσει µια τεράστια αφθονία και ποικιλία πολιτικών µορφών, µα η ουσία εδώ θα είναι µια: δικτατορία του προλεταριάτου.

III. Η ΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΠΑΡΙΣΙΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ ΤΟΥ 1871: Η ΜΑΡΞΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

1. Γιατί είναι ήρωες οι οπαδοί της Κοµµούνας

Είναι γνωστό ότι το φθινόπωρο του 1870, λίγους µήνες πριν από την δηµιουργία της Κοµµούνας, ο Μαρξ προειδοποιούσε τους εργάτες των Παρισίων, αποδεικνύοντας τους ότι κάθε απόπειρα για την ανατροπή της Κυβέρνησης θα ήταν απεγνωσµένη παραφροσύνη. Όταν όµως τον Μάρτιο τον 1871 η αποφασιστική µάχη ετέθη προ των εργατών και αυτοί την δέχθηκαν, όταν η εξέγερση ήταν πια τετελεσµένο γεγονός ο Μαρξ υποδέχτηκε την προλεταριακή επανάσταση µε τον µεγαλύτερο ενθουσιασµό, παρ' όλους τους κακούς οιωνούς. Ο Μαρξ δεν έπεσε στη σχολαστικότητα να καταδικάζει ένα «πρόωρο» κίνηµα, εντελώς αντίθετα από τον πασίγνωστο Ρώσο προδότη του µαρξισµού Πλεχάνωφ, ο οποίος τον Νοέµβριο του 1905, έγραφε ενθαρρύνοντας τον αγώνα των εργατών και χωρικών, αλλά ύστερα από τον ∆εκέµβριο 1905 προσχώρησε στο φιλελεύθερο σύνθηµα : «δεν έπρεπε να καταφύγετε στα όπλα».

Και ο Μαρξ δεν έδειξε, µόνο ενθουσιασµό για τον ηρωισµό των οπαδών της Κοµµούνας «που ζητούσαν να κατακτήσουν τον ουρανό» όπως έλεγε. Στο επαναστατικό κίνηµα των µαζών, αν και δεν πέτυχε το σκοπό του, είδε ο Μαρξ µια ιστορική απόπειρα τεράστιας σηµασίας, µια συγκεκριµένη πρόοδο στην παγκόσµια προλεταριακή επανάσταση, ένα πρακτικό βήµα σπουδαιότερο από εκατό προγράµµατα και συζητήσεις. Το πρόβληµα που παρουσιάστηκε στον Μαρξ ήταν να αναλύσει την απόπειρα αυτή, να βγάλει απ' αυτήν µαθήµατα τακτικής, να ξαναεξετάσει τη θεωρία του µε το νέο φως πού του έφερνε. Η µόνη «διόρθωση» που ο Μαρξ σκέφθηκε ότι ήταν αναγκαίο να κάνει στο Κοµµουνιστικό Μανιφέστο στηρίχθηκε πάνω στην επαναστατική πείρα της Παρισινής Κοµµούνας. 

Ο τελευταίος πρόλογος σε µια νέα Γερµανική έκδοση του κοµµουνιστικού Μανιφέστου, υπογεγραµµένη και από τους δύο συγγραφείς του, χρονολογείται από τις 24 Ιουνίου 1872. Στον πρόλογο αυτόν οι συγγραφείς Καρλ Μαρξ και Φρειδερίκος Ένγκελς γράφουν ότι το πρόγραµµα του Κοµµουνιστικού Μανιφέστου είναι τώρα «αρκετά παράκαιρο».  
«Ιδιαιτέρως», εξακολουθούν, η Κοµµούνα αποδεικνύει ότι η εργατική τάξη δεν µπορεί «απλώς να καταλάβει τον έτοιµο Κρατικό µηχανισµό και να τον βάλει σε ενέργεια για τους δικούς της σκοπούς!».
Τα λόγια που τονίζονται στο κοµµάτι αυτό είναι παρµένα από τους συγγραφείς του από το βιβλίο του Μαρξ «Ο εµφύλιος πόλεµος στην Γαλλία». Βλέπουµε ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς έδιναν τόσο µεγάλη σηµασία σε ένα θεµελιώδες και κύριο δίδαγµα της Παρισινής Κοµµούνας, ώστε το έβαλαν ως ουσιώδη διόρθωση στο Κοµµουνιστικό Μανιφέστο.
Είναι χαρακτηριστικότατο ότι ακριβώς αυτή η διόρθωση παραµορφώθηκε από τους οπορτουνιστές, και η σηµασία της, προφανώς, είναι ακατάληπτη, για τα εννέα δέκατα, αν όχι για τα ενενήντα εννέα εκατοστά, των αναγνωστών του Κοµµουνιστικού Μανιφέστου. Θα µιλήσουµε περισσότερο, γι αυτό σε ειδικό κεφάλαιο αφιερωµένο σαυτές τις διαστροφές. Αρκεί εδώ να σηµειώσοµε, ότι η συνηθισµένη και χυδαία «ερµηνεία» του περίφηµου αξιώµατος του Μαρξ που αναφέραµε, είναι ότι ο Μαρξ, όπως λένε, τονίζει εδώ την ιδέα της βαθµιαίας εξέλιξης, κατ' αντιδιαστολή προς την βίαιη κατάληψη της εξουσίας! 
Στην πραγµατικότητα όµως, αληθεύει ακριβώς το αντίθετο. Ο Μαρξ θέλει να πει ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να κοµµατιάσει τον «έτοιµο µηχανισµό του Κράτους και όχι απλώς να προσαρµοσθεί µαυτόν παίρνοντας τον στην κατοχή της.

Στις 12 Απριλίου 1871, -δηλαδή ακριβώς στην εποχή της Κοµµούνας -ο Μαρξ έγραφε στον Κούγκελµαν :
«Αν κοιτάξετε στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου µου «Η ∆εκάτη Ογδόη Μπρυµαίρ» θα δείτε ότι διακηρύσσω πως η προσπάθεια της Γαλλικής Επανάστασης πρέπει να είναι όχι η κατάληψη της γραφειοκρατικής και στρατιωτικής µηχανής -όπως έγινε έως σήµερα αλλά η συντριβή της (στα γερµανικά ο Μαρξ γράφει zerbrechen) -και αυτό ακριβώς είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγµατικής λαϊκής επανάστασης στην Ευρώπη. Και ακριβώς αυτή είναι η προσπάθεια των ηρωικών Παρισινών συντρόφων µας».
Μέσα σαυτά τα λόγια: «να συντρίψει τον γραφειοκρατικό και στρατιωτικό Κρατικό µηχανισµό εκφράζεται µε συντοµία, η κυριότερη διδασκαλία του Μαρξισµού σχετικά µε τα προβλήµατα του Κράτους, που µια επανάσταση θα προβάλει στο προλεταριάτο. Και αυτή ακριβώς η διδασκαλία, όχι µόνον λησµονήθηκε, αλλά και παραµορφώθηκε τελείως από την επικρατούσα µαρξική «ερµηνεία» του Κάουτσκυ!
Όσον αφορά την παραποµπή του Μαρξ στην «∆εκάτη Ογδόη Μπρυµαίρ» παραθέσαµε παραπάνω ολόκληρο το σχετικό κείµενο. 
Είναι όµως εξαιρετικά ενδιαφέρον, να σηµειώσοµε δυο σηµεία από το απόσπασµα αυτό. Πρώτον ότι αναφέρει τα συµπεράσµατά του στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό ήταν φυσικό στα 1871, όταν η Αγγλία ήταν ακόµα το πρότυπο µιας καθαρά καπιταλιστικής χώρας, χωρίς την στρατιωτική µηχανή, και σε µεγάλο βαθµό, χωρίς την γραφειοκρατία. 
Ο Μαρξ απέκλειε την 'Αγγλία, σύµφωνα µε τη γνώµη του ότι η πραγµατική λαϊκή επανάσταση είναι αδύνατη, χωρίς τον προαπαιτούµενο όρο της καταστροφής του έτοιµου Κρατικού µηχανισµού».

Σήµερα, στα 1917, στην εποχή του πρώτου µεγάλου ιµπεριαλιστικού πολέµου, η διάκριση αυτή του Μαρξ δεν εφαρµόζεται, και η Αγγλία και η Αµερική, οι µεγαλύτεροι και οι τελευταίοι αντιπρόσωποι της Αγγλοσαξονικής «ελευθερίας» που εννοείται µε την έλλειψη του µιλιταρισµού και της γραφειοκρατίας, κύλησαν σήµερα τελείως µέσα στον ακάθαρτο, µατωµένο βόρβορο των στρατιωτικο-γραφειοκρατικών θεσµών όλης της Ευρώπης, που υποτάσσουν και συντρίβουν τα πάντα. Σήµερα, και στην Αγγλία και στην Αµερική, ο «προαπαιτούµενος όρος για την πραγµατική λαϊκή επανάσταση, είναι η συντριβή, το κοµµάτιασµα του έτοιµου Κρατικού µηχανισµού» (ο οποίος τελειοποιήθηκε και σ αυτές τις χώρες από το 1914 έως το 1917, σύµφωνα µε τον «Ευρωπαϊκό» γενικό ιµπεριαλιστικό κανόνα).

∆εύτερον, η βαθύτατη αυτή παρατήρηση του Μαρξ αξίζει ιδιαίτερη προσοχή εκεί που τονίζει, ότι η καταστροφή του στρατιωτικού και γραφειοκρατικού Κρατικού µηχανισµού είναι «ο προαπαιτούµενος όρος µιας πραγµατικής λαϊκής επανάστασης».
Η ιδέα αυτή της «λαϊκής» επανάστασης φαίνεται παράξενη στα χείλη του Μαρξ. Και οι Ρώσοι φίλοι του Πλεχάνωφ και µενσεβίκοι, οι οπαδοί αυτοί του Στρούβε, που θέλουν να λέγονται µαρξιστές, µπορούν να θεωρούν την έκφραση αυτή ως παραδροµή της γλώσσας. Έχουν εφαρµόσει στον Μαρξισµό µια τόσο χυδαία. «φιλελεύθερη» διαστροφή, ώστε δεν υπάρχει γι αυτούς τίποτε άλλο εκτός από την διάκριση της προλεταριακής και της καπιταλιστικής επανάστασης: και τις περισσότερες φορές η διάκριση αυτή γίνεται γι' αυτούς µια άψυχη θεωρία.

Αν πάρουµε το παράδειγµα των επαναστάσεων του 20ου αιώνα θα αναγκαστούµε να παραδεχθούµε ότι η Πορτογαλική και η Τουρκική επανάσταση ήταν µικροαστικές. Και ούτε µπορεί να υπάρξει µια «λαϊκή» επανάσταση όταν η µάζα του λαού, η µεγάλη πλειοψηφία δεν εµφανίζεται πραγµατικά, ανεξάρτητα, µε τις δικές της πολιτικές και, οικονοµικές απαιτήσεις, πράγµα που δεν έγινε στις δυο αυτές επαναστάσεις. Απεναντίας η Ρωσική αστική επανάσταση του 1905-l907 χωρίς να έχει τόσο «λαµπρές» επιτυχίες σαν την πορτογαλική και την τουρκική επανάσταση, υπήρξε αναντιρρήτως µια πραγµατικά λαϊκή επανάσταση. Η λαϊκή µάζα, η πλειοψηφία του λαού, τα κατώτερα κοινωνικά στρωµατά που συντρίβονταν υπό τον ζυγό της εκµετάλλευσης, εξεγέρθηκαν αυτόµατα και σε όλη την διάρκεια της επανάστασης έδωσαν την σφραγίδα των «δικών τους» απαιτήσεων, των «δικών τους» προσπαθειών για την δηµιουργία της νέας κοινωνίας που θα αντικαθιστά την παλαιά που καταστρεφόταν.

Σε καµιά χώρα της Ευρωπαϊκής ηπείρου στα 1871, το προλεταριάτο δεν αποτελούσε την πλειοψηφία του λαού.
«Λαϊκή» επανάσταση, ικανή να τραβήξει στο κίνηµα της την πλειοψηφία, θα µπορούσε να είναι µόνο η επανάσταση που θα περιελάµβανε το προλεταριάτο και την αγροτική τάξη. Και οι δυο αυτές τάξεις αποτελούσαν τότε τον «λαό». Και οι δυο τάξεις είναι ενωµένες αφού ο «στρατιωτικός και γραφειοκρατικός µηχανισµός του Κράτους» τις καταπιέζει, τις συντριβή και τις εκµεταλλεύεται. Το κοµµάτιασµα αυτού του µηχανισµού, η συντριβή του -αυτό είναι το πραγµατικό συµφέρον του «λαού», της πλειοψηφίας του -δηλαδή το συµφέρον των εργατών και των περισσοτέρων αγροτών -αυτός είναι ο «προαπαιτούµενος όρος» για την ένωση των φτωχών χωρικών µε το προλεταριάτο. Χωρίς αυτήν την ένωση η δηµοκρατία δεν µπορεί να κρατηθεί και η σοσιαλιστική αναδηµιουργία είναι αδύνατη.. Αυτήν την ένωση προσπάθησε να πραγµατοποιήσει και η Παρισινή Κοµµούνα. ∆εν πέτυχε όµως τον σκοπό της, εξ αιτίας των εσωτερικών και εξωτερικών περιστάσεων. 

 Κατά συνέπεια, µιλώντας ο Μαρξ για µια «πραγµατική λαϊκή επανάσταση δεν ξεχνούσε τα χαρακτηριστικά -γνωρίσµατα της µικροαστικής τάξεως (µίλησε γιαυτή πολύ και συχνά) και είχε πολύ καλά υπ' όψη του τις σχέσεις των τάξεων που υπήρχαν στα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871. Είπε επίσης ο Μαρξ ότι η «συντριβή» του Κρατικού µηχανισµού, επιβάλλεται από τα συµφέροντα των εργατών και των χωρικών, που πρέπει να είναι ενωµένοι στον κοινό αγώνα για την καταστροφή του «παρασίτου» αυτού και την αντικατάσταση του από κάτι καινούργιο. 
Από τι όµως ακριβώς;

2. Τι θα αντικαταστήσει τον µηχανισµό του Κράτους;

Στα 1847, στο Κοµµουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ µπορούσε ν' απαντήσει σ' αυτό το ερώτηµα µε εντελώς απόλυτο τρόπο, διατυπώνοντας περισσότερο το πρόβληµα παρά την λύση του. Η αντικατάσταση αυτού του µηχανισµού από το προλεταριάτο ανυψωµένο σε κυβερνώσα τάξη», «µε την κατάκτηση της ∆ηµοκρατίας» αυτή ήταν η απάντηση τον Κοµµουνιστικού Μανιφέστου.
Αποφεύγοντας την ουτοπία, ο Μαρξ περίµενε από την πείρα ενός κινήµατος των µαζών να δώσει την απάντηση του προβλήµατος και να καθορίσει τις µορφές που θα πάρει αυτή η οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, και τον τρόπο µε τον οποίο θα µπορούσε αυτή ή οργάνωση να πραγµατοποιήσει τελειότερα και στερεότερα την «κατάκτηση της ∆ηµοκρατίας». Ο Μαρξ εξήγησε την πείρα της Κοµµούνας, όσο µικρή και αν ήταν, µε λεπτότατη ανάλυση στο έργο του «Ο εµφύλιος πόλεµος στη Γαλλία». Θα παρουσιάσουµε στον αναγνώστη τα σπουδαιότερα µέρη αυτού τον έργου.

Στον 19ον αιώνα άρχισε η γοργή ανάπτυξη της συγκεντρωµένης κρατικής εξουσίας, που προέρχεται από τον µεσαίωνα «µε τα εξυπηρετικά της όργανα : µόνιµο στρατό, αστυνοµία, γραφειοκρατία, κλήρο και δικαστές.» Όσο προχωρεί η εξέλιξη του ανταγωνισµού µεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ντο κράτος παίρνει ολοένα περισσότερο τον χαρακτήρα ενός δηµοσίου οργανισµού για. την καταπίεση της εργασίας, δηλαδή µηχανής για την κυριαρχία µιας τάξεως. Ύστερα από κάθε επανάσταση που σηµειώνει κάποια πρόοδο στον αγώνα των τάξεων, ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας φαίνεται ολοένα καθαρότερα». Το κράτος ύστερα από την επανάσταση του 1848-49, γίνεται «το εθνικό όπλο του κεφαλαίου στον πόλεµο τον εναντίον της εργασίας». Η ∆ευτέρα Αυτοκρατορία το ενισχύει περισσότερο.
«Η Κοµµούνα ήταν η τελεία αντίθεση της Αυτοκρατορίας. Ήταν µια ορισµένη µορφή δηµοκρατίας που θα καταργούσε όχι µόνο την µορφή του µοναρχικού καθεστώτος αλλά και κάθε καθεστώς τάξεων».
Ποια ήταν αυτή η «ορισµένη» µορφή της προλεταριακής Σοσιαλιστικής ∆ηµοκρατίας; Ποιο ήταν το Κράτος που είχε αρχίσει να δηµιουργείται ;
«Το πρώτο διάταγµα της Κοµµούνας ήταν η κατάργηση του µόνιµου στρατού και η αντικατάσταση του από το ένοπλο έθνος».
Η απαίτηση αυτή βρίσκεται σήµερα στο πρόγραµµα κάθε κόµµατος που ονοµάζεται σοσιαλιστικό. Η αξία όµως αυτών των προγραµµάτων φαίνεται καλύτερα µε την διαγωγή των σοσιαλ-επαναστατών µας και των Μενσεβίκων, που αρνήθηκαν να εφαρµόσουν τις θεωρίες των και ύστερα από την επανάσταση της 12 Μαρτίου 1917.
«Το Συµβούλιο της Κοµµούνας αποτελείτο από δηµοτικούς αντιπροσώπους εκλεγόµενους µε καθολική ψηφοφορία στα διάφορα διαµερίσµατα του Παρισιού. Ήταν υπεύθυνοι και µπορούσαν να ανακληθούν σε κάθε στιγµή. Η πλειοψηφία αποτελείτο φυσικά από εργάτες η αναγνωρισµένους αντιπροσώπους της εργατικής τάξης...» 
«..Η αστυνοµία που έως τότε ήταν µάλλον ένα όργανο της Κυβέρνησης αποστερήθηκε αµέσως από όλες της τις πολιτικές λειτουργίες και έγινε ένα υπεύθυνο και ανακαλούµενο όργανο της Κοµµούνας..»
 «..Το ίδιο εφαρµόσθηκε και για τους αξιωµατούχους όλων των άλλων διοικητικών κλάδων. Από τα µέλη του Συµβουλίου της Κοµµούνας, έως τον τελευταίο εργάτη, όλοι στις δηµόσιες υπηρεσίες πληρώνονταν µε τον ίδιο µισθό ως απλοί εργάτες. Όλα τα προνόµια και οι ιδιαίτερες επιχορηγήσείς που προσφέρονταν στις υψηλές θέσεις του Κράτους εξηφανίσθησαν µαζί µε τις θέσεις αυτές ....Αφού κανόνισε έτσι τον µόνιµο στρατό και την αστυνοµία, τα υλικά αυτά όπλα της παλιάς Κυβέρνησης, η Κοµµούνα έστρεψε την προσοχή της χωρίς αναβολή στην καταπολέµηση των όπλων της πνευµατικής καταπίεσης, της εξουσίας του κλήρου... Οι δικαστικοί λειτουργοί έχασαν την ψευτοανεξαρτησία τους? Στο µέλλον έπρεπε να εκλέγονται φανερά, να είναι υπεύθυνοι και να µπορούν να ανακληθούν?»
Και έτσι η Κοµµούνα φαίνεται ότι αντικατέστησε τον κοµµατιασµένο κρατικό µηχανισµό, «µόνον» µε µια τελειότερη κυριαρχία του λαού : δηλαδή µε την κατάργηση του µονίµου στρατού και την µεταβολή όλων των αρχόντων σε εκλεγόµενους και, ανακαλούµενους υπάλληλους του κράτους. Αλλά στην πραγµατικότητα αυτό το «µόνον» αντιπροσωπεύει µια γιγάντια αντικατάσταση ενός τύπου θεσµών από άλλους µε θεµελιώδη διαφορά. Έχουµε εδώ ακριβώς µια περίπτωση «µετατροπής ποσού εις ποιόν».

Η ∆ηµοκρατία, που έφτασε στην µεγαλύτερη τελειότητα, µεταµορφώνεται από καπιταλιστική σε προλεταριακή; Από Κράτος (δηλαδή µια ειδική δύναµη για την καταπίεση µιας τάξεως) σε «κάτι» που πραγµατικά δεν είναι πια Κράτος,
 Αυτό το «κάτι» είναι ακόµη αναγκαίο για να εξαφανίσει την καπιταλιστική τάξη και να συντρίψει την αντίσταση της. Και ήταν εξαιρετικά αναγκαίο για την Κοµµούνα.
Ένας δε από τους λόγους της αποτυχίας της είναι ότι δεν το έκανε αυτό µε αρκετή αποφασιστικότητα. Η διαφορά όµως είναι ότι τώρα το όργανο αυτό για την εξαφάνιση είναι η πλειοψηφία του πληθυσµού και όχι η µειοψηφία, όπως συνέβαινε στην εποχή της δουλείας, της δουλοπαροικίας και της µισθοδουλείας. Και όταν η πλειοψηφία του έθνους µόνη της εξαφανίζει τους τυράννους της, δεν χρειάζεται πια µια ειδική καταπιεστική δύναµη. Έτσι το Κράτος αρχίζει να χάνεται. Αντί των ειδικών θεσµών µιας προνοµιούχου µειοψηφίας (προνοµιούχων αρχόντων και αξιωµατικών του µονίµου στρατού), η πλειοψηφία µπορεί µόνη της αµέσως να εκπληρώσει όλες αυτές τις λειτουργίες και όσο περισσότερο οι κρατικές λειτουργίες ανατίθενται στην µάζα του λαού, τόσο λιγότερο είναι αναγκαία η ύπαρξη του Κράτους.
Στο σηµείο αυτό τα ειδικά µέτρα, που εφήρµοσε η Κοµµούνα και τονίζει ο Μαρξ, είναι ιδιαιτέρως αξιοσηµείωτα : κατάργηση όλων των επιχορηγήσεων και όλων των ειδικών µισθών για τους ανωτέρους υπαλλήλους, εξίσωση της πληρωµής όλων των δηµοσίων υπαλλήλων στο επίπεδο του εργατικού ηµεροµισθίου. Εδώ φαίνεται πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά το πέρασµα από την αστική δηµοκρατία στην προλεταριακή, από την δηµοκρατία των καταπιεστών στην δηµοκρατία των καταπιεζοµένων, από την κυριαρχία µιας «ειδικής δύναµης για την καταπίεση ορισµένης τάξης, στην κατάργηση των καταπιεστών από ολόκληρη την δύναµη της πλειοψηφίας τον έθνους, το προλεταριάτο και τους αγρότες. Και σαυτό ακριβώς το σαφέστατο σηµείο, το σπουδαιότατο ίσως για το πρόβληµα του Κράτους, η διδασκαλία του Μαρξ λησµονήθηκε. Παραµελείται τελείως σε όλες τις αναρίθµητες λαϊκές ερµηνείες δεν θεωρείται σωστό να µιλάει κανείς για το ζήτηµα αυτό που χαρακτηρίζεται σαν µια παλιά «απλοϊκότητα». Έτσι ακριβώς και οι χριστιανοί όταν πέτυχαν να επιβάλουν την θρησκεία τους ως κρατική, «λησµόνησαν» την «απλοϊκότητα» του παλαιού χριστιανισµού µε το επαναστατικό δηµοκρατικό του πνεύµα.
 Η ελάττωση της πληρωµής των ανωτάτων υπαλλήλων του Κράτους φαίνεται ότι είναι µόνο ένα απλοϊκό, πρωτόγονο δηµοκρατικό αίτηµα. Ένας από τους «ιδρυτές» του νεωτέρου οπορτουνισµού, ο πρώην σοσιαλδηµοκράτης Ε. Μπερνστάιν, εξάσκησε πολλές φορές το ταλέντο του επαναλαµβάνοντας τις κοινές καπιταλιστικές αστειότητες για την «πρωτόγονη» ∆ηµοκρατία. Όπως όλοι οι οπορτουνιστές, όπως και οι σηµερινοί οπαδοί του Κάουτσκυ, δεν µπόρεσε να καταλάβει ότι, πρωτίστως, η µετάβαση από τον Καπιταλισµό στον Σοσιαλισµό, είναι αδύνατη χωρίς την «επιστροφή», έως ένα ορισµένο σηµείο, στην «πρωτόγονη» ∆ηµοκρατία. Πώς αλλιώς µπορούµε να περάσουµε στην ανάληψη όλων των Κυβερνητικών λειτουργιών από την πλειοψηφία του πληθυσµού και από κάθε άτοµο του πληθυσµού ; Και έπειτα, λησµονεί ότι η «πρωτόγονη ∆ηµοκρατία» ύστερα από τον Καπιταλισµό και από τον καπιταλιστικό πολιτισµό, δεν είναι σαν την πρωτόγονη ∆ηµοκρατία των προϊστορικών ή των προκαπιταλιστικών χρόνων. Ο καπιταλιστικός πολιτισµός δηµιούργησε την µεγάλη βιοµηχανία µε τη µορφή εργοστασίων, σιδηροδρόµων, ταχυδροµείων, τηλεφώνων κτλ. και πάνω σαυτή τη βάση οι περισσότερες λειτουργίες του «παλιού Κράτους» απλοποιούνται καταπληκτικά, και γίνονται πραγµατικά απλές λειτουργίες διαχείρισης και έλέγχου. Έτσι δεν απαιτούν την παρουσία «διανοουµένων» και είναι δυνατό να υποβληθούν σε ένα κοινό «εργατικό ηµεροµίσθιο». Το γεγονός αυτό τις απογυµνώνει από την παλιά τους αίγλη ως «κυβερνητικών», και εποµένως, προνοµιούχων υπηρεσιών.
Ο έλεγχος όλων των αρχόντων, χωρίς εξαίρεση, µε την γενική εφαρµογή της αρχής της εκλογής και της ανάκλησης σε κάθε στιγµή, καθώς και η ελάττωση των µισθών τους στο κοινό εργατικό ηµεροµίσθιο, όλα αυτά είναι απλά και «επιβεβληµένα» δηµοκρατικά µέτρα, που εναρµονίζουν τελείως τα συµφέροντα των εργατών και της πλειοψηφίας των χωρικών, και συγχρόνως χρησιµεύουν ως γέφυρα που φέρνει από τον Καπιταλισµό στον Σοσιαλισµό. Τα µέτρα αυτά αναφέρονται στο Κράτος, δηλαδή στην καθαρά πολιτική αναδηµιουργία της κοινωνίας αποκτούν όµως την τέλια τους σηµασία και σπουδαιότητά, τότε µόνον όταν συνοδεύονται από την «αποµάκρυνση της αστικής τάξης» ή τουλάχιστον από τα προαπαιτούµενα βήµατα προς αυτή την αποµάκρυνση, δηλαδή µε το πέρασµα από την καπιταλιστική ατοµική ιδιοκτησία των µέσων της παραγωγής, στην κοινή ιδιοκτησία.

«Η Κοµµούνα (έγραφε ο Μαρξ) πραγµατοποίησε το σύνθηµα αυτό όλων των αστικών επαναστάσεων, να αποκτήσει δηλαδή µια Κυβέρνηση µε µικρά έξοδα καταργώντας δυο από τα σπουδαιότερα ελαττώµατα της, τον στρατό και τη γραφειοκρατία».
Από την τάξη των χωρικών, και από τα άλλα στρώµατα τής µικροαστικής τάξης, µόνο µια ασήµαντη µερίδα «επιπλέει» και «µπαίνει στην κοινωνία», κάνει µια καριέρα όπως λένε οι αστοί, δηλαδή πηδάει στην αστική τάξη και κατακτά µερικές ασφαλείς και προνοµιούχους θέσεις. Η µεγάλη πλειοψηφία των αγροτών σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες που υπάρχει αγροτική τάξις (και τέτοιες είναι οι περισσότερες καπιταλιστικές χώρες) καταπιέζεται απ' την Κυβέρνηση και επιθυµεί την ανατροπή της, µε την ελπίδα µιας «φθηνής» κυβερνήσεως. Η ελπίδα αυτή µπορεί να πραγµατοποιηθεί µόνο από το προλεταριάτο και µε την πραγµατοποίηση της, το προλεταριάτο κάνει ένα βήµα προς τα εµπρός, προς την σοσιαλιστική αναδηµιουργία του Κράτους.

3. Η κατάργηση του Κοινοβουλευτισµού

«Η Κοµµούνα (έγραφε ο Μαρξ) δεν ήταν κοινοβουλευτικός, αλλά εργατικός οργανισµός, νοµοθετικός και εκτελεστικός συγχρόνως. Ενώ πρώτα απεφασίζετο κάθε τρία ή κάθε έξι χρόνια ποιο από τα µέλη της κυρίαρχης τάξης θα «αντιπροσώπευε» και θα «καταπίεζε τον λαό µέσα στο Κοινοβούλιο, η καθολική ψηφοφορία χρησιµεύει τώρα στον λαό, που ήταν οργανωµένος σε κοµµούνες, ως µέσο για την εξεύρεση των απαιτούµενων εργατών, ελεγκτών και λειτουργών για τις ανάγκες του, όπως ακριβώς ένα άτοµο εκλέγει τους ατοµικούς υπαλλήλους για τις δικές του ανάγκες».
Η αξιοσηµείωτη αυτή κριτική του κοινοβουλευτισµού στα 1871 είναι από τα λόγια εκείνα του Μαρξ που «λησµονήθηκαν» χάρις στην κυριαρχία του σοσιαλιστικού σωβινισµού και οπορτουνισµού. Υπουργοί και εξ επαγγέλµατος πολιτικοί, «ηµιµαθείς» σοσιαλιστές και προδότες του προλεταριάτου, εγκατέλειψαν σήµερα κάθε κριτική του κοινοβουλευτισµού στους αναρχικούς και µε το έξυπνο αυτό τέχνασµα διακηρύσσουν ότι κάθε κριτική του κοινοβουλευτισµού είναι «αναρχισµός». Και, έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο ότι το προλεταριάτο των πιο προχωρηµένων κοινοβουλευτικών χωρών, απογοητευµένο από τέτοιους «σοσιαλιστές» όπως είναι οι κ. κ. Σάϊντµαν ∆αβίδ, Λέγκιν, Σαµπά, Ρενωντέλ, Χέντερσον, Βαντερβέλντε, Στάουνιγκ, Μπράντιγκ, Μπισσολάτι και Σία, στρέφει τη συµπάθειά του ολοένα περισσότερο προς τον Αναρχοσυνδικαλισµό, αν και αυτός είναι δίδυµος αδελφός του οπορτουνισµού.
Αλλά στην επαναστατική σκέψη του Μαρξ δεν υπήρχε ποτέ η κενή και ποµπώδης φρασεολογία, τα λογοπαίγνια, όπως την µετέτρεψαν οι Πλεχάνωφ, Κάουτσκυ και λοιποί. Ο Μαρξ ήξερε πολύ καλά να µαστιγώνει αλύπητα τον Αναρχισµό για την ανικανότητά του να εκµεταλλευθεί τουλάχιστον τον «στάβλο» του καπιταλιστικού κοινοβουλευτισµού όταν η κατάσταση δεν ήταν επαναστατική, αλλά συγχρόνως ήξερε πως να υποβάλλει τον κοινοβουλευτισµό σε µια πραγµατικά επαναστατική προλεταριακή κριτική. 
Να αποφασίζεται µια φορά κάθε τόσα χρόνια ποιο από τα µέλη της κυρίαρχης τάξης θα καταπιέσει τον λαό δια µέσου του κοινοβουλίου -αυτή είναι η πραγµατική ουσία τον µικροαστικού κοινοβουλευτισµού, όχι µόνο µέσα στις κοινοβουλευτικές και συνταγµατικές Μοναρχίες αλλά και στα πιο δηµοκρατικά πολιτεύµατα. 
Αφού όµως στο ζήτηµα τού κράτους ο κοινοβουλευτισµός πρέπει να θεωρείται σαν ένας από τους θεσµούς του, τι δρόµο έξω από τον κοινοβουλευτισµό έχει να ακολουθήσει το προλεταριάτο αντιµετωπίζοντας τις υποχρεώσεις που θα του παρουσιασθούν ; 
Πώς µπορεί να διοικηθεί µια χώρα χωρίς τον κοινοβουλευτισµό; 

Επαναλαµβάνουµε άλλη µια φορά : 
Η διδασκαλία του, Μαρξ, στηριζοµένη στη µελέτη της Κοµµούνας, ξεχάστηκε σε τέτοιο βαθµό ώστε κάθε κριτική τον κοινοβουλευτισµού όταν δεν είναι αναρχική ή αντιδραστική είναι τελείως ακατάληπτη στους σηµερινούς «σοσιαλ-δηµοκράτες» (λέγε : προδότες τού σοσιαλισµού). 
 Ο δρόµος έξω από τον κοινοβουλευτισµό θα βρεθεί όχι µε την κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσµών και της αρχής της εκλογής, αλλά µε την µετατροπή των αντιπροσωπευτικών αυτών θεσµών από «αερολογικούς» οργανισµούς σε οργανισµούς θετικής εργασίας : «Η Κοµµούνα δεν ήταν ένας κοινοβουλευτικός θεσµός, αλλά ένας θετικός οργανισµός, νοµοθετικός και εκτελεστικός συγχρόνως».
«Όχι κοινοβουλευτικός, αλλά θετικός» οργανισµός -αυτό αναφέρεται κατ' ευθείαν στους σηµερινούς κοινοβουλευτικούς και σοσιαλδηµοκράτες που εκτελούν χρέη «υπηρετικών σκύλων» του κοινοβουλευτισµού. Πάρτε µια κοινοβουλευτική χώρα, από την Αµερική έως την Ελβετία, από την Γαλλία έως την 'Αγγλία, Νορβηγία κ.τ.λ. η αληθινή κρατική λειτουργία γίνεται µέσα στα παρασκήνια και εξωτερικεύεται µε τις διάφορες υπηρεσίες, συµβούλια και επιτελεία. Το κοινοβούλιο έχει αποκλειστικό του σκοπό να παράγει λόγια για την εξαπάτηση του «κοσµάκη». Αυτό είναι τόσο αληθινό ώστε ακόµη και στην πρώτη Ρωσική ∆ηµοκρατία µε το µικροαστικό δηµοκρατικό καθεστώς, ο κοινοβουλευτισµός φανέρωσε καθαρά τον αληθινό του σκοπό πριν ακόµη δηµιουργηθεί ένα πραγµατικό κοινοβούλιο. Οι ήρώες της διαφθοράς, όπως είναι ο Σκοµπέλιεφ και ο Τσερετέλλι, ο Τσέρνωφ και ο Αφξέντιεφ κατόρθωσαν να µολύνουν και τα Σοβιέτ ακόµη µε το παράδειγµα τον πιο σιχαµερού µικροαστικού κοινοβουλευτισµού, µετατρέποντας τα σε αερολογικούς οργανισµούς. Μέσα στα Σοβιέτ οι αξιότιµοι ∆εξιοί Σοσιαλιστές υπουργοί κοροϊδεύουν τους ευκολόπιστους µε φράσεις και εκφράσεις. Μέσα στην ίδια την Κυβέρνηση ένα είδος καντρίλιας παίζεται συνεχώς, και από το ένα µέρος οι σοσιαλεπαναστάτες και οι µενσεβίκοι αρπάζουν τις πιο «καλές» και «ωραίες» θέσεις, ενώ από το άλλο µέρος προσπαθούν να απασχολήσουν την προσοχή του λαού. Στο µεταξύ η πραγµατική λειτουργία του κράτους γίνεται από τις υποδιοικήσεις και τα διάφορα επιτελεία.

Η «Ντιέλο Ναρόντα», το όργανο τον κυβερνώντος κόµµατος των σοσιαλεπαναστατών οµολογούσε τελευταία σένα κύριο άρθρο της µε την αµίµητη αφέλεια των ανθρώπων της «καλής κοινωνίας», ότι ακόµη και σε εκείνα τα υπουργεία που ανήκουν στους «σοσιαλιστές» (συγγνώµη για τη λέξη) ολόκληρος ο επίσηµος οργανισµός µένει κατ' ουσία ο ίδιος µε τον παλιό, λειτουργώντας όπως πριν και πολεµώντας κάθε επαναστατική πρωτοβουλία χωρίς εξαιρέσεις και προσχήµατα. Και πραγµατικά, αν ακόµη δεν είχαµε αυτή την οµολογίά, η σηµερινή ιστορία της συµµετοχής των σοσιαλεπαναστατών και των µενσεβίκων στην κυβέρνηση δεν το αποδεικνύει αυτό;
Είναι µόνο χαρακτηριστικό ότι στην υπουργική συνεργασία τους µε τους Καντέ, οι κ. κ. Τσέρνωφ, Ρουσσάνωφ, Ζενζίνωφ και άλλοι από το επιτελείο της «Ντιέλο Ναρόντα» έχασαν τελείως κάθε ντροπή ώστε διακηρύσσουν µε αναίδεια σαν να ήταν µια αστειότητα, ότι στα υπουργεία τους όλα µένουν όπως ήταν πριν. Επαναστατικές και δηµοκρατικές φράσεις για να εξαπατούν τους απλοϊκούς γραφειοκρατία και διαφθορά στις κυβερνητικές υπηρεσίες για το «όφελος» των καπιταλιστών-αυτή είναι η ουσία του σηµερινού «φιλόνοµου» συνασπισµού. 
Στη θέση του αργυρωνήτου και διεφθαρµένου κοινοβουλευτισµού της καπιταλιστικής κοινωνίας, η Κοµµούνα φέρνει θεσµούς στους οποίους η ελευθέρια της γνώµης και της συζητήσεως δεν είναι πια µια απάτη, γιατί οι αντιπρόσωποι πρέπει να δουλεύουν πραγµατικά, πρέπει µόνοι τους να εκτελούν τους δικούς τους νόµους, πρέπει µόνοι τους να ελέγχουν τα αποτελέσµατά τους στην πράξη, πρέπει να είναι απ' ευθείας υπεύθυνοι µπροστά στους εκλογείς τους. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσµοί µένουν, αλλά ο κοινοβουλευτισµός ως ξεχωριστό σύστηµα, σαν µια διαίρεση της εργασίας σε νοµοθετικές και εκτελεστικές λειτουργίες, ως θεσµός που δηµιουργεί µια προνοµιούχο θέση για τους βουλευτές του δεν υπάρχει πια. 
Χωρίς τους αντιπροσωπευτικούς θεσµούς δεν µπορούµε να φαντασθούµε µια δηµοκρατία, ακόµη ούτε µια προλεταριακή δηµοκρατία. Αλλά µπορούµε και πρέπει να σκεφθούµε για µια δηµοκρατία χωρίς κοινοβουλευτισµό, αν η κριτική µας κατά της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν είναι απλώς κούφια λόγια, αν η ανατροπή της καπιταλιστικής κυριαρχίας είναι σοβαρός και ειλικρινής σκοπός µας, και όχι απλό «εκλογικό σύνθηµα» για το ψάρεµα των εργατικών ψήφωνόπως συµβαίνει µε τους µενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες, µε τους Σάιντµαν, τους Λέγκιν, τους Σαµπά και τους Βαντερβέλντε. 

Είναι σκόπιµο να σηµειώσουµε ότι, µιλώντας ο Μαρξ για τις λειτουργίες για τις οποίες οι υπάλληλοι χρειάζονται και στην Κοµµούνα και στην Προλεταριακή ∆ηµοκρατία, τους παραβάλλει µε τους εργάτες «οποιουδήποτε εργοδότη», δηλαδή µε την συνηθισµένη καπιταλιστική σχέση του προς τους επιστάτες και τους υπαλλήλους τους. ∆εν υπάρχει εδώ κανένα ίχνος ουτοπίας στη σκέψη του Μαρξ, ο οποίος ούτε εφευρίσκει, ούτε φαντάζεται την «νέα» κοινωνία. Απεναντίας ο Μαρξ µελετά σε µια επιστηµονική εξέλιξη, την γέννηση της νέας κοινωνίας από την παλιά, τον τρόπο της µετάβασης από το παρελθόν στο µέλλον. Παίρνει την θετική, πείρα ενός προλεταριακού κινήµατος των µαζών και προσπαθεί να βγάλει απ' αυτήν πρακτικά διδάγµατα. «∆ιαβάζει» µέσα στην Κοµµούνα, όπως όλοι οι µεγάλοι επαναστάτες φιλόσοφοι δεν φοβήθηκαν να διαβάσουν µέσα στην πείρα των µεγάλων κινηµάτων των καταπιεζοµένων τάξεων ποτέ δεν διακήρυξε σχολαστικούς «αφορισµούς» (όπως ο Πλεχάνωφ, «δεν έπρεπε να καταφύγετε στα όπλα», ή ο Τσερετέλι, «µια τάξη πρέπει να ξέρει έως που µπορεί να φθάσει»).  

Για την άµεσο και τελεία καταστροφή των κρατικών τύπων δεν µπορεί να γεννηθεί ζήτηµα. Αυτό είναι ουτοπία. Αλλά η συντριβή του παλιού γραφειοκρατικού µηχανισµού και η άµεση έναρξη της αναδηµιουργίας του νέου, που θα µάς κάµει σιγά-σιγά ικανούς να καταργήσουµε τελείως την γραφειοκρατία - αυτό δεν είναι ουτοπία, είναι η πείρα της Κοµµούνας είναι το άµεσο και αναγκαίο καθήκον του επαναστατικού προλεταριάτου. Ο καπιταλισµός απλοποιεί τις «κυβερνητικές» λειτουργίες. Μάς επιτρέπει την κατάργηση των τυραννικών µεθόδων και την οργάνωση του προλεταριάτου (σε κυβερνώσα τάξη) που διορίζει «εργάτες και υπαλλήλους» εν ονόµατι του συνόλου της κοινωνίας. ∆εν είµαστε ουτοπιστές, δεν ξεγελιόµαστε µε «όνειρα» ότι θα απαλλαγούµε αµέσως από κάθε τυραννία και κάθε υποταγή : αυτά είναι όνειρα των αναρχικών που στηρίζονται στην άγνοια του έργον της δικτατορίας του προλεταριάτου. Είναι ξένα από την µαρξική θεωρία, και στην πραγµατικότητα δεν χρησιµεύουν παρά για να επιβραδύνουν την σοσιαλιστική επανάσταση «έως ότου ν' αλλάξει η φύση του άνθρώπου»: Όχι, εµείς θέλουµε την σοσιαλιστική επανάσταση µε την ανθρώπινη φύση όπως είναι τώρα : και η ανθρώπινη φύση δεν µπορεί να κάµει χωρίς πειθαρχία, χωρίς έλεγχο, χωρίς διαχειριστές και λειτουργούς.
Υποταγή όµως πρέπει να υπάρχει στην οπλισµένη, πρωτοπορία όλων των πιεζόµενων και εργαζόµενων τάξεων -στο προλεταριάτο. Οι ειδικές «αυταρχικές» µέθοδοι των αρχόντων του Κράτους µπορούν και πρέπει αµέσως ν αντικατασταθούν µε τις απλές λειτουργίες των εκτελεστικών υπαλλήλων -λειτουργίες που µπορούν τώρα να εκτελεσθούν πολύ καλά από κάθε πολίτη κοινής ικανότητος και µπορούν θαυµάσια να υποβληθούν σε ένα εργατικό ηµεροµίσθιο. 
Πρέπει να οργανώσουµε την παραγωγή σε µεγάλη κλίµακα, αρχίζοντας απ' αυτό που έκαµε ο Καπιταλισµός. Μόνοι µας, εµείς οι εργάτες, στηριζόµενοι στην εργατική µας πείρα, πρέπει να δηµιουργήσουµε µιαν ακλόνητη και σιδερένια πειθαρχία που θα υποστηρίζεται από την δύναµη των οπλισµένων εργατών -πρέπει να περιορίσουµε τον ρόλο των αρχόντων του Κράτους σε ρόλο απλών εκτελεστών των δικών µας οδηγιών πρέπει να γίνουν υπεύθυνοι, ανακαλούµενοι και µε µέτρια πληρωµή «εκτελεστικοί υπάλληλοι» (φυσικά µε κάθε είδους, τύπου και βαθµού τεχνικές γνώσεις). Αυτό είναι το δικό µας προλεταριακό καθήκον. Αυτό µπορεί και πρέπει να µάς οδηγεί όταν θα πραγµατοποιήσουµε την προλεταριακή επανάσταση. Η αρχή αυτή, επάνω στη βάση της µεγάλης βιοµηχανίας, θα φέρει µόνη της την βαθµιαία εξαφάνιση της γραφειοκρατίας, την βαθµιαία δηµιουργία ενός νέου συστήµατος, που δεν θα έχει καµιά οµοιότητα µε την µισθοδουλεία, ενός συστήµατος στο οποίο η απλοποίηση των λειτουργιών της διαχειρίσεως και του έλέγχου θα τις καταντήσει στο τέλος µια συνήθεια, και τέλος θα τις εξαφανίσει ως ειδικές λειτουργίες µιας ειδικής τάξεως.
Ένας έξυπνος Γερµανός σοσιαλδηµοκράτης που έζησε στα εβδοµήντα του περασµένου αιώνος, έλεγε ότι η υπηρεσία των ταχυδροµείων είναι το πρότυπο του Σοσιαλιστικού συστήµατος. Αυτό είναι πολύ αληθινό. Σήµερα η ταχυδροµική υπηρεσία είναι οργανωµένη επί τη βάσει ενός Κρατικού καπιταλιστικού µονοπωλίου. Ο ιµπεριαλισµός µεταµορφώνει σιγά-σιγά όλες τις επιχειρήσεις σε οργανώσεις αυτού του τύπου. Επάνω στους «κοινούς» εργάτες που δουλεύουν και πεινούν, στηρίζεται και αυτή η αστικά γραφειοκρατία. Αλλά ο µηχανισµός της κοινωνικής διοίκησης είναι εδώ ευκολότατος. δεν έχουµε παρά να ανατρέψουµε τους καπιταλιστές, να συντρίψουµε µε το σιδερένιο χέρι των οπλισµένων εργατών την αντίσταση αυτών των εκµεταλλευτών, να κοµµατιάσουµε την γραφειοκρατική µηχανή του νεώτερου κράτους και έχουµε µπροστά µας µια τελειότατη µηχανή, ελεύθερη από παράσιτα, η οποία µπορεί θαυµάσια να τεθεί σε λειτουργία από τους ίδιους ενωµένους εργάτες, που θα διορίζουν µόνοι τους τούς τεχνικούς υπαλλήλους, τους επιθεωρητές τους, και θα τους πληρώνουν όλους σαν υπαλλήλους του κράτους µε ένα κοινό ηµεροµίσθιο. Αυτό είναι ένα συγκεκριµένο έργο που µπορεί να εφαρµοσθεί και να πραγµατοποιηθεί αµέσως σε όλες τις επιχειρήσεις, που θα απήλλασε τους εργάτες από την εκµετάλλευση και θα ήταν µια πρακτική εφαρµογή της πείρας (ειδικά στο ζήτηµα της αναδηµιουργίας του κράτους) που µάς έχει δώσει η Κοµµούνα. Η οργάνωση ολόκληρης της εθνικής µας οικονοµίας σύµφωνα µε το σύστηµα των ταχυδροµείων, αλλά σε τρόπο που οι τεχνικοί υπάλληλοι, οι επόπτες, και εν γένει όλα τα χρησιµοποιούµενα πρόσωπα δεν θα παίρνουν µεγαλύτερο ηµεροµίσθιο από έναν εργάτη και όλο αυτό κάτω από την διεύθυνση του οπλισµένου προλεταριάτου -αυτός είναι ο άµεσος σκοπός µας. Αυτή είναι η µορφή του κράτους και η οικονοµική βάση του που µας χρειάζεται. Αυτό θα φέρει την κατάργηση του κοινοβουλευτισµού, ενώ θα διατηρεί τους αντιπροσωπευτικούς θεσµούς. Αυτό θα ελευθερώσει τις εργαζόµενες τάξεις από την υποδούλωση τους στους θεσµούς της καπιταλιστικής τάξης.

4. Η οργάνωση της Ενότητας του Έθνους.

«Από το µικρό σχέδιο της εθνικής οργάνωσης που η Κοµµούνα δεν πρόφθασε να αναπτύξει, φαίνεται καθαρά ότι η Κοµµούνα θα γινόταν η πολιτική µορφή και του µικρότερου χωριού.... Από τις Κοµµούνες αυτές θα εκλεγόταν η Εθνική Αντιπροσωπεία στο Παρίσι?
Οι λίγες αλλά σηµαντικότατες λειτουργίες που θα έµεναν ακόµη για την Κεντρική Κυβέρνηση, δεν θα καταργούνταν η ιδέα αυτή είναι εκ προµελέτης εσφαλµένη -αλλά θα εκτελούνταν από κοινοτικούς, δηλαδή, αυστηρά υπεύθυνους υπαλλήλους?
Η ενότητα του έθνους, δεν θα καταστρεφόταν, αλλά απεναντίας θα οργανωνόταν µε το σύστηµα της κοµµούνας. Η ενότητα του έθνους θα γινόταν πραγµατικότητα µε την καταστροφή του Κράτους, που διακήρυσσε ότι ήταν η ενσαρκώσει της ενότητας και ήθελε συγχρόνως να είναι ανεξάρτητο και υπέρτερο από το έθνος. Πραγµατικά αυτό το Κράτος δεν ήταν παρά µια παρασιτική απόφυση στο κορµί του έθνους.. 
Ο σκοπός, µε τον ακρωτηριασµό των καθαρά πιεστικών οργάνων της παλιάς εξουσίας της Κυβέρνησης , ήταν να αποσπασθούν οι καθιερωµένες λειτουργίες από την εξουσία αυτή που έχει την αξίωση να είναι κυρίαρχη στην κοινωνία, και να δοθούν στους υπεύθυνους υπαλλήλους της κοινωνίας».

Από το βιβλίο του προδότη Μπερνστάιν «Τα θεµέλια του Σοσιαλισµού και τα Προβλήµατα της Σοσιαλδηµοκρατίας», που είναι τόσο διαβόητο σαν το έργο του Ηρόστρατου, φαίνεται καθαρά έως ποιο βαθµό οι οπορτουνιστές της σύγχρονης Σοσιαλδηµοκρατίας είναι ανίκανοι να καταλάβουν, -ή ίσως είναι πιο σωστό να πούµε, δεν θέλουν να καταλάβουν-τα λόγια αυτά του Μαρξ. Ακριβώς για το παραπάνω µέρος του Μαρξ µιλώντας ο Μπερνστάιν, γράφει ότι το πρόγραµµα αυτό «στην πολιτική του σηµασία, σε όλα του τα ουσιώδη γνωρίσµατα φανερώνει την µεγαλύτερη οµοιότητα µε τον Φεντεραλισµό του Προυντόν ... «Παρ' όλα τα άλλα διαφορετικά σηµεία µεταξύ του Μαρξ και του «µικροϊδιοκτήτη» Προυντόν (ο Μπερνστάϊν βάζει την λέξη «µικροϊδιοκτήτης» εντός εισαγωγικών, για να της δώσει ειρωνικό τόνο) στα σηµεία αυτά οι σκέψεις του είναι όµοιες σε αφάνταστο βαθµό.
Και εξακολουθεί ο Μπερνστάϊν ότι η σηµασία των κοινοτήτων αυξάνει κάθε µέρα, αλλά «µου φαίνεται απίθανο ότι το πρώτο έργο της ∆ηµοκρατίας θα ήταν µια τέτοια κατάλυση (Auflosung) των νεωτέρων µορφών του κράτους, και µια τέτοια τέλεια µεταµόρφωση (Umwandlung) της οργάνωσης τους, όπως την φαντάσθηκαν ο Μαρξ και ο Προυντόν, δηλαδή ο σχηµατισµός µιας εθνοσυνελεύσεως από αντιπροσώπους των επαρχιακών ή τοπικών συνελεύσεων, οι οποίες πάλι θα αποτελούνταν από αντιπροσώπους των κοινοτήτων, ώστε να εξαφανισθεί τελείως ολόκληρο το προηγούµενο σύστηµα της εθνικής αντιπροσωπείας! (Μπερνστάϊν, Τα Θεµέλια).

Είναι πραγµατικά τερατώδες να συγχέονται οι απόψεις του Μαρξ για την «καταστροφή του κράτους ως παρασίτου», µε τον Φεντεραλισµό του Προυντόν. Αυτό όµως δεν είναι παράξενο γιατί ο οπορτουνιστής δεν µπορεί να καταλάβει ποτέ ότι ο Μαρξ δεν µιλάει εδώ καθόλου για τον Φεντεραλισµό εν αντιθέσει προς τον Συγκεντρωτισµό, αλλά για την καταστροφή του παλιού καπιταλιστικού µηχανισµού που υπάρχει σε όλες τις αστικές χώρες.
Ο οπορτουνιστής δεν µπορεί να δει πιο µακριά από τις «δηµαρχίες» που βρίσκει γύρω του µέσα σε µια κοινωνία µικροαστικής υποκρισίας και µια «µεταρρυθµιστικής» στασιµότητας. Την προλεταριακή επανάσταση, ο οπορτουνιστής λησµόνησε και να την φαντάζεται ακόµη. Αυτό είναι κωµικό. Αλλά είναι αξιοσηµείωτο ότι το σηµείο αυτό του Μπερνστάιν δεν αµφισβητήθηκε καθόλου. Για τον Μπερνστάϊν µίλησαν συχνά και ειδικά ο Πλεχάνωφ στη Ρωσική φιλολογία και ο Κάουτσκυ στην Ευρωπαϊκή, αλλά κανείς τους δεν κάνει καµιά παρατήρηση για την διαστροφή αυτή του Μαρξ από τον Μπερνστάϊν.
Ο οπορτουνιστής λησµόνησε σε τέτοιο βαθµό πώς να σκέπτεται επαναστατικά και πώς να αποβλέπει στην επανάσταση, ώστε αποδίδει στον Μαρξ τον «Φεντεραλισµό», συγχέοντας τον µε τον ιδρυτή του αναρχισµού Προυντόν. 
Και αν και αγωνίζονται να φανούν ορθόδοξοι µαρξιστές, και να υπερασπίσουν την διδασκαλία του επαναστατικού µαρξισµού, ο Κάουτσκυ και ο Πλεχάνωφ δεν βγάζουν λέξη γιαυτό το σηµείο. Εδώ βρίσκεται µια αίτία για τις χυδαίες και ανόητες θεωρίες που αναπτύσσονται για τη διαφορά µεταξύ µαρξισµού και αναρχισµού, αιτία που είναι κοινή και στους οπαδούς του Κάουτσκυ και στους οπορτουνιστές και για την οποία θα µιλήσουµε παρακάτω. 

Στην ανάλυση του Μαρξ για την πείρα της Κοµµούνας που αναφέραµε προηγουµένως; δεν υπάρχει ούτε ίχνος φεντεραλισµού ο Μαρξ συµφωνεί µε τον Προυντόν ακριβώς στο σηµείο εκείνο που διέφυγε εντελώς από τον οπορτουνιστή Μπερνστάϊν, και διαφωνεί µε τον Προυντόν ίσα-ίσα στο σηµείο που ο Μπερνστάϊν βλέπει την συµφωνία τους. Ο Μαρξ και ο Προυντόν είναι σύµφωνοι για την «καταστροφή» του σύγχρονου κυβερνητικού µηχανισµού· ούτε οι οπορτουνιστές, ούτε οι οπαδοί του Κάουτσκυ θέλουν να δουν το κοινό αυτό σηµείο Μαρξισµού και Αναρχισµού, (όπως τον διετύπωσαν ο Προυντόν και ο Μπακούνιν) γιατί στο σηµείο αυτό δεν είναι ούτε οι ίδιοι σύµφωνοι µε τον µαρξισµό. Ο Μαρξ διαφωνεί και µε τον Προυντόν και µε τον Μπακούνιν στο σηµείο του Φεντεραλισµού (για να µη µιλήσουµε για τη δικτατορία του προλεταριάτου). Ο Φεντεραλισµός προκύπτει ως αρχή από την αναρχική µικροαστική άποψη.. Ο Μαρξ είναι συγκεντρωτικός και στο απόσπασµα που αναφέραµε παραπάνω από την µελέτη του, δεν βγαίνει έξω από την κεντρική αυτήν ιδέα. Μόνον άνθρωποι ποτισµένοι από τις µικροαστικές προλήψεις για το κράτος, µπορούν να νοµίσουν ότι τη καταστροφή τον αστικού κράτους είναι καταστροφή του συγκεντρωτικού συστήµατος. 
 ∆εν θα είναι συγκεντρωτισµός, όταν το προλεταριάτο και οι πτωχοί αγρότες πάρουν στα χέρια τους την εξουσία του Κράτους, όταν οργανωθούν ελεύθερα σε κοµµούνες και συνδυάσουν την δράση όλων των κοινοτήτων µε το σκοπό να χτυπήσουν το Κεφάλαιο, µε το σκοπό να συντρίψουν την αντίσταση των κεφαλαιοκρατών για να πραγµατοποιήσουν την µεταβίβαση της ατοµικής ιδιοκτησίας των σιδηροδρόµων, εργοστασίων, της γης κ.λ.π., στα χέρια τού έθνους, του συνόλου της κοινωνίας; Αυτό δεν θα είναι ο πιο ουσιαστικός δηµοκρατικός συγκεντρωτισµός ; Αυτό δεν θα είναι προλεταριακός συγκεντρωτισµός; 
Ο Μπερνστάιν βέβαια δεν µπορεί να καταλάβει ότι είναι δυνατόν να έλθει αυτός ο ακούσιος συγκεντρωτισµός, η εκούσια ένωση των κοινοτήτων σε ένα έθνος, η εκούσια συγχώνευση των προλεταριακών κοινοτήτων στο έργο της καταστροφής της καπιταλιστικής κυριαρχίας και του καπιταλιστικού κυβερνητικού µηχανισµού. Όπως όλοι oι υποκριτές, έτσι και ο Μπερνστάιν, φαντάζεται τον συγκεντρωτισµό σαν κάτι που προέρχεται εκ των άνω, που επιβάλλεται και διατηρείται µόνο δια µέσου της γραφειοκρατίας και του µιλιταρισµού. 
Ο Μαρξ σαν να προέβλεπε την πιθανή διαστροφή των ιδεών του, ιδιαιτέρως τονίζει ότι η κατηγορία κατά της Κοµµούνας ότι επεδίωκε να καταστρέψει την ενότητα του έθνους, να καταργήσει την κεντρική εξουσία, ήταν ένα προµελετηµένο ψέµα. Γιαυτό ακριβώς χρησιµοποιεί την φράση «να οργανώσουν την ενότητα του έθνους» αντιτάσσοντας έτσι τον συνειδητό, δηµοκρατικό, προλεταριακό συγκεντρωτισµό στον καπιταλιστικό, στρατιωτικό, γραφειοκρατικό συγκεντρωτισµό. 
∆εν υπάρχει όµως χειρότερος κουφός από εκείνον που δεν θέλει νάκουσει. Και οι οπορτουνιστές της νεώτερης Σοσιαλδηµοκρατίας, δεν θέλουν, µε κανένα λόγο, νακoύσουν για την καταστροφή του Κράτους, για την αποµάκρυνση αυτού του παρασίτου.

5. Η καταστροφή του Κράτους - παρασίτου.

Αναφέραµε παραπάνω τα λόγια του Μαρξ γιαυτό το ζήτηµα -δεν µένει τώρα παρά να τα συµπληρώσουµε. 
«Είναι µοιραίο (έγραφε ο Μαρξ) όλες οι νέες δηµιουργίες της Ιστορίας να θεωρούνται σαν παλιές και µάλιστα νεκρές µορφές της κοινωνικής ζωής, µε τις οποίες οι νέοι θεσµοί δείχνουν και πάλι οµοιότητα. Έτσι, η νέα Κοµµούνα, που συντρίβει το νεώτερο Κράτος, θεωρήθηκε σαν µια ανάσταση των µεσαιωνικών κοινοτήτων, σαν µια οµοσπονδία µικρών κρατών (Μοντεσκιέ, Γιρονδίνοι), σαν µια µεγαλοποιηµένη µορφή του παλιού αγώνα εναντίον της υπερσυγκέντρωσης. Οι θεσµοί της Κοµµούνας θα αποκαθιστούσαν στο σώµα της κοινωνίας όλες αυτές τις δυνάµεις που έως τότε είχε καταβροχθίσει η παρασιτική απόφυση πού λέγεται «Κράτος», πού τρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και την εµποδίζει να προχωρήσει ελεύθερα. Η αναγέννηση της Γαλλίας θα πραγµατοποιούταν έτσι. 
Ο θεσµός της Κοµµούνας θα έφερνε τις αγροτικές επιχειρήσεις υπό την διανοητική αρχηγία της πρωτεύουσας κάθε διαµερίσµατος και θα τους εξασφάλιζε έτσι, στο πρόσωπο των εργατών της πόλης, τους πραγµατικούς αντιπροσώπους των συµφερόντων τους. Η ύπαρξη της Κοµµούνας θα προκαλούσε βέβαια µια τοπική αυτοδιοίκηση, ως αντιστάθµισµα της Κρατικής εξουσίας, η οποία καταντά πια περιττή...»  
«Εκµηδένιση της Κρατικής εξουσίας», που είναι µια «παρασιτική απόφυση», «ακρωτηριασµός», «καταστροφή» της εξουσίας αυτής «η Κρατική εξουσία καταντά πια περιττή», αυτές είναι οι εκφράσεις του Μαρξ για το Κράτος όταν εκτιµά και αναλύει τα διδάγµατα της Κοµµούνας.
Κοντεύουν εκατό χρόνια από τότε που γράφηκαν αυτά και σήµερα δεν έχει κανείς παρά να τα ξεθάψει, ας πούµε έτσι, για να παρουσιάσει στις µάζες τον αγνό µαρξισµό. Τα συµπεράσµατα που βγαίνουν από την παρατήρηση της τελευταίας µεγάλης επανάστασης, µέσα στην οποία έζησε ο Μαρξ, λησµονήθηκαν ακριβώς την στιγµή που έφθασε ο καιρός για τις προσεχείς µεγάλες προλεταριακές επαναστάσεις.
«Οι διάφορες ερµηνείες που δόθηκαν στην Κοµµούνα και η ποικιλία των συµφερόντων που εκδηλώθηκαν µ αυτήν, αποδεικνύουν ότι ήταν µια πολύ ελαστική πολιτική µορφή, ενώ όλες οι προηγούµενες µορφές της Κυβέρνησης ήταν ουσιαστικά καταπιεστικές. Το πραγµατικό της µυστικό είναι ότι όταν κατ' ουσία η κυβέρνηση- της εργατικής τάξης, το αποτέλεσµα του αγώνα της τάξης που παράγει εναντίον της τάξεως που επωφελείται -ήταν ή πολιτική µορφή, µε την οποία η Εργασία µπορούσε να πραγµατοποιήσει την οικονοµική της απελευθέρωση. Χωρίς τον τελευταίο αυτόν όρο, ο θεσµός της Κοµµούνας θα ήταν απραγµατοποίητος και ψεύτικος».

Οι Ουτοπιστές ασχολήθηκαν µε την «εφεύρεση» των πολιτικών µορφών µε τις οποίες θα µπορούσε να πραγµατοποιηθεί η Σοσιαλιστική αναδηµιουργία. Οι Αναρχικοί απέρριψαν το ζήτηµα οποιασδήποτε πολιτικής µορφής. Οι οπορτουνιστές της νεώτερης Σοσιαλδηµοκρατίας παραδέχονται ότι οι καπιταλιστικές πολιτικές µορφές ενός κοινοβουλευτικού δηµοκρατικού Κράτους είναι το όριο που δεν µπορεί να υπερβληθεί -έσπασαν το κεφάλι τους κάνοντας µετάνοιες µπροστά σαυτό το είδωλο και αποκηρύσσουν ως 'Αναρχισµό κάθε προσπάθεια για την καταστροφή των θεσµών αυτών.
Ο Μαρξ από όλη την ιστορία του Σοσιαλισµού και του πολιτικού αγώνα, έβγαλε το συµπέρασµα ότι το Κράτος είναι προορισµένο να εξαφανισθεί και ότι η µεταβατική µορφή της εξαφάνισης του (της µετάβασης από το Κράτος στο µη - κράτος) θα είναι το προλεταριάτο ανυψωµένο σε κυβερνώσα τάξη». Ο Μαρξ όµως δεν επιχείρησε να «ανακαλύψει» τους πολιτικούς «τύπους» στην µελλοντική αυτήν περίοδο. Περιορίσθηκε σε µια ακριβή παρατήρηση της Γαλλικής ιστορίας, στην ανάλυση της και στο συµπέρασµα που µας δίνει το έτος 1851, δηλαδή ότι τα πράγµατα οδηγούν προς την καταστροφή του καπιταλιστικού κρατικού µηχανισµού.
Και όταν το επαναστατικό κίνηµα των προλεταριακών µαζών εξερράγη, ο Μαρξ, παρά την αποτυχία του κινήµατος αυτού, παρά την εφήµερη ζωή του και την φανερή αδυναµία του, άρχισε να µελετά τους πολιτικούς τύπους που µας αποκάλυψε.
Η Κοµµούνα ήταν ο τύπος που «απεκαλύφθη επί τέλους» από την προλεταριακή επανάσταση µε τον οποίον µπορούσε να πραγµατοποιηθεί η οικονοµική απελευθέρωση της Εργασίας. Η Κοµµούνα ήταν η πρώτη προσπάθεια της προλεταριακής επανάστασης, να συντρίψει το αστικό Κράτος και να εγκαταστήσει τον πολιτικό τύπο που «απεκαλύφθη επί τέλους», που µπορεί και πρέπει να αντικαταστήσει την κοµµατιασµένη µηχανή. Θα. δούµε παρακάτω ότι οι Ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και 1917, σε πολλά σηµεία και σε διάφορες περιστάσεις, εξακολούθησαν το έργο της Κοµµούνας και βεβαίωσαν την φωτεινή ιστορική ανάλυση του Μαρξ. 

IV. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΝΓΚΕΛΣ

Ο Μαρξ µας έδωσε τις βάσεις για να καταλάβουµε την σηµασία της Κοµµούνας. Ο Ένγκελς επανειληµµένως εξέτασε το ίδιο ζήτηµα, φωτίζοντας την ανάλυση και τα συµπεράσµατα του Μαρξ, εξηγώντας πολλές φορές τόσο καθαρά και άλλες πλευρές του ζητήµατος, ώστε πρέπει να σταθούµε για να εξετάσουµε αυτές τις εξηγήσεις. 

1. Το πρόβληµα της Κατοικίας. 

Ακριβώς στο έργο του για το Πρόβληµα της Κατοικίας (1872) ο Ένγκελς εφαρµόζει τα διδάγµατα της Κοµµούνας, εξετάζοντας µε λεπτοµέρεια την Επανάσταση έν σχέσει µε το Κράτος. Πρέπει να σηµειώσουµε ότι στην εξέταση του συγκεκριµένου αυτού ζητήµατος βλέπουµε καθαρά, από το ένα µέρος τα σηµεία εκείνα του προλεταριακού Κράτους που µοιάζουν µε τα σηµεία του σηµερινού Κράτους-σηµεία που µας επιτρέπουν να µιλούµε περί Κράτους και στις δύο αυτές περιόδους, και απ’ το άλλο µέρος, βλέπουµε τα σηµεία που διαφέρουν και δείχνουν την µετάβαση προς την καταστροφή του Κράτους. 
«Πως µπορεί να λυθεί το πρόβληµα της κατοικίας; 
Στη νεώτερη κοινωνία το ζήτηµα αυτό λύεται, όπως και κάθε άλλο κοινωνικό ζήτηµα, µε την βαθµιαία οικονοµική εξίσωση της προσφοράς και της ζήτησης. Αυτός όµως ο τρόπος λύσης, δηµιουργεί µόνος του πάλιν το πρόβληµα, δηλαδή δεν το λύει. Ο τρόπος µε τον οποίον η Κοινωνική Επανάσταση θα λύσει αυτό το ζήτηµα, εξαρτάται όχι µόνο από τοπικές περιστάσεις της στιγµής, αλλά συνδέεται µε άλλα γενικότερα ζητήµατα, από τα οποία το σοβαρότερο είναι η κατάργηση της διαφοράς µεταξύ πόλεων και χωριών. 
∆εν ασχολούµαστε µε ουτοπιστικές φαντασίες για την δηµιουργία της µελλοντικής κοινωνίας και γιαυτό θα χάναµε τον καιρό µας επιµένοντας σαυτό το σηµείο. Ένα µόνον είναι βέβαιο : ακόµη και σήµερα υπάρχουν αρκετά κατοικήσιµα σπίτια στις µεγάλες πόλεις για να ικανοποιήσουν τις πραγµατικές ανάγκες, αν χρησιµοποιηθούν µε κατάλληλο τρόπο. 
Αυτό βέβαια θα µπορούσε να πραγµατοποιηθεί µόνο µε την εκδίωξη των σηµερινών κατοίκων τους, και την εγκατάσταση µέσα σαυτά των άστεγων εργατών που κατοικούν σήµερα σε υπερπληρωµένα σπίτια. Μόλις οι εργάτες κατακτήσουν την πολιτική εξουσία θα πραγµατοποιηθεί το µέτρο αυτό που υπαγορεύεται από τα συµφέροντα της κοινωνίας, µε τόση ευκολία, όπως και όλες οι άλλες απαλλοτριώσεις που ενεργεί το νεώτερο Κράτος».  
∆εν εξετάζεται εδώ η αλλαγή της µορφής του Κράτους, παρά µόνο ο χαρακτήρας της ενεργείας του. Απαλλοτριώσεις και καταλήψεις οικιών, γίνονται και κατά διαταγή του σηµερινού κράτους. Το προλεταριακό Κράτος, από τυπικής απόψεως, θα «διατάσει» και αυτό την κατάληψη σπιτιών και την απαλλοτρίωση κτιρίων. Είναι όµως φανερό ότι ο παλιός εκτελεστικός οργανισµός, η γραφειοκρατία που συνδέεται µε την πλουτοκρατία, θα ήταν τελείως άχρηστος για την εφαρµογή των διαταγών του Προλεταριακού Κράτους.
«Πρέπει να αναφέρουµε ότι η κατάληψη όλων των µέσων της εργασίας και όλης τής βιοµηχανίας από τις εργαζόµενες µάζες του έθνους, είναι ακριβώς το αντίθετο από την «εξαγορά» που προτείνει ο Προυντόν. Σύµφωνα µε το σύστηµα του Προυντόν κάθε εργάτης γίνεται ιδιοκτήτης ενός σπιτιού, ενός µικρού χωραφιού και των αναγκαίων εργαλείων. Ενώ, στην άλλη περίπτωση, ο εργαζόµενος λαός γίνεται ο οµαδικός ιδιοκτήτης των σπιτιών, των εργοστασίων και των µηχανών. Η χρήση αυτών των σπιτιών, εργοστασίων κ.λ.π., θα παραχωρηθεί κατά την διάρκεια της µεταβατικής περιόδου σε άτοµα ή οµάδες, όχι χωρίς πληρωµή κάποιου µισθώµατος. Επίσης η κατάργηση της ατοµικής ιδιοκτησίας της γης δεν προϋποθέτει την κατάργηση του εισοδήµατος, άλλά την µεταβίβαση του, βέβαια µε διαφορετική µορφή, στο σύνολο τής κοινωνίας. Η κατάκτηση όλων των µέσων της εργασίας από τις εργαζόµενες µάζες δεν αποκλείει βέβαια καθόλου την διατήρηση του δικαιώµατος του εισοδήµατος και του ενοικίου».

Στο επόµενο κεφάλαιο θα µελετήσουµε το ζήτηµα που αναφέρεται εδώ, δηλαδή τους οικονοµικούς λόγους του «µαρασµού» του Κράτους. Ο Ένγκελς εκφράζεται σαφέστερα εδώ λέγοντας ότι το προλεταριακό Κράτος, θα παραχωρήσει τα σπίτια «όχι χωρίς πληρωµή κάποιου µισθώµατος κατά τη διάρκεια της µεταβατικής περιόδου». Το νοίκιασµα των σπιτιών από το σύνολο του έθνους, στις διάφορες οικογένειες µε ορισµένο µίσθωµα, προϋποθέτει την είσπραξη αυτού τού ενοικίου, ένα είδος έλέγχου και ένα ορισµένο τρόπο για. το νοίκιασµα των σπιτιών. 
Αυτά όλα απαιτούν ένα είδος Κράτους, δεν χρειάζονται όµως καθόλου έναν ειδικό στρατιωτικό και γραφειοκρατικό µηχανισµό, µε τιτλούχους που κατέχουν προνοµιούχους θέσεις. Η µετάβαση όµως στην περίοδο όπου θα µπορούν να παραχωρούνται τα σπίτια χωρίς νοίκι, εξαρτάται από τον ολοκληρωτικό «µαρασµό» του Κράτους.

Μιλώντας για τους οπαδούς του Μπλανκί, οι οποίοι ύστερα από την Κοµµούνα, και µε την πείρα που απέκτησαν απ’ αυτήν, προσχώρησαν στην Μαρξική άποψη, ως εξής χαρακτηρίζει ο Ένγκελς την άποψη αυτή: 
«Ανάγκη πολιτικής δράσης από το προλεταριάτο και προλεταριακής δικτατορίας στην περίοδο της µετάβασης προς την κατάργηση των τάξεων και, µαζί µ’ αυτές, του Κράτους...»
Οι αστοί εχθροί του Μαρξισµού θα νοµίσουν ίσως ότι βρίσκουν µια αντίφαση µεταξύ της «κατάργησης του Κράτους» που παραδέχεται εδώ ο Ένγκελς, και της άρνησης της θεωρίας των αναρχικών που περιέχεται στο απόσπασµα του «Αντι-Ντύριγκ» που αναφέραµε παραπάνω. ∆εν θα ήταν παράξενο αν οι οπορτουνιστές χαρακτήριζαν και τον Ένγκελς ως «αναρχικό», γιατί οι σοσιαλπατριώτες άρχισαν να κατηγορούν ως αναρχικούς όλους τους διεθνιστές.
Η σκέψη του Μαρξισµού ήταν πάντοτε ότι µαζί µε την κατάργηση των τάξεων θα καταργηθεί και το Κράτος. Το γνωστό κοµµάτι από τον «Αντι-Ντύριγκ» δεν κατηγορεί τους αναρχικούς γιατί είναι υπέρ της κατάργησης του Κράτους, αλλά γιατί ισχυρίζονται ότι µπορεί να πραγµατοποιηθεί αυτή η κατάργηση «µέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες». Απέναντι της τέλειας διαστροφής που οι σηµερινοί «σοσιαλδηµοκράτες» επέφεραν στο ζήτηµα των σχέσεων Μαρξισµού και Αναρχισµού, για το ζήτηµα της κατάργησης του Κράτους, είναι ιδιαιτέρως σκόπιµο να υπενθυµίσουµε µια ειδική πολεµική του Μαρξ και του Ένγκελς προς τους Αναρχικούς. 

2. Η πολεµική προς τους Αναρχικούς. 

Η πολεµική αυτή έγινε στα 1873. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δηµοσίευαν τότε άρθρα εναντίον των «Αυτονοµιστών» και «Αντιεξουσιακών» οπαδών του Προυντόν, σε µια Ιταλική σοσιαλιστική επιθεώρηση, και µόλις στα 1913 φάνηκαν τα άρθρα αυτά στη Γερµανία στην «Neue Zeit» (Νέος Χρόνος). 
«Αν ο πολιτικός αγώνας της εργατικής τάξης (έγραφε ο Μαρξ, γελοιοποιώντας την αναρχική αντίληψη της άρνησης της πολιτικής δράσης) πάρει µια επαναστατική µορφή, αν οι εργάτες, στη θέση τής αστικής δικτατορίας επιβάλλουν την δική τους δικτατορία, τότε διαπράττουν τροµερό έγκληµα και προσβάλλουν την θεωρία (των αναρχικών) γιατί έτσι οι εργάτες, αλήθεια, για να αντιµετωπίσουν τις άθλιες και ταπεινές απαιτήσεις της στιγµής, για να συντρίψουν την αντίσταση της καπιταλιστικής τάξης, δίνουν στο Κράτος µια επαναστατική και µεταβατική µορφή, αντί να σταυρώσουν τα χέρια τους και να καταργήσουν το Κράτος».
Αυτό µόνο είναι το πνεύµα της «κατάργησης» του Κράτους, που καταπολέµησε ο Μαρξ, αντικρούοντας τους αναρχικούς. Πολέµησε όχι την θεωρία της εξαφάνισης του Κράτους όταν εξαφανισθούν οι τάξεις, ή της καταργήσεώς του όταν καταργηθούν οι τάξεις, παρά µόνο την γνώµη ότι οι εργάτες πρέπει να αρνηθούν την χρήση των όπλων, την χρήση της οργανωµένης βίας, δηλαδή, την χρήση του Κράτους, µε τον σκοπό να συντρίψουν την αντίσταση της καπιταλιστικής τάξης». Και ίσα- ίσα για να µη παραµορφωθεί η πραγµατική ουσία της πολεµικής του κατά των αναρχικών, ο Μαρξ τονίζει την επαναστατική και µεταβατική µορφή του Κράτους που χρειάζεται στο προλεταριάτο. Το προλεταριάτο έχει ανάγκη από το Κράτος µόνο προσωρινώς. ∆εν διαφωνούµε καθόλου µε τους αναρχικούς όταν η κατάργηση του Κράτους είναι τελικός σκοπός. Πιστεύουµε όµως ότι για την πραγµατοποίηση αυτού του σκοπού πρέπει να χρησιµοποιήσουµε προσωρινώς τα όπλα και τις µεθόδους του Κράτους εναντίον των εκµεταλλευτών, και ότι επίσης η προσωρινή δικτατορία της καταπιεζόµενης τάξης είναι αναγκαία για την εκµηδένιση όλων των τάξεων. Ο Μαρξ βρήκε τον συντοµότερο και σαφέστερο τρόπο για να καθορίσει την θέση του απέναντι των αναρχικών. Αφού συντρίψουν τον ζυγό των καπιταλιστών πρέπεί οι εργάτες να καταθέσουν τα όπλα», ή πρέπει να τα διευθύνουν κατά των καπιταλιστών για να συντρίψουν την αντίσταση τους; Και η συστηµατική χρήση των όπλων από µια τάξη εναντίον άλλης, τι άλλο είναι παρά µια «µεταβατική» µορφή του Κράτους;
Ας εξετάσει κάθε σοσιαλδηµοκράτης, µε ποιο τρόπο ο Μαρξ εξέταζε το ζήτηµα του Κράτους στην πολεµική του προς τους αναρχικούς. Ήταν ο ίδιος τρόπος που χρησιµοποιεί η µεγάλη πλειοψηφία των σοσιαλδηµοκρατικών κοµµάτων της ∆ευτέρας ∆ιεθνούς;
Ο Ένγκελς αναπτύσσει τις ίδιες ιδέες µε µεγαλύτερη λεπτοµέρεια και απλότητα. Πρώτα-πρώτα γελοιοποιεί τις συγκεχυµένες ιδέες των οπαδών τού Προυντόν, που ονοµάζονται «Αντιεξουσιακοί», δηλαδή αρνούνται κάθε µορφή εξουσίας, υποταγής και αρχής. Πάρτε ένα εργοστάσιο, ένα σιδηρόδροµο, ένα πλοίο στον ωκεανό, λέει ο Ένγκελς, δεν είναι φανερό ότι καµιά απ’ αυτές τις πολύπλοκες τεχνικές λειτουργίες που βασίζονται στην χρήση των µηχανών και στην επιβεβληµένη συνεργασία πολλών ανθρώπων, δεν µπορεί να λειτουργήσει χωρίς ένα βαθµό υποταγής και συνεπώς εξουσίας; 
«Όταν µεταχειρίζοµαι αυτά τα επιχειρήµατα, γράφει ο Ένγκελς, εναντίον των φανατικότερων Αντιεξουσιακών µπορούν να µου δώσουν µόνο την ακόλουθη απάντηση: «Α, αυτό είναι αλήθεια, δεν πρόκειται όµως περί εξουσίας που δίνουµε στους αντιπροσώπους µας, αλλά περί ορισµένης εντολής». Οι άνθρωποι αυτοί νοµίζουν ότι ένα πράγµα µπορεί να µεταβληθεί µόνο µε την αλλαγή του ονόµατος του».  
Αποδεικνύοντας έτσι ότι εξουσία και αυτονοµία είναι έννοιες σχετικές, ότι η σφαίρα της εφαρµογής τους αλλάζει µαζί µε τις διάφορες φάσεις της κοινωνικής εξέλιξης, ότι είναι σφάλµα να τις θεωρούµε ως απόλυτες έννοιες, προσθέτοντας επίσης ότι το πεδίον της εφαρµογής των µηχανών και της µεγάλης παραγωγής ευρύνεται ολοένα περισσότερο, ο Ένγκελς από την γενική συζήτηση περί εξούσιας περνάει στο ζήτηµα του Κράτους.
 «Αν οι Αυτονοµιστές, (γράφει) ήθελαν να πουν ότι η κοινωνική οργάνωση του µέλλοντος θα παραδέχεται την εξουσία µόνο µέσα στα όρια που επιβάλλουν αναγκαστικά οι όροι της βιοµηχανίας, θα ήταν δυνατόν τότε να συµφωνήσουµε µαζί τους. Αυτοί όµως είναι τυφλοί µπροστά σε όλα τα γεγονότα που καθιστούν αναγκαία την εξουσία και πολεµούν φανατικά µια λέξη.
Γιατί οι Αντιεξουσιακοί δεν περιορίζονται να φωνάζουν εναντίον της πολιτικής εξουσίας, εναντίον τον Κράτους; Όλοι οι σοσιαλιστές παραδέχονται ότι το Κράτος και µαζί µ’ αυτό και η πολιτική εξουσία θα εκλείψουν ύστερα από την σοσιαλιστική επανάσταση, δηλαδή ότι οι δηµόσιες λειτουργίες θα χάσουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα και θα µεταµορφωθούν σε απλές διαχειριστικές λειτουργίες, σύµφωνα µε τα κοινωνικά συµφέροντα. Αλλά οι Αντιεξουσιακοί ζητούν να καταργηθεί µονοµιάς το Κράτος, πριν µάλιστα καταργηθούν οι κοινωνικές σχέσεις που το γέννησαν. Πρώτη πράξη της Κοινωνικής Επανάστασης θέλουν να είναι η κατάργηση κάθε εξουσίας.
Είδαν ποτέ τους καµιά Επανάσταση αυτοί οι κύριοι; Η Επανάσταση χωρίς αµφιβολία, είναι το πιο αυθαίρετο πράγµα. Επανάσταση είναι µια πράξη στην οποία ένα µέρος του πληθυσµού επιβάλλει την θέληση του στο άλλο µέρος µε τα όπλα, τις λόγχες, τα κανόνια, δηλαδή µε τα πιο αυθαίρετα µέσα. Και το κόµµα που επικρατεί είναι µοιραία υποχρεωµένο να διατηρήσει την κυριαρχία του µε τον τρόµο εκείνο που τα όπλα του εµπνέουν στους αντιδραστικούς. Αν η Παρισινή Κοµµούνα δεν στηριζόταν στην εξουσία του οπλισµένου λαού κατά της πλουτοκρατίας, θα µπορούσε να κρατηθεί περισσότερο από µια µέρα; Ή µήπως πρέπει µάλλον να επικρίνουµε την Κοµµούνα γιατί δεν χρησιµοποίησε αρκετά αυτήν την εξουσία; Έτσι, οι Αντιεξουσιακοί ή δεν ξέρουν και οι ίδιοι γιατί µιλούν, οπότε απλώς συγχύζουν τα πράγµατα ή ξέρουν καλά αυτό που λένε, οπότε είναι προδότες του προλεταριάτου. Και στις δυο περιπτώσεις εξυπηρετούν τα συµφέροντα µόνον της αντίδρασης».

Στην συζήτηση αυτή, θίγονται ζητήµατα που πρέπει να εξετασθούν σε συνδυασµό µε την αµοιβαία σχέση των πολιτικών και οικονοµικών φαινοµένων κατά την διάρκεια του µαρασµού τον Κράτους. (Το επόµενο κεφάλαιο εξετάζει αυτό το ζήτηµα).
Τέτοια είναι τα προβλήµατα της µεταµόρφωσης των δηµοσίων λειτουργιών, από πολιτικές σε απλές διαχειριστικές, και της µεταµόρφωσης της φύσης του «πολιτικού Κράτους». Ο τελευταίος αυτός όρος, που µπορεί πολύ εύκολα να παρεξηγηθεί, δείχνει την πορεία του µαρασµού του Κράτους : Το Κράτος που πεθαίνει, σε ένα ορισµένο στάδιο της δύσεως του, µπορεί να ονοµασθεί Κράτος µη πολιτικό. Το πιο αξιοσηµείωτο µέρος από την περικοπή αυτή του Ένγκελς, είναι πάλι ο τρόπος µε τον οποίο θέτει το ζήτηµα απέναντι των αναρχικών. 
Οι σοσιαλδηµοκράτες, που θέλουν να είναι µαθητές του Ένγκελς, συζήτησαν µε τους αναρχικούς χιλιάδες φορές µετά το 1873, όχι όµως όπως µπορούν και πρέπει να συζητούν οι µαρξιστές. Η Αναρχική ιδέα της κατάργησης του Κράτους είναι ακαθόριστη και µη - επαναστατική - έτσι θέτει το ζήτηµα ο Ένγκελς. Οι αναρχικοί δεν θέλουν να δουν ακριβώς την Επανάσταση, στην έκρηξη και την εξέλιξη της, µε τα χαρακτηριστικά της προβλήµατα της βίας, της κυβέρνησης, της εξουσίας και του Κράτους. Η συνηθισµένη κριτική κατά των αναρχικών από τους σύγχρονους σοσιαλδηµοκράτες κατάντησε σε καθαρές µικροαστικές χυδαιότητες : - «Εµείς είµαστε οπαδοί τού Κράτους, ενώ οι αναρχικοί δεν είναι». Φυσικά οι χυδαιότητες αυτές αποµακρύνουν κάθε επαναστατικό εργάτη που σκέπτεται λίγο. Ο Ένγκελς λέει κάτι εντελώς διαφορετικό. Τονίζει ότι όλοι οι, σοσιαλιστές αναγνωρίζουν την εξαφάνιση του Κράτους ως αποτέλεσµα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Την συνδέει λοιπόν µε το συγκεκριµένο ζήτηµα της Επανάστασης, µε το ίδιο αυτό ζήτηµα που κατά κανόνα οι σοσιαλδηµοκράτες µε τον οπορτουνισµό τους εγκαταλείπουν, αφήνοντας αποκλειστικά στους Αναρχικούς όχι µόνο να µιλούν γιαυτό, αλλά και να το «εκτελέσουν». 
Και διατυπώνοντας έτσι το ζήτηµα ο Ένγκελς φθάνει στο κυριότερο σηµείο : 
∆εν έπρεπε η Κοµµούνα να χρησιµοποιήσει περισσότερο την επαναστατική εξουσία του Κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου οπλισµένου και ανυψωµένου σε κυβερνώσα τάξη; 
Η νεώτέρη επίσηµη Σοσιαλδηµοκρατία απέκρουσε τα συγκεκριµένα προβλήµατα που παρουσιάζονται στο προλεταριάτο κατά την διάρκεια της επανάστασης, ή µε διάφορες κενές υποκρισίες, ή, κατά τις περιστάσεις, µε το επιτήδειο σόφισµα «περιµένουµε και θα δούµε». Και οι αναρχικοί πήραν έτσι το δικαίωµα να κατηγορούν αυτούς τους σοσιαλδηµοκράτες ότι πρόδωσαν την αποστολή που είχαν να µορφώσουν επαναστατικά την εργατική τάξη. Ο Ένγκελς χρησιµοποιεί την πείρα της τελευταίας προλεταριακής επανάστασης, µε τον άµεσο σκοπό να βγάλει απ αυτήν συγκεκριµένα συµπεράσµατα για το τι και πως πρέπει να ενεργήσει το προλεταριάτο σχετικά µε το Κράτος. 

3. Η Επιστολή προς τον Μπέµπελ.

Ένας από τους πιο αξιοσηµείωτους, αν όχι ο πιο αξιοσηµείωτος, συλλογισµός στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς σε σχέση µε το Κράτος, περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασµα της επιστολής του Ένγκελς προς τον Μπέµπελ, που εγράφη στις 18-23 Μαρτίου 1875. Η επιστολή αυτή, το λέµε εν παρενθέσει, δηµοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον Μπέµπελ, αν δεν κάνουµε λάθος στον δεύτερο τόµο των αποµνηµονευµάτων του, που τυπώθηκε στα 1911, δηλαδή µετά τριάντα εξ χρόνια αφότου εγράφη και εστάλη. 
Ο Ένγκελς γράφοντας προς τον Μπέµπελ, κατέκρινε το σχέδιο του Προγράµµατος της Gotha, το οποίο επίσης κατέκρινε και ο Μαρξ στην περίφηµη επιστολή του προς τον Β. Μπράκε. Ο Ένγκελς, εξετάζοντας ιδιαιτέρως το ζήτηµα του Κράτους, γράφει :
«Το Ελεύθερο Λαϊκό Κράτος µετατράπηκε σε Ελεύθερο Κράτος. Σύµφωνα µε την γραµµατική σηµασία των λέξεων, Ελεύθερο Κράτος είναι το Κράτος που είναι ελεύθερο απέναντι των πολιτών του, δηλαδή Κράτος µε δεσποτική κυβέρνηση. Θα έπρεπε να µη εµφανίζονται όλες αυτές οι ανοησίες περί Κράτους, ύστερα µάλιστα από την Κοµµούνα, που µπορεί να πούµε ότι δεν ήταν Κράτος στην κυρία σηµασία της λέξεως. 
Οι αναρχικοί από πολύ καιρό µας βάζουν στο στόµα αυτό το «Λαϊκό Κράτος», αν και στο έργο του Μαρξ κατά του Προυντόν και ύστερα στο «Κοµµουνιστικό Μανιφέστο», διατυπώνεται σαφέστατα ότι µόλις έλθει το Σοσιαλιστικό κοινωνικό καθεστώς, το Κράτος θα διαλυθεί µόνο του (sich auflost) και θα εξαφανισθεί. Και αφού το Κράτος είναι µόνον ένας µεταβατικός θεσµός που είµαστε υποχρεωµένοι να χρησιµοποιήσουµε στον επαναστατικό αγώνα, για να συντρίψουµε βιαία τους αντιπάλους µας, είναι αληθινή ηλιθιότητα να µιλούµε για ένα Ελεύθερο Λαϊκό Κράτος. Στην περίοδο που το προλεταριάτο έχει ανάγκη ακόµη από το Κράτος δεν θα το χρησιµοποιήσει για την ελευθερία, άλλα για να συντρίψει τους εχθρούς του -και όταν θα είναι δυνατόν να µιλήσει κανείς πραγµατικά περί ελευθερίας, τότε το κράτος ως κράτος παύει να υπάρχει. Νοµίζουµε λοιπόν ότι παντού η λέξη κράτος πρέπει να αντικατασταθεί από το Gemeinwesen (Κοινοκτηµοσύνη, Κοινότης), µια ωραία παλιά γερµανική λέξη που ανταποκρίνεται στην γαλλική «Κοµµούνα».
Πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψη του ότι το γράµµα αυτό αναφέρεται στο πρόγραµµα του Κόµµατος που ο Μαρξ κατέκρινε στην επιστολή του λίγες εβδοµάδες αργότερα από την παραπάνω, (η επιστολή του Μαρξ έχει ηµεροµηνία 5 Μαΐου 1875) και ότι αυτή την εποχή ο Ένγκελς ζούσε µαζί µε τον Μαρξ στο Λονδίνο. Συνεπώς όταν γράφει «εµείς» ο Ένγκελς υποδεικνύει βέβαια στον ηγέτη της γερµανικής εργατικής τάξεως, και εξ ονόµατος του Μαρξ, ότι η λέξη «Κράτος» πρέπει να αφαιρεθεί από το πρόγραµµα τους και να αντικατασταθεί από την «Κοινότητα».
Τι κραυγές επί «αναρχισµώ» θα έβγαζαν οι ηγέτες του σηµερινού «µαρξισµού» που έχουν ξεπέσει σε απλούς οπορτουνιστές, αν τους υπεδείκνυαν µια τέτοια µεταβολή στο πρόγραµµα τους. Ας ουρλιάζουν όµως. Η καπιταλιστική τάξη θα τους χαϊδέψει στην πλάτη γιαυτό.

Εµείς θα προχωρήσουµε στο έργο µας. Στην αναθεώρηση τού προγράµµατος του κόµµατος µας πρέπει χωρίς αµφιβολία να λάβουµε υπ όψη την σκέψη αυτή του Ένγκελς και του Μαρξ, για να προσεγγίσουµε περισσότερο στην αλήθεια, για να αποκαταστήσοµε τον µαρξισµό, να τον καθαρίσουµε από τις διαστροφές και να ξαναφέρουµε τον αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης στο σωστό του δρόµο. Από τους Μπολσεβίκους δεν θα βρεθεί βέβαια κανείς αντίθετος στην γνώµη του Ένγκελς και του Μαρξ. Ίσως παρουσιασθεί δυσκολία στην γραµµατική διατύπωση των εννοιών. Ενώ στα γερµανικά υπάρχουν δυο λέξεις που εκφράζουν την έννοια της «Κοινότητος» και ο Ένγκελς εκλέγει ακριβώς εκείνη που εκφράζει όχι µια µονοµερή κοινότητα αλλά το σύνολο, το σύστηµα των κοινοτήτων, στα Ρωσικά δεν υπάρχει καµιά τέτοια λέξη. Ίσως λοιπόν βρεθούµε στην ανάγκη να προτιµήσουµε την γαλλική λέξη «Κοµµούνα», αν και αυτή έχει τις ελλείψεις της. 
«Η Κοµµούνα δεν ήταν πια κράτος στην κυρία σηµασία της λέξεως». Αυτή είναι η σηµαντικότερη θεωρητική άποψη του Ένγκελς. Ύστερα απ’ όσα είπαµε παραπάνω, η αρχή αυτή είναι τελείως σαφής. Η Κοµµούνα έπαψε να είναι κράτος όταν δεν είχε πια να υποτάξει την πλειοψηφία αλλά την µειοψηφία του πληθυσµού (τους εκµεταλλευτές) είχε συντρίψει πια τον αστικό κυβερνητικό µηχανισµό, και στη θέση της ειδικής περιοριστικής δύναµης έρχεται τώρα το σύνολο του πληθυσµού. Αυτό βέβαια είναι αποµάκρυνση από το κράτος στην κυρία σηµασία της λέξης. Και µόλις θα στερεωνόταν η Κοµµούνα, τα λείψανα του Κράτους θα «µαραίνονταν» µόνα τους µέσα σ’ αυτήν -δεν θα χρειαζότανε κράτος για να «καταργήσει» τους θεσµούς αυτούς, αλλά θα έπαυαν να λειτουργούν όσο λιγότερο έδαφος τους απέµενε ολοένα. 
«Οι αναρχικοί µας βάζουν στο στόµα το Λαϊκό Κράτος». Λέγοντας αυτό ο Ένγκελς, έχει υπ’ όψι του ειδικά τον Μπακουνίν και την πολεµική που έκανε αυτός κατά των γερµανών σοσιαλδηµοκρατών. Ο Ένγκελς παραδέχεται ως δικαιολογηµένη την πολεµική αύτή, γιατί το «Λαϊκό Κράτος» ή το «Ελεύθερο Λαϊκό Κράτος» δεν έχουν καµιά έννοια και αποµακρύνουν από τον σοσιαλισµό. Ο Ένγκελς προσπαθεί να αλλάξει την βάση της συζήτησης των γερµανών σοσιαλδηµοκρατών µε τους αναρχικούς, να την εναρµονίσει µε τις θεµελιώδεις αρχές και να την καθαρίσει από τις οπορτουνιστικές προλήψεις περί «κράτους». Αλίµονο! Η επιστολή του Ένγκελς έµεινε θαµµένη τριανταέξι ολόκληρα χρόνια. Και βλέπουµε, και ύστερα ακόµη από τη δηµοσίευση της επιστολής του Ένγκελς, ότι ο Κάουτσκυ εξακολουθεί µε επιµονή να επαναλαµβάνει αυτά τα ίδια σφάλµατα που µας υπέδειξε ο Ένγκελς. 
Ο Μπέµπελ απάντησε στον Ένγκελς µε µια επιστολή του από τις 21 Σεπτεµβρίου 1875, στην οποία, µεταξύ άλλων, έγραφε ότι «συµφωνεί τελείως» µε την κριτική του Ένγκελς για το σχέδιο του προγράµµατος, και ότι κατέκρινε τον Λίµπκνεχτ για την προθυµία που έδειξε να κάνει παραχωρήσεις (Αποµνηµονεύµατα του Μπέµπελ). Αν πάρουµε όµως το βιβλιαράκι του Μπέµπελ, Οι Σκοποί µας, θα βρούµε τελείως εσφαλµένες απόψεις για το Κράτος. 
«Το Κράτος πρέπει να µεταµορφωθεί, από κράτος βασιζόµενο στην κυριαρχία µιας τάξης σε λαϊκό Κράτος». (Unsere Ziele, 1886). Αυτό περιέχεται στην ένατη έκδοση του βιβλίου του Μπέµπελ. ∆εν είναι λοιπόν παράξενο αν η διαρκής αυτή επανάληψη των οπορτουνιστικών απόψεων περί κράτους, απορροφήθηκε τελείως από την γερµανική Σοσιαλδηµοκρατία, αφού µάλιστα οι επαναστατικές εξηγήσεις του Ένγκελς έµειναν θαµµένες εν ασφαλεία, και οι όροι της ζωής συντέλεσαν στην αποµάκρυνση από την Επανάσταση. 

4. Κριτική του Προγράµµατος της Ερφούρτης.

Στην ανάλυση των θεωριών του Μαρξισµού περί Κράτους, δεν πρέπει να παραλείψουµε την κριτική του Προγράµµατος της Ερφούρτης που έστειλε ο Ένγκελς στον Κάουτσκυ στις 29 Ιουνίου 1891, και που δηµοσιεύθηκε µόλις δέκα χρόνια αργότερα στην Neue Zeit. Η κριτική αυτή έχει µεγάλη σχέση µε τις οπορτουνιστικές απόψεις της Σοσιαλδηµοκρατίας για τα ζητήµατα της Κρατικής οργάνωσης.
Εν παρενθέσει πρέπει να σηµειώσουµε ότι ο Ένγκελς παρατηρεί επίσης ένα οικονοµικό σηµείο εξαιρετικής σηµασίας, πού µας φανερώνει µε τι προσοχή και σκέψη ακολουθούσε τις διάφορες φάσεις της τελευταίας εξέλιξης του Καπιταλισµού, και πώς µπορούσε κατά συνέπεια να προιδεί έως ορισµένο σηµείο τα προβλήµατα της δικής µας, της ιµπεριαλιστικής, εποχής. Το σηµείο αυτό είναι το έξής : Μιλώντας για την έκφραση του σχεδίου του προγράµµατος «έλλειψης µεθόδου» που χαρακτηρίζει τον Καπιταλισµό, ο Ένγκελς γράφει.
«Όταν από τις µετοχικές εταιρείες φτάσουµε στα τραστ, που αναλαµβάνουν και µονοπωλούν ολόκληρους κλάδους της βιοµηχανίας, εξαφανίζεται όχι µόνον η ιδιωτική παραγωγή, αλλά και ή έλλειψη µεθόδου». (Neue Zeit, έτος 20, Τοµ.Ι, 1901-2 σ. 8). 
Βλέπουµε εδώ την ουσιωδέστερη θεωρητική εκτίµηση της τελευταίας φάσης του Καπιταλισµού, δηλαδή τον Ιµπεριαλισµό, δεδοµένου ότι ο Καπιταλισµός γίνεται πια µονοπωλιακός καπιταλισµός. Το γεγονός αυτό πρέπει να τονισθεί, γιατί η «µεταρρυθµιστική» µικροαστική άποψη ότι ο µονοπωλιακός καπιταλισµός, των ατόµων ή του Κράτους, δεν είναι πια Καπιταλισµός, αλλά µπορεί να ονοµασθεί «Σοσιαλισµός του Κράτους» ή κάτι παρόµοιο είναι µια από τις πιο διαδεδοµένες πλάνες. Τα τραστ δεν µας έδωσαν, και πραγµατικά δεν µπορούν να µας δώσουν, µια πλήρη και τέλεια τάξη στο σύστηµα της παραγωγής. Αλλά, αφού οπωσδήποτε φέρνουν µια σχετική τάξη και µπορούν έτσι οι κεφαλαιούχοι να υπολογίζουν από πριν την απαιτούµενη παραγωγή εθνικώς ή διεθνώς, αν εννοείται ενεργούν σύµφωνα µε κάποιο µεθοδικό σύστηµα, θα εξακολουθούµε να είµαστε κάτω από τον Καπιταλισµό-ένα Καπιταλισµό βέβαια που βρίσκεται στην τελευταία του φάση, αλλά που ακόµη είναι Καπιταλισµός.
Η παροµοίωση αυτού του Καπιταλισµού προς τον Σοσιαλισµό θα ήταν στο στόµα των πραγµατικών αντιπροσώπων του προλεταριάτου ένα επιχείρηµα για την προσέγγιση, την ευκολία και την ανάγκη της Σοσιαλιστικής Επανάστασης, και όχι βέβαια επιχείρηµα για να ανεχθούν την άρνηση της επανάστασης αυτής ή τις προσπάθειες που δίνουν ελκυστική εµφάνιση στον Καπιταλισµό, πράγµα που συνηθίζεται πολύ από τους µεταρρυθµιστές.

Ας ξανάρθουµε όµως στο ζήτηµα του Κράτους. Ο Ένγκελς κάνει εδώ τρεις σηµαντικές παρατηρήσεις : πρώτα-πρώτα για το ζήτηµα της ∆ηµοκρατίας, δεύτερο για την σχέση που έχουν τα προβλήµατα των εθνοτήτων µε την µορφή του Κράτους και τρίτο για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Το ζήτηµα της ∆ηµοκρατίας είναι για τον Ένγκελς το κέντρο του βάρους στη κριτική του κατά του προγράµµατος της Ερφούρτης και όταν αναλογισθούµε τι σηµαντικό µέρος έπαιξε το πρόγραµµα αυτό στην ∆ιεθνή Σοσιαλδηµοκρατία, πώς έγινε το πρότυπο για ολόκληρη την ∆ευτέρα ∆ιεθνή, πρέπει, χωρίς υπερβολή, να πούµε ότι ο Ένγκελς κατακρίνει έτσι τον οπορτουνισµό ολόκληρης της ∆ευτέρας ∆ιεθνούς. «Τα πολιτικά αιτήµατα του σχεδίου», γράφει ο Ένγκελς, «περιέχουν ένα µεγάλο σφάλµα. ∆εν αναφέρουν εκείνο ακριβώς πού έπρεπε να τονισθεί». 
Και παρακάτω αποδεικνύει ότι το Γερµανικό Σύνταγµα δεν είναι παρά µία αντιγραφή των αντιδραστικών θεσµών του 1850, ότι το Ράϊχσταγ είναι απλώς, όπως είπε ο Βίλχελµ Λίµπκνεχτ, «το φύλλο συκής της Απολυταρχίας» και ότι το να θέλει κανείς «να γίνουν δηµόσια ιδιοκτησία όλα τα µέσα της παραγωγής» επί τη βάσει ενός συντάγµατος που νοµιµοποιεί την ύπαρξη µικρών Κρατών και την οµοσπονδιακή ένωση των γερµανικών κρατιδίων, είναι «φανερή ανοησία». 
Είναι επικίνδυνο να ασχοληθεί κανείς µ’ αυτό το θέµα», προσθέτει ο Ένγκελς, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ήταν αδύνατο, για τον φόβο των καταδιώξεων, να περιληφθεί στο πρόγραµµα αίτηµα για την εφαρµογή της ∆ηµοκρατίας στη Γερµανία. Ο Ένγκελς δεν µένει ευχαριστηµένος µε την απλή αυτή σκέψη που ικανοποιεί τον «καθένα». Και συνεχίζει. 
«Οπωσδήποτε όµως πρέπει να προχωρήσουµε. Το έδαφος που ο οπορτουνισµός κερδίζει στον Σοσιαλδηµοκρατικό τύπο δείχνει έως τι βαθµό είναι αναγκαίο αυτό. Φοβούµενοι µήπως οι αντισοσιαλιστικοί νόµοι ανανεωθούν, ή ενθυµούµενοι µερικές πρόωρες απειλές όταν ακόµα ίσχυαν αυτοί οι Νόµοι, σκέπτονται µερικοί σήµερα ότι το Κόµµα πρέπει να αναγνωρίσει ότι το 
σηµερινό  νοµικό σύστηµα στη Γερµανία είναι αρκετό για την ειρηνική πραγµατοποίηση όλων των αιτηµάτων του».

Ο Ένγκελς δίνει θεµελιώδη σηµασία στο γεγονός ότι η Γερµανική Σοσιαλδηµοκρατία ενεργούσε µε τον φόβο της ανανέωσης των Απαγορευτικών Νόµων, και χωρίς δισταγµό, το ονοµάζει αυτό οπορτουνισµό, διακηρύσσοντας ότι ακριβώς γιατί λείπει η ∆ηµοκρατία και η ελευθερία στη Γερµανία, τα όνειρα της «ειρηνικής» εξέλιξης ήταν τελείως ανόητα. Ο Ένγκελς είναι αρκετά προσεχτικός ώστε δεν δένει µόνος του τα χέρια του. Παραδέχεται ότι στις δηµοκρατικές ή ελεύθερες χώρες µπορεί κανείς να φαντασθεί (µόνο να φαντασθεί) µια ειρηνική εξέλιξη προς τον Σοσιαλισµό, άλλά στη Γερµανία επαναλαµβάνει :
«Στη Γερµανία που η Κυβέρνηση είναι παντοδύναµη, και το Ράϊχσταγ και όλοι οι άλλοι αντιπροσωπευτικοί θεσµοί δεν έχουν πραγµατική εξουσία, το να διακηρύσσει κανείς κάτι παρόµοιο, και µάλιστα χωρίς να υπάρχει καµιά ανάγκη, είναι σαν να αφαιρεί το φύλλο συκής της απολυταρχίας και να σκεπάζει τη γυµνότητά της µε το ίδιο του σώµα …»
Η µεγάλη πλειοψηφία των επισήµων ηγετών της Γερµανικής Σοσιαλδηµοκρατίας, που κράτησαν «θαµµένο» αυτό το αξίωµα, απόδειξαν πραγµατικά ότι σκεπάζουν την Απολυταρχία.
«Η πολιτική αυτή δεν µπορεί παρά να οδηγήσει στο τέλος το κόµµα στον στραβό δρόµο. Γενικά και αφηρηµένα πολιτικά ζητήµατα τίθενται επί τάπητος, και έτσι όλα τα άµεσα και συγκεκριµένα προβλήµατα που έρχονται αυτόµατα στην ηµερήσια διάταξη µε την πρώτη προσέγγιση σοβαρών γεγονότων κατά την διάρκεια της πρώτης πολιτικής κρίσης, δεν γίνονται αντιληπτά. Τι άλλο συµπέρασµα βγαίνει απ’ αυτό παρά ότι το κόµµα στην πρώτη κρίσιµη στιγµή θα δείξει αδυναµία, ότι σε όλα τα κρίσιµα ζητήµατα θα προκύψει σύγχυση και διαίρεση, γιατί τα ζητήµατα αυτά δεν είχαν συζητηθεί ποτέ; 
Η παραµέληση αυτή των µεγάλων θεµελιωδών απόψεων χάριν των στιγµιαίων συµφερόντων της ηµέρας, η καταδίωξη αυτή των στιγµιαίων επιτυχιών χωρίς να λογαριάζονται τα κατοπινά αποτελέσµατά των, η θυσία αυτή του µελλοντικού κινήµατος απέναντι του παρόντος, είναι ίσως αποτέλεσµα «εντίµων» αιτίων, αλλά πάντοτε είναι και εξακολουθεί να είναι οπορτουνισµός, και ο «έντιµος» οπορτουνισµός είναι ίσως πιο επικίνδυνος από κάθε άλλον . . . Αν υπάρχει κάτι αναµφισβήτητο, είναι ότι το κόµµα µας και η εργατική τάξη µπορούν να αποκτήσουν την κυριαρχία µόνο µε ένα πολιτικό καθεστώς σαν τη δηµοκρατική πολιτεία. Αυτή πραγµατικά είναι η χαρακτηριστική µορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου όπως απεδείχθη από την Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση . . .» 

Ο Ένγκελς επαναλαµβάνει εδώ µε εξαιρετικά εµφαντικό τρόπο την θεµελιώδη ιδέα που σαν ένα κόκκινο νήµα, απλώνεται σε ολόκληρο το έργο του Μαρξ, δηλαδή ότι η ∆ηµοκρατική Πολιτεία είναι ο πλησιέστερος σταθµός προς την δικτατορία του προλεταριάτου.
Βέβαια η δηµοκρατία αυτή δεν εξαφανίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου και συνεπώς ούτε την καταπίεση των µαζών και την πάλη των τάξεων οδηγεί όµως µοιραία σε µία επέκταση, ένταση και. ανάπτυξη του αγώνα αυτού ώστε µόλις δοθεί η ευκαιρία για την ικανοποίηση των θεµελιωδών συµφερόντων των καταπιεζοµένων µαζών, η ευκαιρία αυτή πραγµατοποιείται µοιραία και αποκλειστικά µε την µορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου, της καθοδήγησης των µαζών αυτών από το προλεταριάτο. Αυτά για ολόκληρη την ∆εύτερη ∆ιεθνή ήταν «ξεχασµένα λόγια» του Μαρξισµού, και η παραµέληση τους αποδεικνύεται φανερά από την ιστορία του Μενσεβικικού κόµµατος στους πρώτους µήνες της Ρωσικής επανάστασης του 1917.

Για το ζήτηµα της Οµοσπονδιακής ∆ηµοκρατίας σε συνδυασµό µε την εθνική σύνθεση του πληθυσµού, ο Ένγκελς γράφει: 
«Τι θα προκύψει στη θέση της σηµερινής Γερµανίας µε το αντιδραστικό µοναρχικό σύνταγµά της και µε τον εξίσου αντιδραστικό χωρισµό σε µικρά κράτη που διαιωνίζει τον χαρακτήρα του «Πρωσισµού» αντί να τα συγχωνεύσει σε µία Γερµανία ενιαία; Κατά τη γνώµη µου το προλεταριάτο µπορεί να χρησιµοποιήσει µόνο τον τύπο µιας και αδιαίρετης δηµοκρατίας.
Η Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία είναι βέβαια, ως σύνολο µια ανάγκη για την τεράστια έκταση των Ηνωµένων Πολιτειών, αλλά για τα Ανατολικά Κράτη γίνεται εµπόδιο. Θα ήταν πρόοδος για την Αγγλία, όπου τέσσερις εθνότητες κατοικούν στα δύο νησιά και όπου αν και υπάρχει ένα Κοινοβούλιο, υπάρχουν όµως τρία νοµοθετικά συστήµατα. Από πολύ καιρό όµως έγινε εµπόδιο στην µικρή Ελβετία, και αν εκεί η Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία είναι ακόµη ανεκτή, αυτό συµβαίνει µόνο γιατί η Ελβετία µένει ευχαριστηµένη µε τον ρόλο ενός τελείως παθητικού µέλους του Ευρωπαϊκού Κρατικού συστήµατος. Για τη Γερµανία µία οµοσπονδιακή διοίκηση κατά το Ελβετικό σύστηµα θα ήταν ένα µεγάλο βήµα προς τα πίσω. ∆υο σηµεία διακρίνουν το Οµοσπονδιακό Κράτος από ένα Κράτος ενιαίο : κάθε ιδιαίτερο κράτος µέσα στην οµοσπονδία έχει τη δική του αστική και ποινική νοµοθεσία, το δικό του ιδιαίτερο δικαστικό σύστηµα -και δεύτερο ότι δίπλα στη λαϊκή Βουλή, υπάρχει µια βουλή από αντιπροσώπους των Κρατών στην οποία κάθε διαµέρισµα ψηφίζει ξεχωριστά χωρίς να λαµβάνει υπ’ όψιν του τα γειτονικά του διαµερίσµατα.»

Στη Γερµανία το Οµοσπονδιακό Κράτος είναι ένα µεταβατικό στάδιο προς το τελείως ενιαίο Κράτος και η «εκ των άνω επανάσταση» του 1886 και 1870 δεν πρέπει να καταργηθεί µε µια οπισθοδρόµηση, αλλά πρέπει να συµπληρωθεί µε «ένα κίνηµα εκ των κάτω».
Ο Ένγκελς όχι µόνο δεν δείχνει αδιαφορία για το ζήτηµα της µορφής του Κράτους, αλλά απεναντίας αναλύει µε τη µεγαλύτερη προσοχή όλες τις µεταβατικές µορφές, για να εξακριβώσει από τους συγκεκριµένους ιστορικούς χαρακτήρες της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης, από που και πού κάθε µεταβατική µορφή εξελίσσεται.
Ο Ένγκελς καθώς και ο Μαρξ, υπερασπίζει από την άποψη του προλεταριάτου και της προλεταριακής επανάστασης τον δηµοκρατικό συγκεντρωτισµό, την µία και αδιαίρετη δηµοκρατία. Η Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία θεωρείται απ’ αυτόν ότι είναι η εξαίρεση και εµπόδιο στην εξέλιξη, η µεταβατική µορφή µεταξύ µοναρχίας και συγκεντρωτικής δηµοκρατίας, ένα προοδευτικό βήµα υπό ορισµένες συνθήκες και µέσα σαυτές τις ορισµένες συνθήκες τοποθετεί το πρόβληµα των εθνοτήτων.
Ο Ένγκελς και ο Μαρξ παρ όλη τους την ανηλεή κριτική κατά της αντίδρασης των µικρών Κρατών, που συχνά, σε ορισµένες συγκεκριµένες περιπτώσεις είναι κρυµµένη κάτω από τον πέπλο του εθνικού ζητήµατος, δεν προσπαθούν καθόλου να αγνοήσουν το εθνικό ζήτηµα- λάθος το οποίον διαπράττουν πολύ συχνά οι Ολλανδοί και Πολωνοί µαρξιστές, αν και το σηµείο της αφετηρίας τους, η αντιπολίτευση τους στον στενό, µικροαστικό εθνικισµό των µικρών Κρατών «τους», είναι πολύ ορθή. 
Ακόµη και στην Αγγλία, που οι γεωγραφικοί όροι, η κοινή γλώσσα και η ιστορία πολλών αιώνων φαίνεται ότι θα είχε λύσει το εθνικό ζήτηµα των τοπικών διαιρέσεων-ακόµη και εκεί ο Ένγκελς αναγνωρίζει ως φανερό γεγονός ότι το εθνικό ζήτηµα δεν τελείωσε ακόµη και παραδέχεται κατά συνέπεια, ότι η εγκαθίδρυση µιας οµοσπονδιακής δηµοκρατίας θα ήταν ένα «προοδευτικό» βήµα. Πραγµατικά δεν βλέπουµε καµία προσπάθεια αποφυγής της κριτικής των κακών µιας Οµοσπονδιακής ∆ηµοκρατίας, ούτε πάλι µια προπαγάνδα απροκάλυπτη υπέρ της ενιαίας και συγκεντρωτικής ∆ηµοκρατίας.

Η αντίληψη όµως του Ένγκελς για την συγκεντρωτική δηµοκρατία δεν έχει τον γραφειοκρατικό εκείνο χαρακτήρα που της αποδίδουν οι µικροαστοί ιδεολόγοι (συµπεριλαµβανοµένων και των αναρχικών).
Ο Συγκεντρωτισµός, κατά τον Ένγκελς, δεν αποκλείει καθόλου µια ευρεία τοπική αυτονοµία, που είναι σαν εκούσια άµυνα της ενότητας του Κράτους από τις κοινότητες και τα διαµερίσµατα, και επιτρέπει την τελεία κατάργηση κάθε γραφειοκρατίας και κάθε «επιβολής» εκ των άνω.
«Θέλουµε λοιπόν µια ενιαία ∆ηµοκρατία (γράφει ο Ένγκελς εκθέτοντας τις απόψεις του Μαρξισµού γα το ζήτηµα του Κράτους) όχι όµως όπως είναι η σηµερινή Γαλλική ∆ηµοκρατία, που στο βάθος, δεν είναι άλλο παρά η Αυτοκρατορία του 1798, χωρίς Αυτοκράτορα. Από το 1792 έως το 1798 κάθε γαλλικό διαµέρισµα, κάθε κοινότητα, είχε τέλεια αυτοδιοίκηση κατά το Αµερικανικό σύστηµα και αυτό ακριβώς ζητούµε κι’ εµείς.
Η Αµερική, η πρώτη Γαλλική ∆ηµοκρατία και ακόµη σήµερα ο Καναδάς, και η Αυστραλία και άλλες Αγγλικές Κτήσεις, µας δείχνουν πως πρέπει να οργανωθεί η τοπική αυτοδιοίκηση και πως είναι δυνατόν να λείψει η γραφειοκρατία. Η επαρχιακή αυτή και κοινοτική αυτοδιοίκηση είναι θεσµός πολύ πιο ελεύθερος από την Ελβετική Οµοσπονδία παραδείγµατος χάριν, στην οποία, είναι βέβαια κάθε Καντόνι αρκετά ανεξάρτητο από τον Σύνδεσµο (δηλαδή από το Οµοσπονδιακό Κράτος ως σύνολον), είναι όµως ανεξάρτητο και από το διαµέρισµα και την κοινότητα. Η Κυβέρνηση του Καντονιού διορίζει τους άρχοντες των διαµερισµάτων, πράγµα που δεν γίνεται στις Αγγλικές χώρες, και που εµείς, στη χώρα µας πρέπει στο µέλλον να το καταργήσουµε τελείως, καθώς και τα Πρωσικά Landrate (Συµβούλια Τοπικά) και Regierungrate (Συµβούλια της Επικράτειας) δηλαδή όλους τους άρχοντες που διορίζονται εκ των άνω)».  
Προτείνει λοιπόν ο Ένγκελς την ακόλουθη διατύπωση του άρθρου του προγράµµατος σχετικά µε την αυτοδιοίκηση : 
«Τελεία αυτοδιοίκηση για τις επαρχίες, διαµερίσµατα και κοινότητες µε άρχοντες εκλεγµένους µε καθολική ψηφοφορία, κατάργηση όλων των τοπικών και επαρχιακών αρχών που διορίζονται από το Κράτος».
Στην Πράβδα της 28 Μαΐου 1917, που παύτηκε από την Κυβέρνηση του Κερένσκυ και των άλλων «σοσιαλιστών» Υπουργών, µου δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσω πώς στο σηµείο αυτό (όχι βέβαια µόνο σαυτό) οι ψευτο-σοσιαλιστές αντιπρόσωποι της ψευτο-επαναστατικής ψευτοδηµοκρατιάς, πρόδωσαν µε σκανδαλώδη τρόπο την δηµοκρατία. Φυσικά οι άνθρωποι αυτοί που συµµάχησαν µε την ιµπεριαλιστική καπιταλιστική τάξη, έµειναν κουφοί στην κριτική αυτή.
Έχει ξεχωριστή σηµασία να σηµειώσουµε πώς ο Ένγκελς, οπλισµένος µε ακριβή γεγονότα, αποκρούει µε ένα ζωντανό παράδειγµα την πρόληψη που είναι πολύ διαδεδοµένη, προπάντων στους δηµοκράτες της µικροαστικής τάξης, ότι η Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία φέρνει αναγκαστικά µεγαλύτερη ελευθερία από µια συγκεντρωτική δηµοκρατία. Αυτό δεν είναι σωστό. Τα γεγονότα που αναφέρει ο Ένγκελς για την συγκεντρωτική Γαλλική ∆ηµοκρατία του 1792-98 και την Οµοσπονδιακή Ελβετία αποδεικνύουν το αντίθετο. Η πραγµατικά δηµοκρατική συγκεντρωτική δηµοκρατία έδωσε περισσότερη ελευθερία από την οµοσπονδιακή δηµοκρατία -µε απλά λόγια τη µεγαλύτερη τοπική ελευθερία, απ όσες ξέρουµε απ’ την ιστορία, την έδωσε η συγκεντρωτική δηµοκρατία και όχι µια ∆ηµοκρατία Οµοσπονδιακή. 
Έως τώρα στη φιλολογία και στη δράση τον κόµµατος µας δεν δόθηκε αρκετή προσοχή σ’ αυτό το γεγονός, καθώς και σ’ ολόκληρο το ζήτηµα της οµοσπονδιακής και συγκεντρωτικής δηµοκρατίας και της τοπικής αυτοδιοίκησης.

5. Ο Πρόλογος του 1891 στο βιβλίο του Μαρξ «Ο Εµφύλιος πόλεµος στη Γαλλία»

Στον πρόλογο που κάνει στην τρίτη έκδοση του Εµφυλίου Πολέµου στη Γαλλία (ο πρόλογος χρονολογείται από τις 18 Μαρτίου 1891, και δηµοσιεύθηκε πρώτη φορά στη Neue Zeit), ο Ένγκελς µαζί µε άλλα ενδιαφέροντα ζητήµατα σχετικώς µε το Κράτος, µας δίνει µια θαυµαστή περίληψη των διδαγµάτων της Κοµµούνας. Η περίληψη αυτή επιβεβαιωµένη από όλη την πείρα της περιόδου των είκοσι χρονών που χωρίζουν τον συγγραφέα από την Κοµµούνα και στρεφόµενη κυρίως εναντίον της «προληπτικής πίστεως προς το Κράτος» που ήταν τόσο απλωµένη στη Γερµανία, µπορεί πολύ σωστά να ονοµασθεί η τελευταία λέξη του Μαρξισµού για το ζήτηµα που εξετάζουµε.
Στη Γαλλία, παρατηρεί ο Ένγκελς, οι εργάτες οπλίζονταν ύστερα από κάθε επανάσταση. «Συνεπώς το πρώτο έργο τον κάθε αστού που ήταν επικεφαλής του Κράτους ήταν ο αφοπλισµός των εργατών. Έτσι ύστερα από κάθε επανάσταση που κέρδιζαν οι εργάτες µια νέα πάλη προέκυπτε που τελείωνε κάθε φορά µε την ήττα τους...»
Συνοψίζεται εδώ η πείρα των αστικών επαναστάσεων, µε τρόπο τόσο σύντοµο όσο και εκφραστικό. Η ουσία όλου του ζητήµατος- καθώς και του ζητήµατος του Κράτους-δηλαδή αν έχει όπλα η καταπιεζόµενη τάξη, εκτίθεται εδώ µε θαυµάσιο τρόπο. Αυτό ακριβώς είναι το ουσιώδες σηµείο που τις πιο πολλές φορές αγνοούν και οι καθηγητές που βρίσκονται κάτω από την επιρροή της καπιταλιστικής ιδεολογίας και οι δηµοκράτες της µικροαστικής τάξης. Στη Ρωσική Επανάσταση του 1917, η τιµή ότι πρόδωσε το µυστικό των αστικών επαναστάσεων ανήκει στον «Μενσεβίκο» και αυτοκαλούµενο «Μαρξιστή» Τσερετέλι:. Στον «ιστορικό του λόγο της 9ης (22ας) Ιουνίου ο Τσερετέλλι ανακοίνωσε την απόφαση της πλουτοκρατίας να αφοπλίσει τους εργάτες της Πετρούπολης παρουσιάζοντας εννοείται την απόφαση αυτή ως δική του και ως ζωτική ανάγκη του Κράτους. 
Ο ιστορικός λόγος του Τσερετέλλι στις 9 (22) Ιουνίου θα είναι για κάθε ιστορικό της Επανάστασης του 1917 µία από τις φανερότερες αποδείξεις ότι ο συνασπισµός των σοσιαλεπαναστατών και των µενσεβίκων υπό την αρχηγία τον κ. Τσερετέλλι, ετάχθη µε το µέρος της καπιταλιστικής τάξης, εναντίον του επαναστατικού προλεταριάτου. 
Μια άλλη παρατήρηση του Ένγκελς, σχετικά µε το ζήτηµα του Κράτους, αναφέρεται στη θρησκεία. Είναι γνωστό ότι ή Γερµανική Σοσιαλδηµοκρατία, ανάλογα µε τον βαθµό της κατάπτωσης της και της οπορτουνιστικής κατευθύνσεώς της, έπεφτε ολοένα περισσότερο στην υποκριτική παρερµηνεία της περίφηµης αρχής ότι «η θρησκεία είναι ιδιωτική υπόθεση. ∆ηλαδή η αρχή αυτή καταντούσε να σηµαίνει ότι ακόµη και για το Κόµµα του επαναστατικού προλεταριάτου το ζήτηµα της θρησκείας ήταν ιδιωτική υπόθεση. Και ακριβώς αυτή την τελεία προδοσία του επαναστατικού προγράµµατος του προλεταριάτου, καταπολέµησε ο Ένγκελς. Στα 1891 είδε µόνο τις πρώτες αρχές τού οπορτουνισµού µέσα στο κόµµα του και γι αυτό εκφράζεται στο ζήτηµα τούτο µε προφύλαξη. 

«Με το γεγονός ότι στην Κοµµούνα είχαν θέση, σχεδόν αποκλειστικά, µόνο εργάτες ή αναγνωρισµένοι αντιπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της διακρίνονταν από τον τελείως προλεταριακό τους χαρακτήρα. Οι αποφάσεις αυτές ή καθιέρωναν µεταρρυθµίσεις που η δηµοκρατική πλουτοκρατία είχε αποκρούσει µόνο από ταπεινή δειλία, άλλα που αποτελούσαν το αναγκαίο θεµέλιο για την ελεύθερη δράση της εργατικής τάξης. Τέτοια, παραδείγµατος χάρη, ήταν η παραδοχή της αρχής ότι σε σχέση µε το Κράτος η θρησκεία είναι απλώς ιδιωτική υπόθεση. Ή η Κοµµούνα έθετε σε εφαρµογή διατάγµατα απευθείας για τα συµφέροντα της εργατικής τάξης και, έτσι άνοιγε βέβαια βαθιές πληγές στο παλιό κοινωνικό σώµα». 

Ο Ένγκελς τονίζει ιδιαίτερα τις λέξεις «σε σχέση µε το Κράτος», δίνοντας έτσι όχι απλώς έναν υπαινιγµό, αλλά ένα φανερό χτύπηµα στον γερµανικό οπορτουνισµό που είχε διακηρύξει ότι η θρησκεία είναι ιδιωτική υπόθεση σε σχέση µε το κόµµα, ταπεινώνοντας έτσι το κόµµα του επαναστατικού προλεταριάτου στο, επίπεδο των πιο επιπόλαιων µικροαστών οπαδών της «ελεύθερης σκέψης» που είναι πρόθυµοι να δεχτούν ένα µη θρησκευτικό Κράτος, αλλά αρνούνται κάθε αγώνα του κόµµατος εναντίον του θρησκευτικού δηλητηρίου που ναρκώνει τον λαό. 
Ο ιστορικός του µέλλοντος που θα ερευνήσει τις ριζικές αιτίες της αισχρής χρεοκοπίας της Γερµανικής Σοσιαλδηµοκρατίας στα 1914, θα βρει πολλά ενδιαφέροντα στο σηµείο αυτό, αρχίζοντας από τα άρθρα του πνευµατικού αρχηγού του Κόµµατος, του Κάουτσκυ, που ανοίγουν την πόρτα πλατειά στον οπορτουνισµό και τελειώνοντας στην στάση τον Κόµµατος απέναντι τον Lοs-νοn-Κirche-Bewengung (το κίνηµα για την εκτόπιση της Εκκλησίας) στα 1913.  

Ας δούµε όµως πώς, είκοσι χρόνια ύστερα από την Κοµµούνα, ο Ένγκελς συνοψίζει τα διδάγµατά της προς το αγωνιζόµενο προλεταριάτο.
Αυτά είναι τα διδάγµατα στα οποία ο Ένγκελς δίνει θεµελιώδη σηµασία. 
«Ακριβώς αυτή η καταπιεστική δύναµη της παλιάς συγκεντρωτικής Κυβέρνησης, ο στρατός, η πολιτική αστυνοµία, η γραφειοκρατία που ο Ναπολέων δηµιούργησε στα 1798, και που από τότε, κάθε νέα Κυβέρνηση χρησιµοποίησε ως απαραίτητο όπλο εναντίον των αντίπαλων της- ακριβώς αυτή η δύναµη θα έπεφτε σε όλη τη Γαλλία όπως έπεσε στο Παρίσι. 
Η Κοµµούνα ήταν υποχρεωµένη να αναγνωρίσει αµέσως ότι η εργατική τάξη, αφού κατέλαβε την εξουσία δεν µπορούσε να εξακολουθήσει τις κυβερνητικές λειτουργίες µε τον παλιό µηχανισµό ότι για να µη χάσει πάλι την νεοαποκτηµένη κυριαρχία της, η εργατική τάξη έπρεπε, απ’ το ένα µέρος να σαρώσει ολόκληρη την παλιά καταπιεστική µηχανή που έως τότε είχε χρησιµοποιηθεί εναντίον της, και από το άλλο µέρος να εξασφαλισθεί απέναντι των δικών της αντιπρόσωπων και υπαλλήλων, καθιερώνοντας την αρχή ότι όλοι, χωρίς εξαίρεση, µπορούν σε κάθε στιγµή να ανακληθούν».    

Ο Ένγκελς τονίζει άλλη µια φορά ότι όχι µόνο σε µία Μοναρχία, αλλά και σε µια δηµοκρατική πολιτεία, το Κράτος µένει Κράτος, δηλαδή διατηρεί το θεµελιώδες και χαρακτηριστικό στοιχείο του, που είναι η µεταµόρφωση των αρχόντων «των υπηρετών της κοινωνίας» και των οργάνων του σε κυβερνήτες της κοινωνίας.
«Εναντίον της µοιραίας αυτής µεταµόρφωσης όλων των κυβερνητικών συστηµάτων που είχαν υπάρξει έως τότε, δηλαδή της µεταµορφώσης του Κράτους και των οργάνων του από υπηρέτες σε κυβερνήτες της κοινωνίας, η κοµµούνα χρησιµοποίησε δύο αποτελεσµατικά µέσα. Πρώτον διόριζε σε όλες τις θέσεις, διοικητικές, δικαστικές, και εκπαιδευτικές πρόσωπα εκλεγόµενα µε καθολική ψηφοφορία, καθιερώνοντας συγχρόνως το δικαίωµα της ανάκλησης σε κάθε στιγµή των εκλεγέντων από τους εκλογείς των. ∆εύτερον πλήρωνε όλους τους υπαλλήλους, ανώτερους και κατώτερους, µε το ίδιο ηµεροµίσθιο που έπαιρναν και οι άλλοι εργάτες. Ο µεγαλύτερος µισθός που πλήρωνε η Κοµµούνα ήταν 6.000 φράγκα* (*∆ηλαδή περίπου 2.400 ρούβλια το χρόνο ή σύµφωνα µε τις σηµερινές (1917) ανταλλακτικές τιµές στη Ρωσία 6.000 ρούβλια. Οι Μπολσεβίκοι που πρότειναν 9.000 ρούβλια µισθό για τα µέλη της κάθε Τοπικής ∆ούµας κάνουν ασυγχώρητο λάθος, ενώ έπρεπε να προτείνουν ως ανώτατο µισθό 6.000 ρούβλια για όλους τους δηµοσίους υπαλλήλους, ποσό που είναι τελείως αρκετό για τον καθένα).
Έτσι δηµιουργήθηκε ένας αποτελεσµατικός φραγµός κατά της θεσιθηρίας και του καριερισµού», χωρίς να αναφέρουµε τις υποχρεωτικές εντολές που επέβαλλε η Κοµµούνα στους εκλεγόµενους σε αντιπροσωπευτικούς θεσµούς». 


Ο Ένγκελς καθορίζει εδώ τα όρια µεταξύ µιας δηµοκρατίας που µεταµορφώνεται σε Σοσιαλισµό και του Σοσιαλισµού. Για την καταστροφή του Κράτους πρέπει να µετατραπούν οι λειτουργίες της δηµόσιας υπηρεσίας σε απλές λειτουργίες έλεγχου και λογιστικής που θα µπορεί να τις εκτελεί η µεγάλη πλειοψηφία του πληθυσµού ή και κάθε άτοµο. Και για να εκµηδενισθούν τελείως οι πολιτικοί τυχοδιώχτες, πρέπει να γίνει αδύνατο, µε τον µικρό µισθό, οι δηµόσιες υπηρεσίες να χρησιµοποιηθούν ως βάθρο για να πηδούν στις επικερδείς θέσεις των τραπεζών και των Μετοχικών Εταιρειών, όπως γίνεται γενικά στις πιο ελευθερές καπιταλιστικές χώρες.
Ο Ένγκελς όµως δεν κάνει το λάθος που κάνουν µερικοί µαρξιστές για το ζήτηµα του δικαιώµατος της αυτοδιοίκησης ενός έθνους, ότι δηλαδή αυτό είναι αδύνατο µέσα στον Καπιταλισµό και θα είναι περιττό στο Σοσιαλισµό.
Η πνευµατώδης ίσως, πραγµατικά όµως εσφαλµένη, αυτή γνώµη θα µπορούσε να εφαρµοσθεί για κάθε δηµοκρατικό θεσµό, καθώς και για την πληρωµή µικρών µισθών στους υπαλλήλους γιατί όσο διαρκεί η ζωή του καπιταλισµού µία τελεία δηµοκρατία είναι αδύνατη, ενώ στον Σοσιαλισµό κάθε πολιτική δηµοκρατία εξαφανίζεται. 
Αυτό είναι ένα σόφισµα ανάλογο µε το παλιό έξυπνο πρόβληµα ποτέ ένας άνθρωπος γίνεται φαλακρός, όταν του βγάζουν µία-µία τρίχα απ’ τα µαλλιά του.
Η εξέλιξη της δηµοκρατίας µέχρι τέλους, η αναζήτηση των τύπων, της εξέλιξης αυτής, η πρακτική τους απόδειξη, όλα αυτά περιλαµβάνονται στον αγώνα για την Κοινωνική Επανάσταση. Αν τα πάρουµε χωριστά, ο Σοσιαλισµός δεν φέρνει καµιά ∆ηµοκρατία. Στην σηµερινή όµως ζωή η ∆ηµοκρατία δεν πρέπει να «παίρνεται µόνη της» πρέπει να «παίρνεται µαζί» µε άλλα πράγµατα, πρέπει να επεκτείνεται η επιρροή της και στο οικονοµικό µέρος έτσι θα επιταχυνθεί η µεταµόρφωση της οικονοµικής ζωής, η οποία θα υποστεί επίσης την επίδραση της οικονοµικής εξέλιξης. Αυτή είναι ή διαλεκτική µέθοδος της σηµερινής ζωντανής ιστορίας. Ο Ένγκελς εξακολουθεί : 
«Η συντριβή (Sprebgug) αυτή του παλιού κυβερνητικού µηχανισµού και η αντικατάσταση του από ένα νέο, πραγµατικά δηµοκρατικό, περιγράφεται λεπτοµερώς στο τρίτο µέρος του Εµφύλιου Πολέµου. Θα ήταν αναγκαίο να ασχοληθούµε άλλη µία φορά µε λίγα λόγια γιαυτό το σηµείο, δηλαδή, για µερικά στοιχεία της αντικατάστασης αυτής, γιατί στην Γερµανία η προληπτική πίστη προς το Κράτος πέρασε πια τα όρια τής φιλοσοφίας και µπήκε στην γενική συνείδηση της πλουτοκρατίας και ακόµη και πολλών εργατών. Σύµφωνα µε την διδασκαλία των φιλόσοφων, το Κράτος «είναι η πραγµατοποίηση της ιδέας» ή κατά µετάφραση στη Θεολογική γλώσσα «το Βασίλειο του Θεού επί της Γης» το Κράτος είναι «ο αγρός, στον οποίον καρποφορεί ή αιώνια αλήθεια και δικαιοσύνη». Και έτσι γεννιέται µια προληπτική υποταγή στο Κράτος-µια προληπτική υποταγή που ριζώνεται πολύ εύκολα γιατί ο λαός είναι συνηθισµένος, από την κούνια του, να σκέπτεται ότι οι υποθέσεις και τα συµφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας δεν µπορούν να κυβερνηθούν και να προστατευθούν αλλιώς παρά µόνο µε τον τρόπο που υπάρχει-δηλαδή δια µέσω του Κράτους και των καλοπληρωµένων υπαλλήλων του. Ο κόσµος νοµίζει ότι κάνει παρά πολύ µεγάλο βήµα προς τα εµπρός, αν αποτινάξει την πίστη στην κληρονοµική Μοναρχία και ασπασθεί µια δηµοκρατική πολιτεία. Στην πραγµατικότητα, το Κράτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά µηχανισµός καταπίεσης της µιας τάξης από την άλλη, τόσο στην Μοναρχία, όσο και στην ∆ηµοκρατική Πολιτεία, χωρίς την παραµικρή διάφορα. Ή καλύτερα το Κράτος είναι µια αρρώστια που κληρονοµάει το προλεταριάτο όταν βγει νικηφόρο στον αγώνα για την κυριαρχία της τάξης του. Το νικηφόρο προλεταριάτο, ακριβώς όπως ή Κοµµούνα, θα υποχρεωθεί αµέσως να κόψει τα κακά στοιχεία της αρρώστιας αυτής, έως ότου µια νέα γενεά, µεγαλώσει µέσα σε νέες κι ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα έχει την ικανότητα να συντρίψει όλα τα άχρηστα παλιά σκουπίδια της Κρατικής οργάνωσης».  

Ο Ένγκελς καθιστά προσεκτικούς τους Γερµανούς, όταν η Μοναρχία αντικατασταθεί από την ∆ηµοκρατία, να µη ξεχνούν τις βασικές σοσιαλιστικές αρχές για το ζήτηµα του Κράτους γενικώς.
Τα λόγια του είναι σήµερα ένα άµεσο µάθηµα για τους κ. κ. Τσερετέλλι και Τσέρνωφ, που µε την τακτική του συµβιβασµού τους απέδειξαν µία προληπτική πίστη και σεβασµό απέναντι τον Κράτους ! 
Αλλά δύο σηµεία. 1) Όταν ο Ένγκελς λέει ότι στο δηµοκρατικό πολίτευµα «χωρίς την παραµικρή διαφορά» από µία Μοναρχία, το Κράτος εξακολουθεί να είναι ένας «µηχανισµός καταπίεσης µίας τάξης από την άλλη», αυτό δεν σηµαίνει καθόλου ότι η µορφή της καταπίεσης είναι κάτι αδιάφορο για το προλεταριάτο, όπως «διδάσκουν» µερικοί αναρχικοί. Μια πλατύτερη, πιο ελεύθερη και φανερή µορφή της πάλης των τάξεων και της καταπίεσης µιας τάξης από την άλλη, βοηθάει πάρα πολύ το προλεταριάτο στον αγώνα του για την εκµηδένιση όλων των τάξεων. 2) Το ζήτηµα γιατί µόνο µια καινούρια γενεά θα είναι ικανή να σαρώσει τελείως τον παλιό σκελετό του Κράτους, αυτό είναι συνδεδεµένο µε το ζήτηµα τής εγκατάλειψης της ∆ηµοκρατίας, στο οποίο ερχόµαστε τώρα. 

6. Πως σκέπτεται ο Ένγκελς για την εξαφάνιση του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. 

Ο Ένγκελς βρήκε την ευκαιρία να µιλήσει για το ζήτηµα αυτό, εξετάζοντας αν είναι «επιστηµονικώς» σωστός ο όρος «σοσιαλδηµοκράτης». 
Στην εισαγωγή που γράφει στην έκδοση των άρθρων του µετά το 70 για διάφορα ζητήµατα, και, κυρίως για ζητήµατα διεθνή («Internationales aus dem Volkstaat») που έχει ηµεροµηνία 3 Ιανουαρίου 1894, (δηλαδή ενάµιση χρόνο πριν πεθάνει), ο Ένγκελς έγραφε ότι σε όλα του τα άρθρα µεταχειρίζεται την λέξη «κοµµουνιστής» και όχι «σοσιαλδηµοκράτης», γιατί εκείνη την εποχή σοσιαλδηµοκράτες ονοµάζονταν οι οπαδοί του Προυντόν στη Γαλλία και του Λασσάλ στη Γερµανία. 
«Ο Μαρξ και εγώ (εξακολουθεί ο Ένγκελς) δεν µπορούσαµε βέβαια να µεταχειρισθούµε αυτόν τον όρο για να διατυπώσουµε την ξεχωριστή άποψη µας. Σήµερα τα πράγµατα άλλαξαν και η λέξη αυτή (σοσιαλδηµοκράτης) µπορεί να συγχωρεθεί, αν και εξακολουθεί να είναι ανακριβής (unpassend, κατά λέξη, ανακόλουθος) για ένα κόµµα που το οικονοµικό του πρόγραµµα δεν είναι απλώς και γενικώς σοσιαλιστικό (κοινωνιστικό), άλλα συγκεκριµένα κοµµουνιστικό-για ένα κόµµα που ο τελικός του πολιτικός σκοπός είναι η εξαφάνιση ολοκλήρου του Κράτους και συνεπώς και της ∆ηµοκρατίας. Αλλά τα ονόµατα των πραγµατικών πολιτικών κοµµάτων δεν ανταποκρίνονται ποτέ τελείως στα γεγονότα : το κόµµα εξελίσσεται, το όνοµα µένει». 
Ο διαλεκτικός Ένγκελς µένει πιστός στην διαλεκτική µέθοδο έως την τελευταία ηµέρα της ζωής του. Ο Μαρξ και εγώ, λέει, είχαµε ένα θαυµάσιο, επιστηµονικό, σωστό όνοµα του κόµµατος, αλλά δεν υπήρχε πραγµατικό κόµµα, δηλαδή, δεν υπήρχε κόµµα της προλεταριακής µάζας.
Σήµερα, στο τέλος του l9ου αιώνα, υπάρχει ένα πραγµατικό κόµµα, άλλά το όνοµα του δεν είναι σωστό. ∆εν πειράζει όµως, µπορεί να «συγχωρηθεί», αρκεί το κόµµα να αναπτυχθεί, αρκεί να µη συγκαλυφθεί η επιστηµονική ανακρίβεια του ονόµατος του, και να µη εµποδίσει την ανάπτυξη του προς την ορθή κατεύθυνση.
Μπορεί ίσως κανείς έξυπνος ευφυολόγος να θελήσει να παρηγορήσει εµάς τους Μπολσεβίκους µε τον τρόπο του Ένγκελς : έχουµε ένα πραγµατικό κόµµα που αναπτύσσεται αξιοθαύµαστα, το ανούσιο και βάρβαρο όνοµα «Μπολσεβικικό» µπορεί «να συγχωρηθεί» αν και δεν εκφράζει τίποτε παρά το τυχαίο γεγονός ότι στην Συνδιάσκεψη Βρυξελλών-Λονδίνου στα 1903 είχαµε την πλειοψηφία (Bolshinstvo). Ίσως σήµερα που οι καταδιώξεις του κόµµατος που έγιναν τον Ιούλιο και Αύγουστο από τους δηµοκρατικούς και «επαναστατικούς» µικροαστούς, έδωσαν στη λέξη «µπολσεβίκος» ένα παγκόσµιο σεβασµό, όπως επίσης οι καταδιώξεις αυτές σηµείωσαν ένα τόσο µεγάλο ιστορικό βήµα προς τα εµπρός που έκανε το κόµµα µας στην σηµερινή του εξέλιξη-ίσως σήµερα θα δίσταζα να επαναλάβω την πρόταση που έκανα τον Απρίλιο, να αλλάξουµε το όνοµα τον κόµµατος µας. Θα προτιµούσα να προτείνω ένα συµβιβασµό στους συντρόφους µας, να ονοµασθούµε Κοµµουνιστικό Κόµµα, αλλά να κρατήσουµε το Μπολσεβικικό εντός παρένθεσης.... Αλλά το ζήτηµα του ονόµατος του κόµµατος έχει ασύγκριτα µικρότερη σηµασία από το ζήτηµα της σχέσης του επαναστατικού προλεταριάτου προς το Κράτος. 
Στις καθηµερινές συζητήσεις για το Κράτος γίνεται διαρκώς το λάθος αυτό που µας δείχνει ο Ένγκελς, και που αναφέραµε παραπάνω. ∆ηλαδή λησµονείται διαρκώς ότι η καταστροφή του Κράτους φέρνει επίσης και την καταστροφή της ∆ηµοκρατίας, ότι ο µαρασµός του Κράτους σηµαίνει επίσης και µαρασµό της ∆ηµοκρατίας. Εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται πολύ παράξενο και ακατανόητο. Ίσως αλήθεια αρχίσει κανείς να φοβάται µήπως εµείς περιµένουµε µια τέτοια κοινωνία, στην οποία δεν θα είναι σεβαστή η αρχή της διοίκησης της πλειοψηφίας -γιατί τι άλλο είναι ή δηµοκρατία, παρά η αναγνώριση αυτής της αρχής.
Όχι, ∆ηµοκρατία δεν είναι η διοίκηση της πλειοψηφίας. Όχι, η ∆ηµοκρατία είναι Κράτος που αναγνωρίζει την υποδούλωση της µειοψηφίας στην πλειοψηφία, δηλαδή, µια οργάνωση για την συστηµατική χρήση της βίας από µια τάξη εναντίον άλλης, από ένα µέρος του πληθυσµού κατά του άλλου. 
Τελικός µας σκοπός είναι η καταστροφή του Κράτους, δηλαδή, η καταστροφή κάθε οργανωµένης και συστηµατικής βίας, κάθε µορφής της βίας εν γένει εναντίον οποιουδήποτε. ∆εν περιµένουµε να έλθει µια κοινωνία στην οποία δεν θα λαµβάνεται υπ’ όψιν η αρχή της υποταγής της µειοψηφίας στην πλειοψηφία. Επιδιώκοντας όµως τον Σοσιαλισµό, έχουµε την πεποίθηση ότι αυτός θα εξελιχθεί έπειτα σε Κοµµουνισµό και τότε θα λείψει κάθε ανάγκη βίας για την υποταγή ενός ανθρώπου σε άλλον, µιας µερίδας της κοινωνίας σε άλλη, γιατί οι άνθρωποι θα συνηθίσουν , σιγά-σιγά να δέχονται τους στοιχειώδεις όρους τής κοινωνικής ζωής χωρίς βία και χωρίς υποταγή. 
Για να τονίσει την σηµασία αυτής της συνηθείας, ο Ένγκελς µιλάει για µια νέα γενεά «που µεγαλώνει µέσα σε νέους και ελεύθερους κοινωνικούς όρους και θα είναι ικανή να συντρίψει όλα τα άχρηστα σκουπίδια της Κρατικής οργάνωσης» -κάθε είδους Κράτος, εποµένως και το ∆ηµοκρατικό Κράτος. 
Για να διαφωτίσουµε το σηµείο αυτό, θα εξετάσουµε το ζήτηµα των οικονοµικών βάσεων του µαρασµού του Κράτους.

V. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Λεπτοµερέστατη ανάλυση του ζητήµατος αυτού µας δίνει ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράµµατος της Gοtha (επιστολή προς τον Μπράκε, στις 15 Μαΐου 1875 που δηµοσιεύθηκε µόλις στα 1891 στην Neue Zeit). Το πολεµικό µέρος του αξιοσηµείωτου αυτού έργου, που είναι µία κριτική του Λασσαλισµού, έχει επισκιάσει, για να πούµε έτσι, το θετικό του µέρος, δηλαδή την ανάλυση της σχέσης που έχει η ανάπτυξη του Κοµµουνισµού µε τον µαρασµό του Κράτους. 

1. ∆ιατύπωση του ζητήµατος από τον Μαρξ.

Όταν κανείς συγκρίνει µε επιπολαιότητα την επιστολή του Μαρξ προς τον Μπράκε (15 Μαΐου 1875) µε την επιστολή του Ένγκελς προς τον Μπέµπελ (28 Μαρτίου 1875) για την οποία µιλήσαµε παραπάνω θα νοµίσει ότι ο Μαρξ ήταν πολύ περισσότερο υποστηρικτής του Κράτους παρά ο Ένγκελς, και ότι η διαφορά της γνώµης των στο ζήτηµα του Κράτους είναι πολύ σηµαντική. 
Ο Ένγκελς υποδεικνύει στον Μπέµπελ ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί όλη η φλυαρία περί Κράτους ότι η λέξη "Κράτος" πρέπει να αφαιρεθεί από το πρόγραµµα και να αντικατασταθεί µε την λέξη "Κοινοκτηµοσύνη" ο Ένγκελς µάλιστα διακηρύσσει ότι η Κοµµούνα πραγµατικά δεν ήταν πια Κράτος στην κύρια σηµασία της λέξης. 
Απεναντίας ο Μαρξ µιλάει για το "µέλλον Κράτος στην Κοµµουνιστική κοινωνία", δηλαδή φαινοµενικά αναγνωρίζει την ανάγκη του Κράτους και στο Κοµµουνιστικό σύστηµα. 
Η εξήγηση όµως αύτή είναι πολύ εσφαλµένη, µια βαθύτερη εξέταση δείχνει ότι οι απόψεις του Μαρξ και του Ένγκελς για το Κράτος και τη παρακµή του είναι τελείως όµοιες, και ότι η έκφραση του Μαρξ, που αναφέραµε παραπάνω, αναφέρεται στο εξαφανιζόµενο Κράτος. 
Είναι φανερό ότι δεν µπορεί κανείς να ορίσει ακριβώς την στιγµή του µελλοντικού "µαρασµού" γιατί θα είναι µια αρκετά µεγάλη σειρά εξέλιξης. Η φαινοµενική διαφορά φαίνεται µεταξύ Μαρξ και Ένγκελς οφείλεται στα διαφορετικά θέµατα που ανέλυαν, στους διαφορετικούς σκοπούς που επεδίωκε ο καθένας τους. Ο Ένγκελς διατύπωσε το πρόβληµα καθαρά, αποφασιστικά και πλατιά για να δείξει στον Μπέµπελ όλη την ηλιθιότητα των συνηθισµένων προλήψεων σχετικά µε το Κράτος, πολλές από τις οποίες πίστευε κι αυτός ο Λασσάλ. 
Ο Μαρξ άπλα θίγει αυτό το ζήτηµα, γιατί ενδιαφέρεται κυρίως για ένα άλλο θέµα-την εξέλιξη της Κοµµουνιστικής κοινωνίας. Όλη η θεωρία του Μαρξ είναι εφαρµογή της θεωρίας της εξέλιξης στην πιο συγκεκριµένη, τέλεια, µελετηµένη και καρποφόρο µορφή της στον νεώτερο καπιταλισµό. Φυσικά στον Μαρξ παρουσιάζεται τότε το ζήτηµα τής εφαρµογής αυτής της θεωρίας και στην προσεχή ανατροπή του καπιταλισµού και στην µελλοντική ανάπτυξη τον µελλοντικού Κοµµουνισµού. 
Ποια γεγονότα µπορούν να αποτελέσουν την βάση της µελλοντικής ανάπτυξης του µελλοντικού Κοµουνισµού; 
Η βάση αυτή είναι το γεγονός ότι η µελλοντική αυτή ανάπτυξη του µελλοντικού Κοµµουνισµού κατάγεται από τον καπιταλισµό, ότι εξελίσσεται ιστορικώς από τον καπιταλισµό, ότι είναι το αποτέλεσµα της ενέργειας των κοινωνικών δυνάµεων που γέννησε ο καπιταλισµός. ∆εν παρασύρεται καθόλου ο Μαρξ από την ουτοπία ούτε επιχειρεί να επινοήσει κάτι που δεν µπορεί να είναι γνωστό. Ο Μαρξ εξετάζει το ζήτηµα του Κοµουνισµού όπως ένας φυσιοδίφης θα εξέταζε το ζήτηµα της ανάπτυξης µιας νέας βιολογικής παραλλαγής, όταν ήξερε την καταγωγή της και την κατεύθυνση της εξέλιξης της. 
Πρώτα-πρώτα ο Μαρξ διαλύει όλη τη σύγχυση που φέρνει το πρόγραµµα τής Gotha στο ζήτηµα των αµοιβαίων σχέσεων Κράτους και Κοινωνίας. 

"Η σύγχρονη κοινωνία (γράφει ο Μαρξ) είναι κοινωνία καπιταλιστική, που υπάρχει σε όλες τις πολιτισµένες χώρες που ελευθερώθηκαν σε µεγάλο ή µικρό βαθµό από τις µεσαιωνικές προσµίξεις, που παρουσιάζουν διάφορους τύπους σύµφωνα µε τους ξεχωριστούς ιστορικούς όρους της εξέλιξης κάθε χώρας και ανάλογα µε την ανάπτυξη τους. 
Απεναντίας το "σύγχρονο Κράτος" διαφέρει στη βάση κάθε Κράτους. Στην Πρωσσο - Γερµανική Αυτοκρατορία είναι εντελώς διαφορετικό από ότι είναι στην Ελβετία, στην Αγγλία εντελώς διαφορετικό από ότι είναι στις Ηνωµένες Πολιτείες. Είναι λοιπόν το "σύγχρονο Κράτος" ένα πρόπλασµα. 
Μολαταύτα παρ' όλες τις διάφορες µορφές τους, όλοι οι τύποι του Κράτους στις διάφορες πολιτισµένες χώρες έχουν τούτο το κοινό χαρακτηριστικό βασίζονται όλες επάνω στην σύγχρονη αστική κοινωνία που είναι περισσότερο ή λιγότερο κεφαλαιοκρατικά ανεπτυγµένη. Έχουν λοιπόν ορισµένα κοινά χαρακτηριστικά. Έτσι µπορεί να µιλάει κανείς για το "σύγχρονο Κράτος" εν αντιθέσει προς το µέλλον, όταν η σηµερινή του βάση, δηλαδή η καπιταλιστική κοινωνία θα έχει εκλείψει. 
Το ερώτηµα λοιπόν τίθεται ως εξής: Τι µεταµόρφωση θα υποστούν οι µορφές της κυβέρνησης στην κοµµουνιστική κοινωνία; Με άλλα λόγια, ποιες κοινωνικές λειτουργίες θα µένουν τότε, ανάλογες µε τις σηµερινές λειτουργίες του Κράτους; Στο ερώτηµα αυτό µπορούµε να απαντήσουµε µόνο µε τη βοήθεια της επιστηµονικής µεθόδου. Μπορούµε να συνδυάσουµε χιλιάδες φορές την λέξη "λαός" µε την λέξη "Κράτος" δεν προσεγγίζουµε όµως ούτε κατά ένα χιλιοστόµετρο στην λύση του προβλήµατος..."

Γελοιοποιώντας έτσι ο Μαρξ όλη την φλυαρία για το "λαϊκό" Κράτος, διατυπώνει το ερώτηµα και µας προειδοποιεί ότι, για να απαντήσουµε επιστηµονικά σ’αυτό πρέπει να στηριχθούµε µόνο σε αποδεδειγµένα επιστηµονικά γεγονότα. 
Το πρώτο γεγονός που αποδείχθηκε µε τέλεια ακρίβεια από ολόκληρη την θεωρία της εξέλιξης και µάλιστα από ολόκληρη την επιστήµη, γεγονός που είχαν ξεχάσει οι ουτοπιστές και που λησµονείτε και σήµερα από τους σύγχρονους οπορτουνιστές που φοβούνται την σοσιαλιστική επανάσταση, είναι ότι ιστορικά, χωρίς αµφιβολία θα υπάρξει ένα ξεχωριστό στάδιο ή εποχή µεταβάσεως από τον Καπιταλισµό στον Κοµµουνισµό. 

2. Η µετάβαση από τον Καπιταλισµό στον Κοµµουνισµό. 

"Μεταξύ της καπιταλιστικής και της κοµµουνιστικής κοινωνίας (εξακολουθεί ο Ένγκελς) υπάρχει µια περίοδος επαναστατικής µεταµόρφωσης από την παλιά στην νέα µορφή. 
Ένα στάδιο πολιτικής µετάβασης ανταποκρίνεται σ' αυτήν την περίοδο, και το Κράτος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν µπορεί να είναι άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου". 

Το συµπέρασµα αυτό, ο Μαρξ το στηρίζει επάνω στην ανάλυση του ρόλου που παίζει το προλεταριάτο στην νεότερη καπιταλιστική κοινωνία, στα γεγονότα της εξέλιξης της κοινωνίας αυτής και στο αδύνατο της συνδιαλλαγής των ανταγωνιστικών συµφερόντων της προλεταριακής και της καπιταλιστικής τάξης. 
Πρώτα το ζήτηµα παρουσιάζεται ως έξής : Για να πραγµατοποιήσει την απελευθέρωση του το προλεταριάτο πρέπει να ανατρέψει την καπιταλιστική τάξη, να κατακτήσει την πολιτική εξουσία και να επιβάλει την δική του επαναστατική δικτατορία. 
Σήµερα το ζήτηµα παρουσιάζεται κάπως διαφορετικό : 
Η µετάβαση από την καπιταλιστική κοινωνία που εξελίσσεται, προς τον Κοµµουνισµό, σε µια Κοµµουνιστική Κοινωνία, δεν µπορεί να γίνει χωρίς µια περίοδο «πολιτικής µετάβασης» και στην περίοδο αυτή το Κράτος δεν µπορεί να είναι παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. 
Τι σχέση έχει λοιπόν η δικτατορία αυτή µε την δηµοκρατία ;
Είδαµε ότι το Κοµµουνιστικό Μανιφέστο απλώς παραθέτει µαζί τις δυο αυτές ιδέες: «ανύψωση του προλεταριάτου σε κυβερνώσα τάξη και κατάκτηση της ∆ηµοκρατίας». Στηριζόµενοι σε όλα αυτά που είπαµε παραπάνω, µπορούµε να καθορίσουµε ακριβώς πως η δηµοκρατία αλλάζει στην µετάβαση από τον Καπιταλισµό στον Κοµµουνισµό. 

Στην καπιταλιστική κοινωνία, που υπάρχουν οι ευνοϊκότεροι όροι για την ανάπτυξη της, έχουµε την δηµοκρατία περισσότερο ή λιγότερο τέλεια, µε την µορφή της ∆ηµοκρατικής Πολιτείας. Αλλά η δηµοκρατία αυτή περιορίζεται πάντα στο στενό πλαίσιο τής καπιταλιστικής εκµετάλλευσης, και συνεπώς µένει πάντα στην πραγµατικότητα, δηµοκρατία µόνο για τις κυρίαρχες τάξεις, µόνο για τους πλούσιους. 
Η ελευθέρια στην καπιταλιστική κοινωνία µοιάζει πάντα σχεδόν σαν την ελευθέρια που υπήρχε στις αρχαίες Ελληνικές ∆ηµοκρατίες, δηλαδή ελευθέρια για τους κυρίους των δούλων. Οι νεώτεροι µισθόδουλοι, µε τους όρους της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης, βρίσκονται σε µια τέτοια αθλιότητα και δυστυχία, ώστε δεν µπορούν να ασχολούνται µε την «δηµοκρατία», δεν έχουν «καιρό για την πολιτική» και έτσι στην κανονική ειρηνική πορεία των γεγονότων, η πλειοψηφία του πληθυσµού δεν µπορεί να λάβει µέρος στην δηµοσία πολιτική ζωή. 
Η ακρίβεια του γεγονότος αυτού αποδεικνύεται ίσως καλύτερα από την Γερµανία, ακριβώς γιατί σ’ αυτό το Κράτος η συνταγµατική νοµιµότητα διήρκεσε και έµεινε σταθερά επί ένα αρκετά µεγάλο διάστηµα -µισό περίπου αιώνα (1871-1914) και η Σοσιαλδηµοκρατία σ’ αυτό το διάστηµα µπόρεσε, καλύτερα παρά στις άλλες χώρες, να χρησιµοποιήσει την «νοµιµότητα» για να οργανώσει σε ένα πολιτικό κόµµα µεγαλύτερο µέρος της εργατικής τάξης, παρά όπως έγινε σε κάθε άλλο µέρος τον κόσµου. 
Ποια είναι λοιπόν η µεγαλύτερη αναλογία από πολιτικούς συνειδητούς και αγωνιζόµενους µισθόδουλους, που παρατηρείται µέσα στην καπιταλιστική κοινωνία; Ένα εκατοµµύριο µέλη του Σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος µέσα σε δεκαπέντε εκατοµµύρια µισθοδούλων! Τρία εκατοµµύρια βιοµηχανικώς οργανωµένοι, µέσα σε δεκαπέντε εκατοµµύρια. 
«∆ηµοκρατία για µια ασήµαντη µειοψηφία, δηµοκρατία για τους πλούσιους - αυτή είναι η δηµοκρατία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αν κοιτάξουµε προσεκτικότερα τον µηχανισµό της καπιταλιστικής δηµοκρατίας, παντού στις «µικρές», καθώς λένε, λεπτοµέρειες της ψηφοφορίας (σύστηµα περιφερειών, αποκλεισµός των γυναικών κ.τ.λ.), στον τεχνικό οργανισµό των αντιπροσωπευτικών θεσµών, στα εµπόδια που υπάρχουν για το δικαίωµα των συγκεντρώσεων (τα δηµόσια κτίρια δεν είναι για τους «φτωχούς»), στην καθαρώς καπιταλιστική οργάνωση του καθηµερινού τύπου κ.τ.λ, κ.τ.λ. σε όλα τα σηµεία θα δούµε περιορισµούς επί περιορισµών στην ∆ηµοκρατία.
Αυτοί οι περιορισµοί, οι εξαιρέσεις, οι αποκλεισµοί και τα εµπόδια για τούς φτωχούς, φαίνονται ασήµαντα προπάντων στα µάτια εκείνων που δεν γνώρισαν ποτέ τους την στέρηση και δεν έζησαν ποτέ σε στενή επαφή µε τις καταπιεζόµενες τάξεις στην άθλια ζωή τους, τα εννέα δέκατα, αν όχι τα ενενήντα εννέα εκατοστά των αστών πολιτικών και δηµοσιολόγων ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία!
Αλλά συνολικά όλοι αυτοί οι περιορισµοί αποκλείουν και αποµακρύνουν τους φτωχούς από τα πολιτικά πράγµατα και από την συµµετοχή τους στην δηµοκρατία. 

Ο Μαρξ βρήκε αυτήν την ουσία της καπιταλιστικής δηµοκρατίας, όταν, στην ανάλυση του για τα διδάγµατα της Κοµµούνας λέει ότι οι καταπιεζόµενοι καλούνται, µια φορά κάθε τόσα χρόνια, να αποφασίσουν ποιοι αντιπρόσωποι τής καταπιεστικής τάξεως θα τους αντιπροσωπεύσουν και θα τους καταπιέσουν στο Κοινοβούλιο ! 
Αλλά από την καπιταλιστική δηµοκρατία που µοιραία είναι στενή, αποµακρύνει µε δόλο τους φτωχούς, και συνεπώς κατ’ ουσία είναι υποκριτική και δόλια- πρόοδος δεν γίνεται µε µια απλή, οµαλή και άµεσο πορεία προς την «ολοένα επεκτεινόµενη δηµοκρατία», όπως θέλουν να µάς πείσουν οι φιλελεύθεροι καθηγητές και οι οπορτουνιστές της µικροαστικής τάξης. 
 Όχι η προοδευτική εξέλιξη δηλαδή προς τον Κοµµουνισµό γίνεται µε την δικτατορία του προλεταριάτου και δεν µπορεί να γίνει αλλιώς, γιατί πρέπει να συντριβει η αντίσταση των εκµεταλλευτών καπιταλιστών, και άλλος δρόµος δεν υπάρχει γι’ αυτό. 
Και η δικτατορία του προλεταριάτου δηλαδή ή οργάνωση τής πρωτοπορίας της καταπιεζόµενης τάξης σε κυρίαρχο τάξη, µε σκοπό την συντριβή των καταπιεστών δεν µπορεί να φέρει άπλα µια µεγαλύτερη επέκταση της δηµοκρατίας. Μαζί µε την τεράστια επέκταση της δηµοκρατίας- γιατί στην πρώτη περίοδο γίνεται δηµοκρατία για τους φτωχούς, δηµοκρατία για τον λαό, και όχι δηµοκρατία για τους πλουσίους- η δικτατορία του προλεταριάτου θα φέρει µια σειρά περιορισµών της ελευθερίας των καταπιεστών, των εκµεταλλευτών και καπιταλιστών. Πρέπει να τους συντρίψουµε αυτούς για να ελευθερώσουµε την ανθρωπότητα από την µισθοδουλεία, η αντίσταση τους πρέπει να εξαλειφθεί δια τής βίας. Είναι φανερό ότι εκεί που υπάρχει καταπίεση, θα υπάρξει επίσης και βία, και δεν µπορεί να υπάρχει ελευθερία ή δηµοκρατία. 

Ο Ένγκελς το διετύπωσε αυτό σαφέστατα στην επιστολή του προς τον Μπέµπελ όταν έλεγε, καθώς θα θυµάται ο αναγνώστης, ότι το προλεταριάτο χρειάζεται το Κράτος, όχι για το συµφέρον της ελευθερίας, αλλά µε τον σκοπό να συντρίψει τους εχθρούς του, και όταν θα µπορεί να γίνει λόγος περί ελευθερίας, το Κράτος θα έχει πάψει να υπάρχει. 
∆ηµοκρατία για την µεγάλη πλειοψηφία του έθνους και βιαία κατάργηση, δηλαδή αποκλεισµός από την δηµοκρατία των εκµεταλλευτών και καταπιεστών του έθνους, αυτή είναι η µεταβολή τής δηµοκρατίας που θα δούµε κατά την διάρκεια της µετάβασης από τον Καπιταλισµό στον Κοµµουνισµό. 
Μόνο στην Κοµµουνιστική Κοινωνία, όταν η αντίσταση των καπιταλιστών θα έχει πια συντριβεί, όταν οι κεφαλαιούχοι θα έχουν πια εκλείψει, όταν δεν θα υπάρχουν πια τάξεις (δηλαδή, όταν δεν θα υπάρχει διαφορά µεταξύ των µελών τής κοινωνίας απέναντι των κοινωνικών παραγωγικών µέσων), µόνο τότε «το Κράτος εξαφανίζεται και µπορεί να γίνει λόγος περί ελευθερίας». µόνο τότε είναι δυνατή, και θα πραγµατοποιηθεί µια δηµοκρατία αληθινά τελεία, µια δηµοκρατία χωρίς εξαιρέσεις. Και µόνο τότε η δηµοκρατία θα αρχίσει κι’ αυτή να µαραίνεται, για τον λόγο και µόνο ότι ελευθερωµένος από την καπιταλιστική δουλεία, από τις αµέτρητες φρικαλεότητες, αγριότητες, ηλιθιότητες και ατιµίες της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης, ο λαός θα συνηθίσει σιγά-σιγά να σέβεται τους στοιχειώδεις νόµους της κοινωνικής ζωής, που είναι γνωστοί από αιώνες και περιέχονται σε όλους τους κώδικες. Θα συνηθίσει να τους σέβεται χωρίς βία, χωρίς εξαναγκασµό, χωρίς υποταγή, χωρίς τον ειδικό µηχανισµό του εξαναγκασµού που ονοµάζεται Κράτος. 
Η έκφραση «το Κράτος µαραίνεται» είναι διαλεγµένη πολύ καλά γιατί δείχνει τον βαθµιαίο και αναπόφευκτο χαρακτήρα του φαινοµένου αυτού. Μόνο η συνήθεια µπορεί να φέρει, και θα φέρει χωρίς αµφιβολία, αυτό το αποτέλεσµα : βλέπουµε γύρω µας χιλιάδες φορές µε πόση ευκολία µπορεί ο κόσµος να συνηθίσει να σέβεται τους αναγκαίους κανόνες της κοινωνικής ζωής, όταν δεν υπάρχει εκµετάλλευση, όταν δεν υπάρχει καµιά αίτία που προκαλεί την αγανάκτηση, που φέρνει την διαµαρτυρία και την εξέγερση και δηµιουργεί την ανάγκη της κατάργησης τους.  
Έτσι, στην καπιταλιστική κοινωνία έχοµε µίά ακρωτηριασµένη, άθλια, ψεύτικη δηµοκρατία, µόνο για τους πλούσιους, για την µειοψηφία. Η δικτατορία του προλεταριάτου, η περίοδος της µετάβασης προς τον Κοµµουνισµό, θα φέρει για πρώτη φορά την δηµοκρατία για τον λαό, για την πλειοψηφία, µαζί µε τον αναγκαστικό περιορισµό της µειοψηφίας που αποτελείται από τους εκµεταλλευτές. Μόνο ο Κοµµουνισµός είναι ικανός να φέρει µια πραγµατική και τελεία ∆ηµοκρατία, η οποία πάλι όσο πιο τελεία είναι, τόσο γρηγορότερα θα γίνει περιττή και θα µαραθεί µόνη της. Με άλλα λόγια, µέσα στο Καπιταλιστικό σύστηµα έχουµε το Κράτος µε την κύρια σηµασία τής λέξης, δηλαδή, ένα ειδικό όργανο για την καταπίεση µιας τάξης από την άλλη, της πλειοψηφίας από την µειοψηφία. Είναι φυσικό, ότι για την εκπλήρωση αυτής τής λειτουργίας, όπως είναι η συστηµατική καταπίεση από την µειοψηφία των εκµεταλλευτών, της πλειοψηφίας των θυµάτων της εκµετάλλευσης, απαιτείται η πιο σκληρή και άγρια καταπίεση, και χρειάζονται ποταµοί αιµάτων, που σηµειώνουν τον δρόµο τής ανθρωπότητας στις εποχές της δουλείας, της δουλοπαροικίας και της µισθοδουλείας. 
Επίσης, στην εποχή της µετάβασης από τον Καπιταλισµό στον Κοµµουνισµό, η καταπίεση είναι ακόµη αναγκαία, αλλά στην περίπτωση αυτή είναι καταπίεση της µειοψηφίας των εκµεταλλευτών από την πλειοψηφία των θυµάτων της εκµετάλλευσης. Ένα ειδικό όργανο, µια ειδική µηχανή καταπίεσης -δηλαδή το «Κράτος»- είναι αναγκαίο, άλλά τώρα είναι Κράτος µεταβατικό, και όχι πια Κράτος στη συνηθισµένη έννοια της λέξης. Γιατί ο περιορισµός της µειοψηφίας των εκµεταλλευτών, από την πλειοψηφία αυτών που έως χθες ήταν µισθόδουλοι, είναι κάτι σχετικά ευκολότερο, απλούστερο και φυσικότερο και θα στοίχιση πολύ λιγότερες αιµατοχυσίες παρ’ όσο η κατάπνιξη των εξεγέρσεων των δούλων, των δουλοπάροικων και των ηµεροµισθίων εργατών. Και είναι φυσικό ότι µε την επέκταση της δηµοκρατίας στην µεγίστη αυτή πλειοψηφία του έθνους, η ανάγκη οποιουδήποτε ειδικού µηχανισµού καταπίεσης παύει βαθµιαία να υπάρχει. Βέβαια οι εκµεταλλευτές είναι ανίκανοι να καταπιέζουν το λαό χωρίς µια πολύπλοκη µηχανή που θα εκτελεί αυτό το έργο, αλλά ο λαός µπορεί να περιορίσει τους εκµεταλλευτές ακόµη και µε µια απλούστατη «µηχανή»- µάλιστα και χωρίς καµιά «µηχανή» χωρίς κανένα ειδικό οργανισµό, µε την απλή οργάνωση των ενόπλων µαζών (όπως είναι τα Σοβιέτ των αντιπροσώπων εργατών και Στρατιωτών, αυτό το λέµε προκαταβολικώς). 
Τέλος, µόνο στο Κοµµουνιστικό καθεστώς το Κράτος θα γίνει τελείως περιττό γιατί δεν θα υπάρχει κανείς που θα χρειάζεται περιορισµό- «κανείς» µε την έννοια τάξης, µε την έννοια ενός συστηµατικού αγώνος εναντίον ορισµένης µερίδας του πληθυσµού. ∆εν είµαστε ουτοπιστές, και δεν αρνούµαστε καθόλου ότι διάφορες παραβάσεις, από µεµονωµένα άτοµα είναι δυνατές και αναπόφευκτες, και ότι επίσης είναι ανάγκη να κατασταλούν οι παραβάσεις αυτές. Αλλά, πρώταπρώτα, γι’ αυτό δεν χρειάζεται ειδική µηχανή, ειδικό όργανο καταπίεσης. Αυτό θα γίνεται από το ίδιο το οπλισµένο έθνος, τόσο απλά και τόσο εύκολα, όπως οι πολιτισµένοι άνθρωποι, ακόµα και στην σηµερινή κοινωνία, χωρίζουν δυο άλλους που φιλονικούν ή δεν αφήνουν να προσβάλουν µία γυναίκα: Και δεύτερο, ξέρουµε ότι η θεµελιώδης κοινωνική αιτία που προκαλεί τις παραβάσεις των νοµών τής κοινωνικής ζωής, είναι η εκµετάλλευση των µαζών, οι στερήσεις και η δυστυχία τους. Όταν αποµακρύνουµε αυτή τη βασική αιτία, οι παραβάσεις θα αρχίσουν µοιραία να «µαραίνονται». ∆εν ξέρουµε σε πόσο καιρό και σε ποια στάδια, αλλά ξέρουµε ότι θα µαραθούν. Με τον µαρασµό αυτών των αδικηµάτων, θα µαραίνεται επίσης και το Κράτος. Ο Μαρξ, χωρίς να πέφτει σε ουτοπία, καθόρισε τελείως αυτό που µπορεί τώρα να καθορισθεί σχετικά µε την µελλοντική εκείνη εποχή : δηλαδή την διαφορά µεταξύ της ανώτερης και της κατώτερης φάσης της Κοµµουνιστικής κοινωνίας. 

3. Η πρώτη φάση της Κοµµουνιστικής Κοινωνίας.

Στην Κριτική του Προγράµµατος της Gotha, ο Μαρξ αντικρούει λεπτοµερώς την ιδέα του Λασσάλ ότι οι εργάτες στο Σοσιαλιστικό καθεστώς θα περνούν «αµείωτο» ή «ολόκληρο» το προϊόν της εργασίας τους». Ο Μαρξ αποδεικνύει ότι από ολόκληρο το έργο της κοινωνίας, θα είναι ανάγκη να ξεχωρίσουµε ένα αποθεµατικό ποσό, ένα ποσό για την ανάπτυξη της βιοµηχανίας, για την αντικατάσταση των φθειρόµενων µηχανών κ.τ.λ. 
Επίσης από την συνολική παραγωγή, ένα πόσο για τα έξοδα τής διαχείρισης, για σχολεία, νοσοκοµεία, γηροκοµεία κ.τ.λ. 
Αντί της ακαθορίστου, σκοτεινής και γενικής φράσης του Λασσάλ «ο εργάτης θα παίρνει όλο το προϊόν της εργασίας του» ο Μαρξ δίνει µια λογική εξήγηση πως η Σοσιαλιστική κοινωνία θα διαχειρίζεται τις υποθέσεις της. Ο Μαρξ παίρνει µια συγκεκριµένη ανάλυση των όρων της ζωής µιας κοινωνίας στην οποία δεν θα υπάρχει καπιταλισµός και λέει : 
«Έχουµε να εξετάσουµε (εννοεί εδώ το πρόγραµµα του Κόµµατος), όχι µια κοµµουνιστική κοινωνία, που αναπτύχθηκε πάνω στις δικές της βάσεις, αλλά µια κοινωνία που µόλις προήλθε από την καπιταλιστική κοινωνία, και η οποία κατά συνέπεια, σε όλα τα σηµεία -οικονοµικό, ηθικό και διανοητικό- έχει ακόµη την σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, απ’ την οποία προέκυψε». 
Και αυτή την κοµµουνιστική κοινωνία -µια κοινωνία που µόλις βγήκε από τους κόλπους του Καπιταλισµού, και που σε όλα τα σηµεία διατηρεί ακόµη την σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, ο Μαρξ την ονοµάζει πρώτη, ή κατώτερη φάση της κοµµουνιστικής κοινωνίας. 
Τα µέσα της παραγωγής δεν είναι πια ατοµική ιδιοκτησία κανενός. Τα µέσα της παραγωγής ανήκουν στο σύνολο της κοινωνίας. Κάθε µέλος τής κοινωνίας που εκτελεί ένα µέρος κοινωνικά ωφέλιµης εργασίας, παίρνει µια βεβαίωση από την κοινωνία ότι εκτέλεσε τόσο πόσο εργασίας. Σύµφωνα µε την βεβαίωση αυτή, παίρνει από τα δηµόσια καταστήµατα των ειδών της κατανάλωσης µια ανάλογη ποσότητα προϊόντων. Ύστερα από το ξεχώρισµα τού µέρους εκείνου της εργασίας που πηγαίνει στο δηµόσιο ταµείο, κάθε εργάτης, παίρνει από την κοινωνία ανάλογα µε αυτό που προσέφερε... 
Η «ισότητα» βασιλεύει φαινοµενικά. Όταν όµως ο Λασσάλ, έχοντας υπ’ όψιν του µια τέτοια κοινωνία (που γενικά λέγεται «Σοσιαλισµός», και την οποία ο Μαρξ ονοµάζει πρώτη φάση του Κοµµουνισµού), λέει ότι υπάρχει «δίκαιη διανοµή» και «ίσο δικαίωµα όλων σε ίσο µερίδιο των προϊόντων της εργασίας», ο Λασσάλ κάνει µεγάλο λάθος και ο Μαρξ εξηγεί την πλάνη του. 

«Ίσο δικαίωµα (λέει ο Μαρξ) πραγµατικά θα έχουµε τότε, άλλα θα είναι ακόµη «αστικό δικαίωµα» το οποίο όπως κάθε δικαίωµα, προϋποθέτει την ανισότητα. Κάθε «δίκαιο» είναι εφαρµογή του ίδιου µέτρου σε διάφορα πρόσωπα που βεβαία δεν είναι όµοια και ίσα µεταξύ τους. Και έτσι το «ίσο δικαίωµα» είναι πραγµατικά παραβίαση της ισότητας και αδικία. Πραγµατικά, κάθε άνθρωπος που εκτελεί τόση κοινωνική εργασία όπως και κάθε άλλος, παίρνει ίσο µέρος απ’ τα κοινωνικά προϊόντα σύµφωνα µε τους παραπάνω συλλογισµούς). Μολαταύτα όµως οι διάφοροι άνθρωποι δεν είναι όµοιοι µεταξύ τους. Ο ένας είναι δυνατός, ο άλλος αδύνατος. Ο ένας είναι παντρεµένος, ο άλλος όχι. Ο ένας έχει πολλά παιδιά, ο άλλος λιγότερα, και ούτω καθεξής. 
Με την ίση εργασία, (συµπεραίνει ο Μαρξ) και συνεπώς µε ίσο µερίδιο στα παραγόµενα είδη κατανάλωσης, ο ένας θα παίρνει πραγµατικά περισσότερο από τον άλλο, θα γίνεται πλουσιότερος, κ.τ.λ. Σύµφωνα µε όλα αυτά, τα «δικαιώµατα» αντί να είναι ίσα, είναι άνισα»

Η πρώτη λοιπόν φάση τού Κοµµουνισµού, δεν µπορεί ακόµη να φέρει δικαιοσύνη και ισότητα, διαφορές, και µάλιστα άδικες διαφορές, στην περιουσία θα υπάρχουν ακόµη, αλλά η εκµετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ,θα είναι πια αδύνατη γιατί θα είναι αδύνατο να κρατηθούν ως ατοµική ιδιοκτησία τα µέσα τής παραγωγής, τα εργοστάσια, οι µηχανές, τα χωράφια κ.τ.λ. Ενώ αναιρεί τελείως την µικροαστική, συγκεχυµένη φράση του Λασσάλ για την «ισότητα» και την «δικαιοσύνη» γενικά, ο Μαρξ δείχνει συγχρόνως την γραµµή της εξέλιξης της κοµµουνιστικής κοινωνίας, που είναι υποχρεωµένη πρώτα-πρώτα να καταστρέψει µόνο την «αδικία» ότι τα µέσα της παραγωγής βρίσκονται στα χέρια ατόµων. ∆εν µπορεί να καταστρέψει δια µιας την γενικότερη αδικία που συνίσταται στην διανοµή των ειδών της κατανάλωσης σύµφωνα µε την «προσφερόµενη εργασία» (και όχι σύµφωνα µε τις ανάγκες του καθενός). 


Οι χυδαίοι οικονοµολόγοι καθώς και οι αστοί καθηγητές (σαν τον «δικό µας» ΤούγανΜπαρανόβσκυ) κατηγορούν πάντα τους σοσιαλιστές ότι ξεχνούν την υπάρχουσα ανισότητα των ανθρώπων και «ονειρεύονται» την κατάργηση της. Η κατηγορία αυτή, όπως βλέπουµε, αποδεικνύει µόνο την τέλεια άγνοια των αστών ιδεολόγων.
Ο Μαρξ όχι µόνο λαµβάνει υπ’ όψη του όσο πρέπει την αναπόφευκτη ανισότητα των ανθρώπων, αλλά, αναγνωρίζεί και το γεγονός ότι η µετατροπή των µέσων της παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία του συνόλου της κοινωνίας -ο «σοσιαλισµός» στη σηµασία του που είναι γενικά δεκτή- δεν αλλάζει τα επακολουθήµατα της διανοµής και την ανισότητα της «αστικής δικαιοσύνης», που εξακολουθούν να υπάρχουν εφ’ όσον τα προϊόντα µοιράζονται σύµφωνα µε το ποσό τής «παρεχοµένης εργασίας». «Οι αδικίες όµως αυτές (εξακολουθεί ο Μαρξ) είναι µοιραίες στην πρώτη φάση της κοµµουνιστικής κοινωνίας, µε την µορφή που αυτή εµφανίζεται ύστερα από την περίοδο της εγκυµοσύνης της µέσα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Η δικαιοσύνη δεν µπορεί ποτέ να προπορευθεί από το αντίστοιχο στάδιο τής οικονοµικής εξέλιξης και της ανάπτυξης του πολιτισµού της κοινωνίας, που καθορίζεται από την οικονοµική αυτή εξέλιξη». 
Έτσι, στην πρώτη φάση της κοµµουνιστικής κοινωνίας (που ονοµάζεται γενικά σοσιαλισµός) η «αστική δικαιοσύνη» δεν καταργείται τελείως, αλλά µόνο εν µέρει, µόνο σε αναλογία προς την συντελούµενη οικονοµική µεταβολή δηλαδή, µόνο σε σχέση µε τα µέσα της παραγωγής. Ο «αστικός νόµος» αναγνωρίζει αυτά τα µέσα ως ατοµική ιδιοκτησία ορισµένων προσώπων. Ο σοσιαλισµός τα µετατρέπει σε κοινή ιδιοκτησία και ως προς αυτό, και µόνο αυτό, το σηµείο εξαφανίζεται ο «αστικός νόµος». Εξακολουθεί όµως να ζει από τις άλλες του απόψεις, και λειτουργεί ακόµη ως ρυθµιστής στην διανοµή τής εργασίας και την κατανοµή των προϊόντων µεταξύ των µελών τής κοινωνίας.

«Όποιος δεν δουλεύει, δεν πρέπει να τρώει» -η σοσιαλιστική αυτή αρχή εφαρµόζεται αµέσως. «Σε ορισµένο ποσό εργασίας, ορισµένο ποσό προϊόντων» η σοσιαλιστική αυτή αρχή εφαρµόζεται επίσης αµέσως. Μολαταύτα αυτό δεν είναι ακόµη κοµµουνισµός, και δεν καταργεί τον «αστικό νόµο», που παρέχει σε άνισα άτοµα απέναντι άνισου (πραγµατικά) ποσού εργασίας, ίσο ποσό προϊόντων. 
Αυτό είναι «αδικία», λέει ο Μαρξ, αλλά είναι µοιραία στην πρώτη φάση του κοµµουνισµού, γιατί µόνο αν βρισκόµαστε στο νησί τής Ουτοπίας µπορούµε να φαντασθούµε ότι ανατρέποντας την Κεφαλαιοκρατία, ο κόσµος θα µάθη αµέσως να εργάζεται για την κοινωνία χωρίς κανένα νοµοθετικό κανονισµό, πραγµατικά η κατάργηση του καπιταλισµού δεν παρέχει αµέσως τις οικονοµικές βάσεις για µια παρόµοια αλλαγή. 
Και δεν µπορεί ακόµη να υπάρχει άλλος κανονισµός παρά ο «αστικός νόµος». Στο σηµείο λοιπόν αυτό είναι ακόµη αναγκαία µια κρατική µορφή, η οποία ενώ θα διατηρεί την κοινή κατοχή των µέσων της παραγωγής, θα εξασφαλίζει επίσης την ισότητα της διανοµής των προϊόντων. Το Κράτος µαραίνεται εφ’ όσον δεν υπάρχουν πια κεφαλαιούχοι και διάφορες τάξεις, και συνεπώς καµιά τάξη καταπιέζουσα. Αλλά το Κράτος δεν έχει ακόµη πεθάνει τελείως γιατί εξακολουθεί να ισχύει ο «αστικός νόµος» που καθιερώνει την σηµερινή ανισότητα. Για την τέλεια εξάλειψη του Κράτους χρειάζεται τέλειος κοµµουνισµός. 

4. Η ανώτερη φάση της Κοµµουνιστικής Κοινωνίας

 Ο Μαρξ εξακολουθεί : 
 «Στην ανώτερη φάση της κοµµουνιστικής κοινωνίας, ύστερα από την εξαφάνιση της υποδούλωσης του ανθρώπου που δηµιουργείται από την υποταγή του στην αρχή της διανοµής της εργασίας, όταν συγχρόνως θα έχει εξαφανισθεί η αντίθεση µεταξύ της διανοητικής και της χειρονακτικής εργασίας- όταν ή εργασία δεν θα είναι πια ένα µέσο διατήρησης της ζωής, αλλά θα γίνει µια από τις πρώτες ανάγκες της ζωής, όταν µε την γενική ανάπτυξη του ατόµου θα ωριµάσουν επίσης και οι παραγωγικές δυνάµεις, και όλες οι δυνάµεις του κοινωνικού πλούτου θα κυλούν σ’ έναν αδιάκοπο χείµαρρο µόνο τότε θα είναι δυνατό να βγούµε έξω από τον στενό ορίζοντα των αστικών νόµων, και µόνο τότε θα είναι ικανή η Κοινωνία να γράψει στο λάβαρο της «Καθένας κατά την ικανότητα του, στον καθένα κατά τις ανάγκες του». 

Μόνο τώρα µπορούµε να εκτιµήσουµε πόσο σωστές ήταν οι παρατηρήσεις του Ένγκελς όταν γελοιοποιούσε αλύπητα όλη την ανοησία του συνδυασµού των λέξεων «ελευθερία» και «κράτος». Ενόσω υπάρχει κράτος δεν µπορεί να υπάρχει ελευθερία. Όταν υπάρχει ελευθερία δεν θα υπάρχει κράτος. 
Οικονοµική βάση για τον τέλειο µαρασµό του Κράτους είναι το ανώτερο αυτό στάδιο της εξέλιξης του κοµµουνισµού, στο οποίο η διάκριση µεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας εκλείπει, στο οποίο κατά συνέπεια µια από τις κυριότερες πηγές των νεωτέρων κοινωνικών ανισοτήτων θα έχει εξαφανισθεί, µια πηγή όµως, που είναι αδύνατο να λείψει αµέσως µε την απλή µετατροπή των µέσων της παραγωγής σε δηµοσία ιδιοκτησία, µε την απλή εκτόπιση των κεφαλαιούχων. 
Η εκτόπιση αυτή θα επιτρέψει µια γιγάντια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάµεων. Και βλέποντας σε τι απίστευτο βαθµό ακόµη και τώρα, η Κεφαλαιοκρατία επιβραδύνει την ανάπτυξη αυτή, πόσο µεγάλη πρόοδος θα µπορούσε να γίνει ακόµη, και επάνω στην βάση της σύγχρονης τεχνικής στο επίπεδο που έφτασε, έχουµε δικαίωµα µε την µεγαλύτερη βεβαιότητα να πούµε ότι η εκτόπιση των κεφαλαιούχων θα καταλήξει µοιραία σε µια γιγάντια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάµεων της ανθρώπινης κοινωνίας. Αλλά πόσο σύντοµα θα προχωρήσει η ανάπτυξη αυτή, πόσο γρήγορα θα φτάσει το σηµείο να ξεφύγει από την διανοµή της εργασίας, να καταργήσει τον ανταγωνισµό µεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, να µετατρέψει την εργασία σε «πρώτη ανάγκη τής ζωής» αυτό δεν το ξέρουµε, ούτε µπορούµε να το ξέρουµε. 
Γι’ αυτό λοιπόν δεν µπορούµε να µιλούµε παρά µόνο για τον µοιραίο µαρασµό του Κράτους, τονίζοντας την διάρκεια της πορείας, αυτής και την εξάρτηση της από την ταχύτητα της ανάπτυξης τής ανώτερης φάσης του κοµµουνισµού. Πρέπει όµως να µείνει τελείως ανοιχτό το ζήτηµα του χρόνου ή των συγκεκριµένων µορφών του µαρασµού του, εφόσον τα δεδοµένα για την λύση τέτοιων ζητηµάτων δεν είναι αρκετά. 

Το Κράτος θα µπορέσει να µαραθεί τελείως όταν η Κοινωνία εφαρµόσει την αρχή: «καθένας κατά την ικανότητα του στον καθένα κατά τις ανάγκες του», δηλαδή όταν οι άνθρωποι συνηθίσουν να σέβονται τις θεµελιώδεις αρχές της κοινωνικής ζωής και η εργασία τους είναι τόσο παραγωγική, ώστε θα εργάζονται προαιρετικά κατά την ικανότητα που έχουν. «Ο στενός ορίζοντας του αστικού νόµου», που υποχρεώνει τον καθένα να µετράει µε την ασπλαχνία του Σάυλοκ, µήπως ο ένας δούλεψε µισή ώρα περισσότερο από τον άλλον, µήπως ο ένας πληρώνεται λιγότερο από τον άλλον ο στενός αυτός ορίζοντας θα εγκαταλειφθεί τότε. ∆εν θα έχει τότε ανάγκη η Κοινωνία να υπολογίζει ακριβώς το ποσόν των προϊόντων που θα µοιρασθεί σε κάθε µέλος της, ο καθένας θα παίρνει ελεύθερα «κατά τις ανάγκες του». 
Με την κεφαλαιοκρατική άποψη, είναι εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς το κοινωνικό αυτό σύστηµα ως «καθαρή ουτοπία» και να ειρωνευτεί τους σοσιαλιστές που βεβαιώνουν ότι θα αποκτήσει ο καθένας το δικαίωµα να παίρνει από την κοινωνία, χωρίς κανένα έλεγχο της εργασίας των διάφορων πολιτών, όσα θέλει τρόφιµα, αυτοκίνητα, πιάνα κτλ. Ακόµη και τώρα, πολλοί αστοί «σοφοί» καταφεύγουν σε τέτοιου είδους ειρωνείες, έτσι όµως δείχνουν µόνο την αµάθειά τους και το υλικό συµφέρον που τους κάνει να υποστηρίζουν τον καπιταλισµό. Αµάθεια γιατί ποτέ δεν πέρασε απ το νου κανενός σοσιαλιστή να προφητεύσει πότε θα έρθει η ανώτερη φάση του κοµµουνισµού, οι µεγάλοι θεωρητικοί του σοσιαλισµού προβλέπουν ότι θα έρθει, όταν όµως θα έχουν αλλάξει οι σηµερινές παραγωγικές δυνάµεις και ο άνθρωπος θα γίνει εντελώς διαφορετικός από τον σηµερινό, που είναι ικανός να λεηλατήσει τα πάντα χωρίς να αναλογισθεί τις συνέπειες, να αδειάσει τις αποθήκες του κοινωνικού πλούτου και να ζητήσει τα αδύνατα. Εφόσον δεν έφθασε η ανώτερη φάση του κοµµουνισµού, οι σοσιαλιστές ζητούν αυστηρότατο έλεγχο από την κοινωνία και το Κράτος επί του ποσού της παρεχοµένης εργασίας και το ποσό της κατανάλωσης, µόνο ο έλεγχος αυτός πρέπει ν’ αρχίσει µε την εκτόπιση των κεφαλαιούχων, µε την επιβολή έλέγχου των εργατών επί των καπιταλιστών, και πρέπει να εκτελεσθεί όχι από το γραφειοκρατικό, αλλά από το εργατικό κράτος. 
Η συµφεροντολογική υπεράσπιση του καπιταλισµού από τους αστούς ιδεολόγους (και τους οπαδούς τους του είδους Τσερετέλλι, Τσέρνωφ και Σιας), συνίσταται στο γεγονός ότι µε διάφορες συζητήσεις και φράσεις για το απώτερο µέλλον, παρακάµπτουν το ουσιαστικό και σύγχρονο ζήτηµα τής σηµερινής πολιτικής, δηλαδή την εκτόπιση των καπιταλιστών, την µεταµόρφωση όλων των πολιτών σε εργάτες και υπαλλήλους ενός µεγάλου συνδικάτου, του Κράτους, και την τελεία υπαγωγή ολόκληρου του έργου του συνδικάτου αυτού σε ένα πραγµατικά δηµοκρατικό κράτος, στο κράτος που αποτελείται από τα Συµβούλια αντιπροσώπων εργατών και στρατιωτών. Πραγµατικά, όταν κανείς σοφός καθηγητής και µαζί του το νοήµον κοινό και οι κ.κ. Τσερετέλλι και Τσέρνωφ, µιλούν για τις παράλογες ουτοπίες, για τις δηµαγωγικές υποσχέσεις των µπολσεβίκων, για το αδύνατο της εφαρµογής του Σοσιαλισµού, έχουν στο νου τους το ανώτερο στάδιο ή φάση του κοµµουνισµού το οποίον κανείς όχι µόνο δεν υποσχέθηκε, άλλά ούτε και σκέφθηκε να δοκιµάσει να «εισαγάγει», γιατί είναι τελείως αδύνατο να «εισαχθεί». 
Ερχόµαστε λοιπόν έτσι στο ζήτηµα της επιστηµονικής διαφοράς µεταξύ Σοσιαλισµού και Κοµµουνισµού, το οποίο έθιξε ο Ένγκελς στην κρίση του που αναφέραµε παραπάνω για την ανακρίβεια του ονόµατος «σοσιαλδηµοκράτης». Η πολιτική διαφορά µεταξύ τής πρώτης ή κατώτερης και τής ανώτερης φάσης του κοµουνισµού θα γίνει κάποτε πολύ µεγάλη, θα ήταν όµως αστείο να επιµείνουµε σ’ αυτό από τώρα, µέσα στο καπιταλιστικό σύστηµα, και µόνο ίσως µερικοί αναρχικοί θα µπορούσαν να του αποδώσουν πρωτεύουσα σηµασία, αν εννοείται υπάρχουν ακόµη άνθρωποι µεταξύ των αναρχικών που δεν διδάχθηκαν τίποτε από την «είδους Πλεχάνωφ» µεταµόρφωση των Κροπότκιν, των Γκράβ, των Κορνελίσσεν και άλλων «αστέρων» του αναρχισµού προς τον Σοσιαλσωβινισµό ή προς τον αναρχο-εσχατισµό, όπως οµολόγησε ένας από τους λίγους αναρχικούς που διατηρούν ακόµη την τιµή τους (ο Γκαίυ). 

Η επιστηµονική όµως διαφορά µεταξύ σοσιαλισµού και κοµµουνισµού είναι φανερή. Αυτό που γενικά ονοµάζεται σοσιαλισµός χαρακτηρίζεται από τον Μαρξ ως η πρώτη ή κατώτερη φάση τής κοµµουνιστικής κοινωνίας. 
Και αφού τα µέσα της παραγωγής γίνονται δηµόσια ιδιοκτησία, η λέξη κοµµουνισµός µπορεί να εφαρµοσθεί και εδώ, αρκεί να µην ξεχνούµε ότι δεν υπάρχει ακόµα τέλειος κοµµουνισµός. Η µεγάλη σηµασία της εξήγησης του Μαρξ είναι ότι και σ’ αυτό το ζήτηµα εφαρµόζει την υλιστική διαλεκτική µέθοδο, την θεωρία της εξέλιξης, εξετάζοντας τον κοµµουνισµό σαν κάτι που προκύπτει από τον καπιταλισµό. 
Αντί των τεχνητών και σχολαστικών ορισµών και των µάταιων αναζητήσεων της σηµασίας των λέξεων («τι είναι σοσιαλισµός», «τι είναι κοµµουνισµός») ο Μαρξ αναλύει τι πρέπει να ονοµάζονται στάδια στην οικονοµική ανάπτυξη του κοµµουνισµού. 
Στην πρώτη του φάση ή στο πρώτο στάδιο ο Κοµµουνισµός δεν µπορεί ακόµη να είναι οικονοµικώς ώριµος και τελείως απαλλαγµένος από κάθε παράδοση και επίδραση του καπιταλισµού. Βλέπουµε λοιπόν το ενδιαφέρον φαινόµενο ότι η πρώτη φάση του κοµµουνισµού διατηρεί «τον στενό ορίζοντα του αστικού νόµου». 
Ο αστικός νόµος, στην διανοµή των ειδών της κατανάλωσης προϋποθέτει µοιραία το κεφαλαιοκρατικό κράτος, γιατί ο νόµος δεν είναι τίποτε, χωρίς µια οργάνωση εκβιασµού του λαού για να υποτάσσεται σ’ αυτόν. Κατά συνέπεια, για ορισµένο καιρό όχι µόνο ο αστικός νόµος αλλά ακόµη και το κεφαλαιοκρατικό κράτος θα διατηρούνται υπό τον κοµµουνισµό, χωρίς την κεφαλαιοκρατική τάξη. 
Αυτό µπορεί να φανεί ως παραδοξολογία και λογοπαίγνιο, όπως κατηγορούν τον Μαρξισµό οι άνθρωποι που δεν θέλουν να µελετήσουν τις εξαιρετικά βαθιές διδασκαλίες του. Πραγµατικά όµως το Παλιό που επιζεί µέσα στο Νέο βρίσκεται αντιµέτωπο µας σε κάθε βήµα της ζωής, τόσο στη Φύση όσο και στην Κοινωνία. 
∆εν είναι µόνο ο ευσεβής πόθος του Μαρξ που αφήνει ένα λείψανο αστικού νόµου µέσα στον κοµµουνισµό. Αυτός απλώς έδειξε τι είναι οικονοµικώς και πολιτικώς αναπόφευκτο σε µια κοινωνία που προκύπτει από τα σπλάχνα του καπιταλισµού. 

Η ∆ηµοκρατία έχει µεγάλη σηµασία στον απελευθερωτικό αγώνα της εργατικής τάξης κατά των κεφαλαιοκρατών. Αλλά η ∆ηµοκρατία δεν είναι όριο που δεν πρέπει να υπερβούµε, είναι µάλλον ένα από τα στάδια στον δρόµο της εξέλιξης από τον Φεουδαλισµό στον Καπιταλισµό και από τον Καπιταλισµό στον Κοµµουνισµό. 
Η ∆ηµοκρατία εφαρµόζει την ισότητα. Η τεραστία σηµασία του αγώνα του προλεταριάτου για την ισότητα και η ελκυστική δύναµη αυτού του συνθήµατος είναι φανερά, όταν εννοούµε ότι αυτά σηµαίνουν την εκµηδένιση των τάξεων. Η δηµοκρατική όµως ισότητα είναι απλά τυπική και τίποτε περισσότερο και αµέσως µετά την εφαρµογή της ισότητας όλων των µελών τής κοινωνίας σε σχέση µε την κατοχή των µέσων τής παραγωγής, δηλαδή τής ισότητας της εργασίας και της ισότητας των ηµεροµισθίων, θα εµφανισθεί µοιραία µπροστά στην ανθρωπότητα το ζήτηµα να προχωρήσει από την τυπική ισότητα προς την ισότητα που είναι πραγµατική, και να πραγµατοποιήσει στην ζωή την αρχή «καθένας κατά την ικανότητα του στον καθένα κατά τις ανάγκες του»
Με ποια πρακτικά µέτρα θα προχωρήσει η ανθρωπότητα στον ανώτερο αυτό σκοπό; 
Αυτό δεν το ξέρουµε ούτε µπορούµε να το ξέρουµε. Πρέπει όµως να δείξουµε πόσο εσφαλµένη είναι η συνηθισµένη κεφαλαιοκρατική µέθοδος που παριστάνει τον σοσιαλισµό σαν κάτι άψυχο, απολιθωµένο, ορισµένο µια για πάντα. Απεναντίας µόνο µε τον σοσιαλισµό θ’ αρχίσει µια γρήγορη, ασφαλής, πραγµατική πρόοδος της µάζας στην οποία πρώτα η πλειοψηφία και ύστερα ολόκληρος ο πληθυσµός θα λάβουν µέρος -πρόοδος σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και ατοµικής ζωής.
Η δηµοκρατία είναι µία µορφή του Κράτους –µία από τις παραλλαγές του Κράτους, όπως λοιπόν κάθε κράτος είναι και αυτή µία οργανωµένη, συστηµατική εφαρµογή της βίας κατά των πολιτών. Αυτή είναι η µία όψη της. Αλλά από το άλλο µέρος είναι η τυπική αναγνώριση της ισότητας όλων των πολιτών, του ίσου δικαιώµατος όλων στον καθορισµό της σύνθεσης και της διοίκησης του κράτους.
Και από την τυπική αναγνώριση προκύπτει ένα στάδιο στην εξέλιξη της δηµοκρατίας, η οποία πρώτα-πρώτα συγκεντρώνει το προλεταριάτο ως επαναστατική τάξη κατά της πλουτοκρατίας, και του παρέχει την ευκαιρία να συντρίψει, να κοµµατιάσει, να σαρώσει από το πρόσωπο της γης την κεφαλαιοκρατική κυβερνητική µηχανή –ακόµη και την δηµοκρατική της παραλλαγή, τον µόνιµο στρατό την αστυνοµία και την γραφειοκρατία. ∆εύτερον, του δίνει την δύναµη να αντικαταστήσει όλα αυτά µε ένα δηµοκρατικότερο, αλλά πάλι κρατικό µηχανισµό, υπό την µορφή των ένοπλων µαζών της εργατικής τάξης, και να προετοιµάσει την συµµετοχή ολοκλήρου του λαού στην εθνοφυλακή. 

Εδώ «η ποσότητα µετατρέπεται σε ποιότητα». Το δηµοκρατικό αυτό στάδιο βγαίνει πια από το πλαίσιο της δηµοκρατικής κοινωνίας και σηµειώνει την έναρξη της σοσιαλιστικής της διαµόρφωσης. Αν ο καθένας πραγµατικά συµµετέχει στην διεύθυνση του Κράτους η κεφαλαιοκρατία δεν µπορεί να διατηρηθεί πια. Και πραγµατικά ο καπιταλισµός όπως εξελίσσεται, µόνος του προετοιµάζει το έδαφος για τον καθένα να είναι ικανός να λάβει µέρος στην διεύθυνση του κράτους. Μία εκδήλωση της προπαρασκευής αυτής του εδάφους είναι και γενική εκπαίδευση του πληθυσµού που έχει ήδη πραγµατοποιηθεί σε πολλές από τις πιο προχωρηµένες κεφαλαιοκρατικές χώρες επίσης και η µόρφωση και πειθαρχία που επιβάλλεται επί των εκατοµµυρίων των εργατών από τον τεράστιο, πολύπλοκο και κοινωνικοποιηµένο οργανισµό των ταχυδροµείων, σιδηροδρόµων, µεγάλων εργοστασίων, του µεγάλου εµπορίου, των τραπεζών, κ.τ.λ. κ.τ.λ. 
 Με το οικονοµικό αυτό έδαφος είναι απολύτως δυνατό αµέσως, µέσα σε είκοσι τέσσαρες ώρες να προβούµε στην ανατροπή των κεφαλαιοκρατών και γραφειοκρατών, και να τους αντικαταστήσουµε στον έλεγχο της παραγωγής και διανοµής, στην υπηρεσία του διακανονισµού της εργασίας και των προϊόντων, από τους ένοπλους εργάτες ή τον οπλισµένο λαό. Το ζήτηµα του ελέγχου και της λογιστικής δεν πρέπει να συγχυσθεί µε το ζήτηµα της επιστηµονικά µορφωµένης µερίδας των µηχανικών, γεωπόνων κ.τ.λ. Οι κύριοι αυτοί δουλεύουν σήµερα υπό τις διαταγές των κεφαλαιούχων, θα δουλεύουν ίσως καλύτερα αύριο, υπό τις διαταγές των ένοπλων εργατών. Λογιστική και έλεγχος -αυτοί είναι οι αναγκαιότεροι όροι για την κανονική και σωστή λειτουργία της πρώτης φάσης της κοµµουνιστικής κοινωνίας. Όλοι οι πολίτες µετατρέπονται σε µισθωτούς υπάλληλους του Κράτους, που αποτελείται από τους ένοπλους εργάτες. Όλοι οι πολίτες γίνονται υπάλληλοι και εργάτες ενός εθνικού κρατικού «συνδικάτου». Πρόκειται µόνο να δουλεύουν όλοι σε ίσο βαθµό, να προσφέρουν όλοι κανονικά το µέτρο της εργασίας που τους αναλογεί, και όλοι να παίρνουν ίση πληρωµή. 
Η λογιστική και ο έλεγχος που χρειάζονται γι’ αυτό απλοποιήθηκαν τόσο από τον καπιταλισµό, ώστε µετετράπησαν σε εξαιρετικά απλούστατες ενέργειες ταξινοµήσεως, παραλαβής και έκδοσης αποδείξεων που µπορεί να κάνει ο καθένας που ξέρει να διαβάζει και να γράφει και ξέρει τις τέσσερις πρώτες αριθµητικές πράξεις* (*Όταν οι περισσότερες λειτουργίες του κράτους περιορίζονται σε µια λογιστική και έναν έλεγχο από τους ίδιους τους εργάτες, αυτό παύει να είναι «πολιτικό» Κράτος. 
Τότε οι «δηµόσιες  λειτουργίες µετατρέπονται από πολιτικές σε απλές διαχειριστικές λειτουργίες» (Ίδε ανωτέρω κεφ. IV, παραγρ. 2 στην Πολεµική του Ένγκελς προς τους αναρχικούς).  
Όταν η πλειοψηφία των ίδιων των πολιτών αρχίζει να κρατάει αυτούς τους λογαριασµούς και να επιβάλλει αυτόν τον έλεγχο επί των κεφαλαιούχων που µετατρέπονται τώρα σε υπαλλήλους, επί της κατηγορίας εκείνης των διανοουµένων που διατηρούν ακόµη τις καπιταλιστικές συνήθειες, ο έλεγχος αυτός θα γίνει πράγµατι γενικός, αναπόφευκτος, φυσικός, και δεν θα υπάρχει τρόπος να τον διαφύγει, κανείς.
Ολόκληρη η κοινωνία θα έχει γίνει ένα γραφείο και ένα εργοστάσιο, µε ίση δουλειά και ίση πληρωµή. Αυτή όµως η πειθαρχία εργοστασίου, που το προλεταριάτο θα επεκτείνει σε όλη την κοινωνία µετά την ήττα του καπιταλισµού και την ανατροπή των εκµεταλλευτών, δεν είναι καθόλου το ιδανικό µας, και πολύ απέχει από τον τελικό µας σκοπό. ∆εν είναι παρά ένας µεταβατικός σταθµός για την ριζική εκκαθάριση της κοινωνίας από όλη την κτηνωδία και την ατιµία της κεφαλαιοκρατικής εκµετάλλευσης. Συνεχίζοντας τον δρόµο µας προς τα εµπρός, θα αφήσοµε πίσω τον µεταβατικό αυτό σταθµό.
Όταν το σύνολο, ή έστω µόνο το µεγαλύτερο µέρος της κοινωνίας, µάθει πώς κυβερνάται το Κράτος, αναλάβει το έργο αυτό στα δικά του χέρια, εγκαταστήσει έναν έλεγχο επάνω στην ασήµαντη µειοψηφία των καπιταλιστών, επάνω στη µερίδα που διατηρεί κεφαλαιοκρατικά έθιµα και στους εργάτες που είναι αγιάτρευτα διεφθαρµένοι από τον καπιταλισµό -από την στιγµή αυτή η ανάγκη οποιασδήποτε κυβέρνησης αρχίζει να εκλείπει. Όσο τελειότερη είναι η δηµοκρατία, τόσο πλησιέστερη είναι η στιγµή που παύει να είναι αναγκαία. Όσο πιο δηµοκρατικό είναι το κράτος, αποτελούµενο από τους, ένοπλους εργάτες, που «δεν είναι πια κράτος µε την κοινή σηµασία τής λέξης», τόσο γρηγορότερα αρχίζει να ξεπέφτει κάθε µορφή κράτους. Γιατί όταν όλοι µάθουν να κυβερνούν και θα κυβερνούν την κοινωνικοποιηµένη παραγωγή, όταν όλοι πραγµατικά θα κρατούν λογαριασµό και θα ελέγχουν τους «φύλακες των κεφαλαιοκρατικών παραδόσεων», θα είναι βέβαια τόσο απίστευτα δύσκολο να διαφύγει κανείς από την γενική αυτή διεύθυνση και τον έλεγχο, θα είναι τόσο σπάνιο και θα συνοδεύεται ασφαλώς από τόσο βαριά τιµωρία (γιατί οι ένοπλοι εργάτες είναι πολύ πρακτικοί άνθρωποι και όχι αισθηµατικοί ιδεολόγοι), ώστε πολύ γρήγορα η ανάγκη της τήρησης όλων των απλών και βασικών κανόνων της κοινωνικής ζωής, θα γίνει µία συνήθεια. Η πόρτα τότε θα είναι ορθάνοιχτη για την µετάβαση από την πρώτη φάση τής Κοµµουνιστικής Κοινωνίας στην ανώτερη δεύτερη φάση της, και συγχρόνως στον τελειωτικό µαρασµό του κράτους. 

VI. ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΕΣ

Το ζήτηµα της σχέσης του κράτους προς την κοινωνική επανάσταση, και της Κοινωνικής επανάστασης προς το κράτος, καθώς και το ζήτηµα τής επανάστασης γενικά, πολύ λίγο απασχόλησε τους γνωστότερους θεωρητικούς της ∆ευτέρας ∆ιεθνούς (1889-1914). Το χαρακτηριστικότερο όµως γεγονός στην εξέλιξη αυτή της βαθµιαίας ανάπτυξης του οπορτουνισµού, που έφερε στην χρεοκοπία τής ∆ευτέρας ∆ιεθνούς στα 1914, είναι ότι και όταν ακόµη τυχαία έφθασαν σ’ αυτό το ζήτηµα κατέβαλε όλες τους τις προσπάθειες για να το αποφύγουν η µάλλον το περνούσαν απαρατήρητο. 
Το ζήτηµα της σχέσης του κράτους προς την κοινωνική επανάσταση, και της Κοινωνικής επανάστασης προς το κράτος, καθώς και το ζήτηµα τής επανάστασης γενικά, πολύ λίγο απασχόλησε τους γνωστότερους θεωρητικούς της ∆ευτέρας ∆ιεθνούς (1889-1914). Το χαρακτηριστικότερο όµως γεγονός στην εξέλιξη αυτή της βαθµιαίας ανάπτυξης του οπορτουνισµού, που έφερε στην χρεοκοπία τής ∆ευτέρας ∆ιεθνούς στα 1914, είναι ότι και όταν ακόµη τυχαία έφθασαν σ’ αυτό το ζήτηµα κατέβαλε όλες τους τις προσπάθειες για να το αποφύγουν η µάλλον το περνούσαν απαρατήρητο. 
Για να χαρακτηρίσουµε µόνο µε λίγα λόγια την αξιοθρήνητη αυτή εξέλιξη, ας πάρουµε τους πιο γνωστούς θεωρητικούς του Μαρξισµού, τον Πλεχάνωφ και τον Κάουτσκυ. 

1. Πολεµική του Πλεχάνωφ προς τους Αναρχικούς

Ο Πλεχάνωφ αφιέρωσε ένα ειδικό βιβλιαράκι για το ζήτηµα της σχέσης του Σοσιαλισµού προς τον Αναρχισµό, µε τον τίτλο Αναρχισµός και Σοσιαλισµός που τυπώθηκε στα Γερµανικά στα 1894. Προσπάθησε κάπως να µιλήσει γι’ αυτό το ζήτηµα χωρίς να θίξει το ζωτικότερο, το επίµαχο σηµείο, το ουσιαστικό πολιτικά σηµείο στην πάλη προς τους αναρχικούς: την σχέση τής Επανάστασης προς το Κράτος και το ζήτηµα του Κράτους εν γένει.
Το βιβλιαράκι του πρέπει να χωρισθεί σε δύο µέρη: το ένα, ιστορικό-φιλολογικό, που περιέχει αξιόλογη ύλη για την ιστορία των ιδεών του Στίρνερ, του Προυντόν και άλλων, το δεύτερο, αµαθές και σοφιστικό, περιέχει µια χονδροειδή επανάληψη του θέµατος ότι «ένας αναρχικός δεν µπορεί να διακριθεί από έναν κακούργο», είναι γεµάτο από διασκεδαστικούς συνδυασµούς συλλογισµών και είναι πολύ χαρακτηριστικό για όλη τη δράση του Πλεχάνωφ στις παραµονές της Επανάστασης και κατά την διάρκεια της επαναστατικής περιόδου στη Ρωσία. Πράγµατι από το 1908 ως το 1917, ο Πλεχάνωφ φανερώθηκε σαν ένας µισοσχολαστικός και µισο-υποκριτής, δεµένος πολιτικά στο άρµα της πλουτοκρατίας. 

Είδαµε πως ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην πολεµική τους κατά των αναρχικών, ανέπτυξαν σαφέστατα τις απόψεις τους για την σχέση της Επανάστασης προς το Κράτος. Ο Ένγκελς, δηµοσιεύοντας στα 1891 την Κριτική του Προγράµµατος της Gotha του Μαρξ, έγραφε ότι «εµείς» - δηλαδή ο Ένγκελς και ο Μαρξ- «είµαστε τότε στην σκληρότερη φάση της πολεµικής µας προς τον Μπακούνιν και τους αναρχικούς του: µόλις δυο χρόνια είχαν περάσει τότε από το Συνέδριο της Πρώτης ∆ιεθνούς στη Χάγη». 

Οι αναρχικοί είχαν προσπαθήσει να εµφανίσουν την Παρισινή Κοµµούνα ως «δική τους», ως επικύρωση των διδασκαλιών τους, δείχνοντας έτσι ότι δεν κατάλαβαν καθόλου τα διδάγµατα τής Κοµµούνας και την ανάλυση των διδαγµάτων της από τον Μαρξ.
 Ο αναρχισµός δεν έδωσε καµιά σωστή λύση στα συγκεκριµένα πολιτικά προβλήµατα: µπορούµε να συντρίψουµε την παλιά Κρατική µηχανή, και τι θα βάλουµε στη θέση της;
Να µιλάει όµως κανείς για Αναρχισµό και Σοσιαλισµό αφήνοντας έξω ολόκληρο το ζήτηµα του Κράτους και παραβλέποντας όλη την εξέλιξη του Μαρξισµού πριν και µετά την Κοµµούνα αυτό σήµαινε µιαν αναπόφευκτη πτώση στον οπορτουνισµό. Γιατί αυτό ακριβώς θέλει ο οπορτουνισµός- να αφήσει κατά µέρος αυτά τα ζητήµατα. Αυτό και µόνο αποτελεί µια µεγάλη νίκη του οπορτουνισµού.

2. Πολεµική του Κάουτσκυ προς τους οπορτουνιστές.

Χωρίς αµφιβολία ένας ασύγκριτα µεγαλύτερος αριθµός έργων του Κάουτσκυ είναι µεταφρασµένα στα Ρωσικά παρά σε κάθε άλλη γλώσσα. Και έχουν κάποιο δίκιο οι Γερµανοί σοσιαλδηµοκράτες όταν λένε χάριν αστειότητας, ότι ο Κάουτσκυ διαβάζεται περισσότερο στη Ρωσία παρά στη Γερµανία -και πρέπει να πούµε, σε παρένθεση, ότι υπάρχει µια βαθύτερη ιστορική σηµασία στην αστειότητα αυτή, παρ’ όσο πιστεύεται συνήθως.
Γιατί στα 1905 οι Ρώσοι εργάτες εκδήλωσαν µια εξαιρετικά ζωηρή, µια πρωτοφανή ζήτηση των καλύτερων έργων της καλύτερης σοσιαλδηµοκρατικής φιλολογίας του κόσµου, και οι µεταφράσεις και εκδόσεις των έργων αυτών εκδίδονταν σε απίστευτο αριθµό, παρά στις άλλες χώρες. Έτσι λοιπόν, η τεράστια πείρα τής γειτονικής πιο προοδευµένης χώρας, µεταφυτεύτηκε στο εντελώς παρθένο έδαφος τού προλεταριακού µας κινήµατος. 
Ο Κάουτσκυ εκτός της εκλαΐκευσης που έκαµε στον Μαρξισµό, είναι ιδιαίτερα γνωστότατος στη χώρα µας µε τις συζητήσεις του προς τους οπορτουνιστές που έχουν επικεφαλής των τον Μπερνστάιν. Ένα γεγονός όµως σχεδόν άγνωστο, πού µολαταύτα δεν πρέπει να το παραβλέψουµε, αν θέλουµε να ερευνήσουµε πως ο Κάουτσκυ εξέπεσε σε τέτοιο σηµείο σύγχυσης, ώστε να γίνει δικηγόρος του Σοσιαλ-σωβινισµού, στην εποχή της µεγαλύτερης κρίσης, στα 1914-15. Το γεγονός αυτό είναι ότι, πριν εκστρατεύσει εναντίον των κυριοτέρων αντιπροσώπων τον οπορτουνισµού στη Γαλλία (Μιλλεράν, Ζωρές) και στη Γερµανία (Μπερνστάιν), ο Κάουτσκυ, είχε δείξει πολύ µεγάλους δισταγµούς. 
Η Ρωσική µαρξική εφηµερίδα, Η Αυγή, πού εκδιδόταν στη Στουτγάρδη στα 1901-2, υποστηρίζοντας την επαναστατική προλεταριακή τακτική, αποκάλυψε τον Κάουτσκυ χαρακτηρίζοντας την πρόταση του στο ∆ιεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο των Παρισίων στα 1900, ως «ελαστική», εξαιτίας τής ακαθόριστης, µετριοπαθούς και συµβιβαστικής στάσης του απέναντι των οπορτουνιστών. Στα Γερµανικά είχαν δηµοσιευθεί επιστολές τού Κάουτσκυ που µαρτυρούσαν την ίδια διστακτικότητα πριν ταχθεί εναντίον του Μπερνστάιν. Ασύγκριτα όµως µεγαλύτερη σηµασία έχει το γεγονός ότι στις συζητήσεις του αυτές µε τους οπορτουνιστές, στην διατύπωση του ζητήµατος απ’ αυτόν, και στην µέθοδο µε την οποία ,το εξετάζει, µπορούµε να παρατηρήσουµε, τώρα που ερευνούµε την Ιστορία τής τελευταίας προδοσίας του κατά του µαρξισµού, τον συστηµατικό προσανατολισµό του προς τον οπορτουνισµό και προπάντων στο ζήτηµα αυτό του Κράτους. 

Ας πάρουµε το πρώτο µεγάλο έργο του Κάουτσκυ κατά του οπορτουνισµού : Ο Μπερνστάιν και το Σοσιαλδηµοκρατικό πρόγραµµα. Ο Κάουτσκυ αντικρούει τον Μπερνστάιν λεπτοµερώς, το χαρακτηριστικό όµως σηµείο είναι το εξής: 
Ο Μπερνστάιν στο διαβόητο βιβλίο του, Σοσιαλιστικά Θεµέλια, κατηγορεί τον µαρξισµό επί «Μπλανκισµώ», κατηγορία που από τότε επαναλαµβάνεται χιλιάδες φορές από τους οπορτουνιστές και τους φιλελευθέρους της Ρωσίας κατά των αντιπροσώπων του επαναστατικού µαρξισµού, των Μπολσεβίκων. Στο σηµείο αυτό ο Μπερνστάιν επιµένει κυρίως στο έργο του Μαρξ 0 εµφύλιος πόλεµος στη Γαλλία, και προσπαθεί όπως είδαµε, εντελώς ανεπιτυχώς να συνταυτίσει την άποψη του Μαρξ για τα διδάγµατα τής Κοµµούνας µε την άποψη του Προυντόν. Επίσης δίνει ξεχωριστή σηµασία στο συµπέρασµα του Μαρξ που τονίζεται από τον ίδιον στον πρόλογο του Κοµµουνιστικού Μανιφέστου στα 1872, ότι δηλαδή «η εργατική τάξη δεν µπορεί άπλα να πάρει στα χέριά της την έτοιµη κρατική µηχανή και να την χρησιµοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς». Η έκφραση αυτή άρεσε τόσο πολύ στον Μπερνστάιν, ώστε την επαναλαµβάνει τουλάχιστον τρεις φορές µέσα στο βιβλίο του -εξηγώντας την µε την πιο διαστρεβλωµένη οπορτουνιστική έννοια. Είδαµε πώς ο Μαρξ εννοεί, ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να σπάσει, να ανατινάξει (sprengen, εκρηγνύω είναι η έκφραση που χρησιµοποιεί ο Ένγκελς) ολόκληρη την κρατική µηχανή, ενώ κατά τον Μπερνστάιν, φαίνεται ότι ο Μαρξ µε τα λόγια αυτά συµβούλευε την εργατική τάξη ενάντια του υπερβολικού επαναστατικού ζήλου κατά την κατάληψη τής εξουσίας.
∆εν µπορεί κανείς να φαντασθεί πιο χυδαία και αναιδή διαστροφή των ιδεών του Μαρξ. Τι κάνει όµως ο Κάουτσκυ στην λεπτοµερή του καταπολέµηση του Μπερνσταϊνισµου; 
Αποφεύγει την εξέταση ολόκληρης της έκτασης της διαστροφής του Μαρξισµού σ’ αυτό το σηµείο. Αναφέρει το ανωτέρω απόσπασµα από τον πρόλογο του Ένγκελς στο βιβλίο του Μαρξ Ο εµφύλιος πόλεµος στη Γαλλία, λέγοντας ότι, κατά τον Μαρξ, η εργατική τάξη δεν µπορεί άπλα να κατακτήσει την έτοιµη κρατική µηχανή, αλλά, εν γένει, µπορεί να την κατακτήσει και αυτό είναι όλο... Για το γεγονός ότι ο Μπερνστάιν απέδωσε στον Μαρξ ακριβώς τις αντίθετες από τις πραγµατικές του απόψεις, και ότι το πραγµατικό έργο της προλεταριακής επανάστασης, όπως το καθόρισε ο Μαρξ από τα 1852, ήταν η συντριβή της κρατικής µηχανής- ούτε µια λέξη δεν βρίσκεται για όλα αυτά στο έργο του Κάουτσκυ. Το αποτέλεσµα ήταν ότι η κυριότερη διάκριση µεταξύ Μαρξισµού και Οπορτουνισµού στο ζήτηµα της προλεταριακής επανάστασης αποσιωπήθηκε ! 
«Την λύση του προβλήµατος της προλεταριακής δικτατορίας», έγραφε ο Κάουτσκυ «εν αντιθέσει» προς τον Μπερνστάιν, «µπορούµε να την αφήσουµε για το µέλλον». 
Αυτό δεν είναι µια πολεµική κατά του Μπερνστάιν, αλλά µάλλον µια παραχώρηση προς αυτόν, µια υποστήριξη της θέσης του οπορτουνισµού : γιατί σήµερα οι οπορτουνιστές δεν ζητούν άλλο καλύτερο παρά «απλά να αφήσουν για το µέλλον» όλα τα θεµελιώδη προβλήµατα της προλεταριακής επανάστασης. 

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, από τα 1852 έως τα 1891 επί σαράντα χρόνια δίδαξαν το προλεταριάτο ότι πρέπει να συντρίψει την κρατική µηχανή, αλλά ο Κάουτσκυ, στα 1899, αντιµετωπίζοντας στο σηµείο αυτό την µεγαλύτερη διαστροφή του µαρξισµού από τους οπορτουνιστές, µεταστρέφει δόλια το ζήτηµα των συγκεκριµένων µορφών της καταστροφής της κρατικής µηχανής, στο γενικότερο ζήτηµα περί τής ανάγκης τής καταστροφής της, και έτσι σώζει τον εαυτό του πίσω από το πρόσχηµα της «αναµφισβήτητου» -και στείρας- αλήθειας, ότι οι συγκεκριµένες µορφές δεν µπορούν να είναι γνωστές από πριν.... 

Μεταξύ του Μαρξ και του Κάουτσκυ, µεταξύ της στάσης του καθενός σε σχέση µε το πρόβληµα που τίθεται µπροστά στο προλεταριακό κόµµα, πως δηλαδή, θα προετοιµασθεί η εργατική τάξη για την Επανάσταση, υπάρχει µια πλατειά άβυσσος.

Ας πάρουµε το επόµενο, ωριµότερο έργο του Κάουτσκυ αφιερωµένο επίσης κατά µέγα µέρος στην αντίκρουση των οπορτουνιστικών σφαλµάτων. Είναι το βιβλίο του για την Κοινωνική Επανάσταση.
Ο συγγραφέας εκλέγει ως ειδικό θέµα του το ζήτηµα της «προλεταριακής επανάστασης» και του «προλεταριακού καθεστώτος». Μάς παρέχει αρκετά σηµαντική ύλη, αλλά ακριβώς το ζήτηµα αυτό του Κράτους αγνοείται, 
Μέσα στο βιβλίο του ο συγγραφέας µιλάει για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας -και αυτό είναι όλο. ∆ηλαδή, το ζήτηµα διατυπώνεται µε τέτοιο τρόπο ώστε αποτελεί µια παραχώρηση στον οπορτουνισµό, αφού γίνεται δεκτό ότι η κατάληψη της εξουσίας µπορεί να γίνει χωρίς την καταστροφή τής κρατικής µηχανής. 
Το ίδιο πράγµα που ο Μαρξ στα 1872, είχε διακηρύξει ότι είναι πια παράκαιρο στο πρόγραµµα του Κοµµουνιστικού Μανιφέστου, ανασταίνεται από τον Κάουτσκυ στα 1902.
Το βιβλίο επίσης περιέχει µια ειδική παράγραφο για τις «µορφές και τα όπλα της Κοινωνικής Επανάστασης»
Σ’ αυτήν εξετάζει την γενική πολιτική απεργία, το ζήτηµα του εµφύλιου πολέµου, και «τα όργανα της βίας που διαθέτουν τα νεώτερα µεγάλα κράτη, όπως είναι η γραφειοκρατία και ο στρατός», για εκείνο όµως που η Κοµµούνα τόσα δίδαξε τους εργάτες, ούτε µια συλλαβή. 
Βλέπουµε ότι ο Ένγκελς δεν έδινε µάταια συµβουλές, για τους Γερµανούς σοσιαλδηµοκράτες ιδιαίτερα, εναντίον του «µοιρολατρικού σεβασµού» προς το Κράτος.
Ο Κάουτσκυ θέτει το ζήτηµα ότι: το νικηφόρο προλεταριάτο «θα πραγµατοποιήσει το δηµοκρατικό πρόγραµµα» και διατυπώνει τα άρθρα του, άλλά γι’ αυτό που µας δίδαξε το έτος 1871, για την µικροαστική δηµοκρατία που αντικαθίσταται από µια προλεταριακή –ούτε µια λέξη. Μεταχειρίζεται γι’ αυτό το ζήτηµα διάφορες ευλογοφανείς και τετριµµένες φράσεις, όπως: «είναι φανερό ότι δεν µπορούµε να επιτύχουµε την κυριαρχία υπό την σηµερινή τάξη των πραγµάτων. Αυτή η επανάσταση προϋποθέτει µια µακρά και βαθιά πάλη που καθώς προχωρεί, θα αλλάξει τον πολιτικό και κοινωνικό οργανισµό µας».
Χωρίς αµφιβολία αυτό είναι «φοβερό» τόσο όσο τα άλογα τρώνε κριθάρι, ή ο Βόλγας χύνεται στην Κασπία θάλασσα. Το µόνο λυπηρό είναι ότι χρειάστηκε να χρησιµοποιήσει αυτή την κενή και ποµπώδη φράση για την «βαθιά» πάλη, για να υπερπηδήσει το ουσιαστικό πρόβληµα του επαναστατικού προλεταριάτου, δηλαδή που ακριβώς βρίσκεται αυτό το «βάθος» της επανάστασης του σε σχέση µε το Κράτος και την ∆ηµοκρατία, σε αντίθεση, προς τις µη προλεταριακές επαναστάσεις του παρελθόντος. 
Εδώ είναι ένα σηµαντικότατο σηµείο, το οποίο αγνοώντας ο Κάουτσκυ, παραδίδει πραγµατικά ολόκληρο, το πεδίο στους οπορτουνιστές, ενώ κηρύσσει πόλεµο εναντίον τους µε φοβερές και τροµερές λέξεις, τονίζοντας την σηµασία τής «ιδέας της επανάστασης» πόσο αξίζει αυτή η «ιδέα», όταν κανείς φοβάται να την διαδώσει µεταξύ, των εργατών; -ή του «Επαναστατικού ιδεαλισµού υπεράνω όλων...», και διακηρύσσοντας ότι οι Άγγλοι εργάτες µόλις διαφέρουν από την µικροαστική τάξη.... 
«Σε µια Σοσιαλιστική κοινωνία (γράφει ο Κάουτσκυ) µπορούν και συνυπάρχουν συγχρόνως οι πιο ποικίλες µορφές βιοµηχανικών επιχειρήσεων –γραφειοκρατικές (;;), εµπορικές, συνεταιριστικές, ατοµικές. Είναι παραδείγµατος χάριν µερικές επιχειρήσεις που δεν µπορούν να υπάρξουν χωρίς µια γραφειοκρατική (;;) οργάνωση: έτσι είναι οι σιδηρόδροµοι. Η δηµοκρατική οργάνωση θα πάρει εδώ την ακόλουθη µορφή: Οι εργάτες εκλέγουν αντιπρόσωπους που αποτελούν ένα είδος Κοινοβουλίου και αυτό το κοινοβούλιο καθορίζει τους όρους της εργασίας και επιστατεί στην λειτουργία του γραφειοκρατικού µηχανισµού. Άλλες επιχειρήσεις πρέπει να µεταβιβασθούν στις εργατικές ενώσεις που θα µπορούσαν πάλι να οργανωθούν επάνω σε µια συνεταιριστική βάση».

Η άποψη αυτή είναι εσφαλµένη και οπισθοδροµική σε σύγκριση µε τα συµπεράσµατα του Μαρξ και του Ένγκελς ύστερα από το 1870, µετά τα διδάγµατα της Κοµµούνας. 
Για την δήθεν αναγκαία «γραφειοκρατική» οργάνωση, δεν υπάρχει καµιά διαφορά µεταξύ των σιδηροδρόµων και οποιασδήποτε άλλης µορφής της µεγάλης βιοµηχανίας, των εργοστασίων, των µεγάλων εµπορικών επιχειρήσεων ή των µεγάλων κεφαλαιοκρατικών κτηµάτων. Η λειτουργία όλων αυτών των επιχειρήσεων απαιτεί την αυστηρότερη πειθαρχία, την µεγαλύτερη τυπικότητα στην εκτέλεση τής εργασίας, γιατί αλλιώς υπάρχει κίνδυνος βλάβης του µηχανισµού ή του προϊόντος, ή και σύγχυση ή σταµάτηµα ολόκληρης της εργασίας. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις, οι εργάτες «θα εκλέγουν αντιπροσώπους που θα αποτελούν ένα είδος κοινοβουλίου».

Αλλά εδώ είναι το φλέγον ζήτηµα : αυτό το «είδος Κοινοβουλίου» δεν θα είναι κοινοβούλιο µε την αστική έννοια. Αυτό το «είδος κοινοβουλίου» δεν θα «καθορίζει τους όρους τής εργασίας και θα επιβλέπει τη λειτουργία του γραφειοκρατικού µηχανισµού» όπως φαντάζεται ο Κάουτσκυ, του οποίου οι σκέψεις δεν ξεφεύγουν πολύ από το πλαίσιο του αστικού κοινοβουλευτισµού. Σε µια σοσιαλιστική κοινωνία, αυτό το «είδος κοινοβουλίου», που αποτελείται από αντιπροσώπους των εργατών, θα καθορίζει τους όρους της εργασίας, και θα επιβλέπει την λειτουργία του «µηχανισµού» αυτός όµως ο µηχανισµός δεν θα είναι «γραφειοκρατικός». Οι εργάτες κατακτώντας την πολιτική εξουσία, θα συντρίψουν τον παλιό γραφειοκρατικό µηχανισµό, θα τον ξεριζώσουν από τα θεµέλιά του, ώσπου να µη µείνει ούτε λίθος επί λίθου, και η νέα µηχανή που θα κάνουν για να βάλουν στη θέση της θα δηµιουργηθεί από τους ίδίους τους εργάτες και υπαλλήλους. Για να προληφθεί η µετατροπή τους σε γραφειοκράτες, θα ληφθούν άµεσα µέτρα τα οποία λεπτοµερώς ανέλυσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς:
1) Όχι µόνο θα εκλέγονται, αλλά και θα µπορούν σε κάθε στιγµή να ανακληθούν
2) ∆εν θα περνούν ανώτερη πληρωµή από τους κοινούς εργάτες
3) θα γίνει άµεση προετοιµασία για ένα καθεστώς, στο οποίο όλοι θα εκπληρώνουν το έργο του ελέγχου και της επίβλεψης, ώστε όλοι θα γίνονται «δηµόσιοι υπάλληλοι» προσωρινά, και κανείς δεν θα έχει έτσι την ευκαιρία να γίνει «γραφειοκράτης».

Ο Κάουτσκυ δεν σκέφθηκε καθόλου τους λόγους του Μαρξ: «Η Κοµµούνα δεν ήταν ένας κοινοβουλευτικός αλλά ένας εργατικός οργανισµός, που συγχρόνως εξέδιδε και εκτελούσε τους νόµους». 
∆εν κατάλαβε καθόλου την διαφορά µεταξύ ενός µικροαστικού κοινοβουλίου που συνδυάζει την δηµοκρατία (όχι για το λαό) µε την γραφειοκρατία (κατά του λαού), και της προλεταριακής δηµοκρατίας, η οποία θα λάβει άµεσα µέτρα για να ξεριζώσει την γραφειοκρατία και η οποία θα είναι ικανή να φέρει τα µέτρα αυτά στη λογική τους κατάληξη, στην τέλεια καταστροφή της γραφειοκρατίας και την τελική εγκατάσταση της δηµοκρατίας για το λαό. Ο Κάουτσκυ φανερώνει έτσι πάλι τον ίδιο παλιό «µοιρολατρικό σεβασµό» προς το Κράτος, την «µοιρολατρική πίστη» στην γραφειοκρατία. 

Ας έρθουµε στο τελευταίο και καλύτερο από τα έργα του Κάουτσκυ κατά των οπορτουνιστών, το βιβλιαράκι του Ο ∆ρόµος προς την εξουσία, που δηµοσιεύθηκε στα 1909. Το βιβλιαράκι αυτό αποτελεί ένα σηµαντικό βήµα προς τα εµπρός, γιατί δεν εξετάζει απλώς το επαναστατικό πρόγραµµα εν γένει (όπως στο βιβλίο το 1899 κατά του Μπερνστάιν) ούτε τα προβλήµατα της κοινωνικής επανάστασης ανεξάρτητα του χρόνου της έκρηξης της (όπως στο βιβλίο του Η Κοινωνική Επανάσταση στα 1902), αλλά τους συγκεκριµένους όρους που µάς αναγκάζουν να αναγνωρίσουµε ότι η επαναστατική περίοδος προσεγγίζει. 
Ο συγγραφέας εκθέτει σαφέστατα την ένταση του ανταγωνισµού των τάξεων γενικά και την ανάπτυξη του ιµπεριαλισµού, που παίζει ρόλο εξαιρετικά σηµαντικό στο ζήτηµα τούτο. Ύστερα από την «επαναστατική περίοδο του 1789-1871» στην ∆υτική Ευρώπη, µια ανάλογη περίοδος αρχίζει για την Ανατολή στα 1905. Ένας παγκόσµιος πόλεµος έρχεται µε απειλητική ταχύτητα. «Το προλεταριάτο δεν µπορεί να µιλάει πια για µια πρόωρη επανάσταση». «Μπήκαµε σε µια επαναστατική περίοδο». «Η επαναστατική εποχή αρχίζει». 
Οι οµολογίες αυτές είναι τελείως σωστές. Το βιβλιαράκι µας προσφέρει ένα µέτρο σύγκρισης µεταξύ του ύψους των υποσχέσεων τής Γερµανικής Σοσιαλδηµοκρατίας πριν από τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο και του βάθους της κατάπτωσης στην οποία κατέληξε -παίρνοντας µαζί της κι’ αυτόν τον Κάουτσκυ- όταν εξερράγη ο πόλεµος. 
«Η παρούσα κατάσταση» έγραφε ο Κάουτσκυ στο βιβλίο του αυτό, «περιέχει ένα κίνδυνο, µήπως εµείς, η Γερµανική Σοσιαλδηµοκρατία, θεωρηθούµε εύκολα ως περισσότερο µετριοπαθείς από ότι είµαστε πραγµατικά». Όταν όµως έφθασε στην πράξη το Γερµανικό Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα, έγινε ακόµη πιο µετριοπαθές και οπορτουνιστικό απ’ ότι είχε φανεί. Και το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ οµολογεί τόσο καθαρά ότι η επαναστατική περίοδος άρχισε ήδη, ο Κάουτσκυ, στο βιβλίο αυτό που ο ίδιος λέει ότι αφιερώνεται ακριβώς στην «πολιτική επανάσταση» παραλείπει πάλι το ζήτηµα του Κράτους. 
Το σύνολο όλων αυτών των υπεκφυγών του θέµατος, των παραλείψεων και των παρασιωπήσεων, έφερε µοιραία στην οριστική πτώση προς τον οπορτουνισµό, για την οποία θα µιλήσουµε αµέσως παρακάτω. 
 Η Γερµανική Σοσιαλδηµοκρατία, σαν να πούµε, στο πρόσωπο τον Κάουτσκυ, διακήρυξε: Υποστηρίζω ακόµη τις επαναστατικές απόψεις (1899), αναγνωρίζω ιδιαίτερα ότι η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη (1902) αναγνωρίζω ότι µια νέα επαναστατική περίοδος άρχισε ήδη (1909), αποκρούω όµως αυτό που είπε ο Μαρξ από τα 1852 -όταν προβλήθηκε οριστικά το ζήτηµα των καθηκόντων που θα παρουσιασθούν σε µια προλεταριακή επανάσταση σε σχέση µε το Κράτος (1913). 
Και ακριβώς µε τον τρόπο αυτό έθεσε το ζήτηµα στη συζήτηση του µε τον Παννέκεκ. 

3. Η πολεµική µεταξύ Κάουτσκυ και Παννέκεκ. 

Ο Παννέκεκ αντέκρουσε τον Κάουτσκυ, αντιπροσωπεύοντας την οµάδα της «ριζοσπαστικής αριστεράς» που αριθµούσε στις τάξεις της την Ρόζα Λούξεµπουργκ, τον Κάρλ Ράντεκ και άλλους, οι οποίοι, υποστηρίζοντας την επαναστατική τακτική, είχαν όλοι την πεποίθηση ότι ο Κάουτσκυ περνούσε προς την τακτική του «κέντρου», κυµαινόµενος χωρίς αρχές µεταξύ Μαρξισµού και Οπορτουνισµού. Η άποψη αυτή αποδείχθηκε τελείως ορθή από τον πόλεµο, όταν το ρεύµα αυτό του «κέντρου» ή του «Καουτσκισµού», που κακώς ονοµαζόταν µαρξικό, αποκαλύφθηκε µε όλη του την οικτρότητα. 
Σ’ ένα άρθρο του για το ζήτηµα τού Κράτους, τιτλοφορούµενο, «Η δράση των µαζών και η Επανάσταση», (Neue Zeit 1912), ο Παννέκεκ χαρακτήριζε την στάση του Κάουτσκυ ως «παθητικό ριζοσπαστισµό», ως «θεωρία της αδρανούς αναµονής». Ο Κάουτσκυ δεν θέλει να δει την πορεία της επανάστασης». Στο σηµείο αυτό ο Παννέκεκ, θίγει το πρόβληµα που µάς ενδιαφέρει, για τον ρόλο δηλαδή της προλεταριακής επανάστασης απέναντι τού Κράτους. 
«Ο αγώνας του προλεταριάτου (έγραφε) δεν είναι απλά αγώνας κατά της κεφαλαιοκρατίας µε σκοπό τον έλεγχο του κράτους αλλά στρέφεται κατά του Κράτους... 
Βάση της προλεταριακής επανάστασης είναι η καταστροφή των οργανωµένων δυνάµεων του ΚΡάτους και, ή βίαια εξαφάνιση των (ablosung) δια των οργανωµένων δυνάµεων του προλεταριάτου. Και ο αγώνας αυτός δεν θα τελειώσει πριν καταστραφεί ολόκληρος ο κρατικός οργανισµός 
Αυτός είναι ο σκοπός του. Η οργάνωση της πλειοψηφίας δείχνει την υπεροχή της καταστρέφοντας την οργανωµένη βία της κυβερνούσας µειοψηφίας». 

Ο Παννέκεκ δεν εκφράζει τις ιδέες του µε άµεµπτο τρόπο, αλλά οι ιδέες είναι αρκετά σαφείς, και αξίζει τον κόπο να δούµε πως τις αντικρούει ο Κάουτσκυ. 
«Έως τώρα», γράφει, «η διαφορά µεταξύ Σοσιαλδηµοκρατών και αναρχικών ήταν η ακόλουθη : οι πρώτοι ήθελαν να κατακτήσουν την κρατική εξουσία, ενώ σκοπός των αναρχικών ήταν να την καταστρέψουν, ο Παννέκεκ ζητάει και το ένα και το άλλο». 
Αν η ανάπτυξη του Παννέκεκ δεν έχει όλη την ακρίβεια και σαφήνεια δεν µιλούµε για τις άλλες ελλείψεις που είναι άσχετες µε το ζήτηµά µας -ο Κάουτσκυ βρίσκει ακριβώς αυτό το σηµείο από το άρθρο του Παννέκεκ, που είναι η ουσία όλου του ζητήµατος, και στο θεµελιώδες αυτό ζήτηµα, που είναι ζήτηµα αρχής, ο Κάουτσκυ απαρνείται τελείως την µαρξική άποψη και παραδίδεται χωρίς όρους στους οπορτουνιστές. Ο ορισµός του για την διαφορά µεταξύ σοσιαλδηµοκρατών και αναρχικών είναι απολύτως εσφαλµένος, και ο µαρξισµός παραµορφώνεται και ταπεινώνεται έτσι οριστικά. 

Η διαφορά µεταξύ µαρξιστών και αναρχικών είναι η εξής: 
1) Οι µαρξιστές ζητούν την τελεία καταστροφή του Κράτους, αλλά παραδέχονται ότι ο σκοπός τους µπορεί να πραγµατοποιηθεί µόνο µετά την εξαφάνιση των τάξεων που θα προέλθει από µια σοσιαλιστική επανάσταση ως αποτέλεσµα της εφαρµογής του σοσιαλισµού που καταλήγει στον µαρασµό του Κράτους. οι αναρχικοί απεναντίας θέλουν την τέλεια καταστροφή του Κράτους εντός είκοσι τεσσάρων ωρών και δεν αντιλαµβάνονται τους όρους υπό τους οποίους µπορεί να πραγµατοποιηθεί αυτή η καταστροφή. 
2) Οι µαρξιστές παραδέχονται ότι µόλις το προλεταριάτο κατακτήσει την πολιτική εξουσία οφείλει να συντρίψει ολότελα τον παλιό κρατικό µηχανισµό και να φέρει στη θέση του έναν νέο µηχανισµό των οργανωµένων ένοπλων εργατών, κατά το πρότυπο της Κοµµούνας. 

 Οι αναρχικοί απεναντίας ενώ είναι υπέρ της καταστροφής του Κράτους, δεν έχουν ξεκαθαρισµένη ιδέα του τι θα βάλει το προλεταριάτο στη θέση του και πώς θα χρησιµοποιήσει την επαναστατική του δύναµη, επίσης αρνούνται ότι το επαναστατικό προλεταριάτο έχει ανάγκη να χρησιµοποιήσει το Κράτος και να εγκαταστήσει την επαναστατική του δικτατορία. 3) Οι µαρξιστές θέλουν να χρησιµοποιήσουν το νεώτερο κράτος ως µέσον προετοιµασίας των εργατών για την επανάσταση οι αναρχικοί τα αποκρούουν όλα αυτά.     

Στην πολεµική αυτή ο Μαρξισµός αντιπροσωπεύεται από τον Παννέκεκ και όχι από τον Κάουτσκυ, αφού ο ίδιος ο Μαρξ διακήρυξε ότι η απλή µεταβίβαση της παλιάς κρατικής µηχανής σε νέα χέρια δεν είναι καθόλου κατάκτηση της εξουσίας : Το προλεταριάτο οφείλει να συντρίψει αυτόν τον µηχανισµό και να τον αντικαταστήσει µε κάτι εντελώς νέο. Ο Κάουτσκυ µεταπηδά, από τον µαρξισµό στον οπορτουνισµό, γιατί γι’ αυτόν δεν υπάρχει το ζήτηµα της καταστροφής τού Κράτους ζήτηµα που είναι εντελώς απαράδεκτο για τους οπορτουνιστές. Και αφήνει έτσι σ’ αυτούς την ελευθέρια να εξηγήσουν την «κατάκτηση» της εξουσίας ως προσηλύτιση της πλειοψηφίας.
Για να συγκαλύψει την διαστροφή αυτή του Μαρξισµού, ο Κάουτσκυ επιδεικνύει πολυµάθεια, προσφέροντας «περικοπές» από τον ίδιο τον Μαρξ. Ο Μαρξ έγραφε στα 1850 για την ανάγκη «της οριστικής συγκέντρωσης της δύναµης στα χέρια του Κράτους» και ο Κάουτσκυ ρωτάει θριαµβευτικά: «Μήπως ο Παννέκεκ θέλει να καταστρέψει τον «Συγκεντρωτισµό»; Να ένα αστείο παιγνιδάκι που µοιάζει µε την συνταύτιση που κάνει ο Μπερνστάιν στις απόψεις του Μαρξ και τού Προυντόν για το ζήτηµα του οµοσπονδιακού συστήµατος κατά τού Συγκεντρωτικού. 
Η «περικοπή» αυτή του Κάουτσκυ δεν έχει καθόλου την θέση της. Η νέα µορφή του Κράτους δέχεται το συγκεντρωτικό σύστηµα όπως η παλιά, όταν π.χ. οι εργάτες συνενώνουν εκούσια τις ένοπλες δυνάµεις τους, αυτό είναι συγκεντρωτισµός, ο οποίος όµως θα βασίζεται στην τελεία καταστροφή του συγκεντρωτικού κρατικού µηχανισµού -Στράτου, αστυνοµίας, γραφειοκρατίας. Η µέθοδος αυτή του Κάουτσκυ βέβαια δεν είναι καθόλου έντιµη. Οι θαυµαστές διδασκαλίες του Μαρξ και του Ένγκελς για την Κοµµούνα παραλείπονται, και αναφέρεται µόνο µία περικοπή που δεν έχει καµία σχέση µε το ζήτηµα. 

«Ίσως ο Παννέκεκ θέλει να καταργήσει τις κρατικές λειτουργίες των υπαλλήλων; (εξακολουθεί ο Κάουτσκυ). Χωρίς υπαλλήλους όµως δεν µπορούµε να κάνουµε ούτε στις οργανώσεις του κόµµατος και των σωµατείων µας, και πολύ λιγότερο στην διοίκηση του Κράτους. Για τους κρατικούς υπαλλήλους, το πρόγραµµα µας δεν ζητάει να εξαφανισθούν, άλλα να εκλέγονται από τον λαό. Το ζήτηµά µας δεν είναι ποια ακριβώς µορφή θα πάρει ο διοικητικός µηχανισµός στο κράτος του µέλλοντος, άλλα να καθορίσουµε αν ο πολιτικός αγώνας µας θα καταστρέψει (κατά λέξη: διαλύσει, auflost) το Κράτος, πριν το κατακτήσουµε (τις λέξεις αυτές τις υπογραµµίζει ο Κάουτσκυ). Ποιο υπουργείο π. χ. µε τους υπαλλήλους του θα µπορούσε να καταργηθεί; (Εδώ γίνεται µια απαρίθµηση των υπουργείων τής Παιδείας, ∆ικαιοσύνης, Οικονοµικών και Στρατιωτικών). Όχι ούτε ένα από τα τωρινά υπουργεία δεν µπορεί να καταργηθεί από τον πολιτικό µας αγώνα κατά της Κυβέρνησης... Επαναλαµβάνω για να προληφθεί κάθε παρεξήγηση, δεν πρόκειται εδώ για την µορφή που θα δώσει στο «Κράτος του µέλλοντος» µία νίκη της Σοσιαλδηµοκρατίας, αλλά πως η αντιπολίτευση µας θα αλλάξει το σύγχρονο κράτος». 

 Αυτό είναι σωστή ταχυδακτυλουργία. Ο Παννέκεκ έθεσε το ζήτηµα της Επανάστασης. Τόσο ο τίτλος του άρθρου του όσο και τα αποσπάσµατα που αναφέραµε παραπάνω το δείχνουν αρκετά καθαρά. Αλλά ο Κάουτσκυ πηδώντας στο ζήτηµα της «αντιπολίτευσης» µετατρέπει την άποψη από επαναστατική σε οπορτουνιστική. Κατά την γνώµη του πρέπει προς το παρόν να περιοριστούµε σε µια αντιπολίτευση και µετά την κατάκτηση της εξουσίας θα µπορούµε να µιλήσουµε για άλλα πράγµατα. Η επανάσταση εξαφανίζεται : αυτό ακριβώς ζητούν και οι οπορτουνιστές. 
Το κύριο ζήτηµά µας δεν είναι η αντιπολίτευση ούτε ο γενικός πολιτικός αγώνας, αλλά η Επανάσταση. Και επανάσταση είναι η καταστροφή του διοικητικού µηχανισµού, και η αντικατάσταση του από την νέα προλεταριακή εξουσία των ένοπλων εργατών. 
Ο Κάουτσκυ δείχνει ένα «µοιρολατρικό σεβασµό» προς τα Υπουργεία: γιατί όµως δεν µπορούν να αντικατασταθούν, π.χ. από συµβούλια ειδικών που θα λειτουργούν µέσα στο καθεστώς των κυριάρχων και παντοδυνάµων συµβουλίων των αντιπροσώπων εργατών και στρατιωτών; Το ουσιαστικό όµως σηµείο δεν είναι καθόλου αν τα Υπουργεία θα µείνουν ή θα µετατραπούν σε συµβούλια ειδικών ή σε άλλου είδους θεσµούς, όλα αυτά δεν έχουν καµιά σηµασία. Το κύριο ζήτηµα είναι αν θα διατηρήσουµε την παλιά κυβερνητική µηχανή, ποτισµένη από την ρουτίνα και την σκουριά, και δεµένη µε χίλιους δεσµούς προς την πλουτοκρατία, ή αυτή θα συντριφτεί και θα αντικατασταθεί µε κάτι εντελώς νέο; Επανάσταση δεν θα πει ότι θα κυβερνά η νέα τάξη µε την παλιά κυβερνητική µηχανή, αλλά ότι θα σαρώσει τον µηχανισµό αυτό και, θα διοικεί µε νέα µηχανή.
Την θεµελιώδη αυτή ιδέα του Μαρξισµού, ο Κάουτσκυ την παραλείπει ή δεν την εννοεί καθόλου. Η ερώτηση του σχετικά µε τους υπαλλήλους δείχνει καθαρά ότι πολύ λίγο ένοιωσε τα διδάγµατα της Κοµµούνας και την διδασκαλία του Μαρξ.
«∆εν µπορούµε να κάνουµε χωρίς υπαλλήλους ούτε στις οργανώσεις του κόµµατος και των σωµατείων µας» δεν µπορούµε να κάνουµε χωρίς υπαλλήλους µέσα στο Κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, στην κυριαρχία τής πλουτοκρατίας. Το προλεταριάτο καταπιέζεται, οι εργαζόµενες µάζες καταντούν σε κατάσταση δουλείας υπό τον καπιταλισµό, η δηµοκρατία πνίγεται, συντρίβεται, διαµελίζεται, κολοβώνεται από τον καπιταλισµό, την µισθοδουλεία, την δυστυχία και την αθλιότητα των µαζών. Ακριβώς οι όροι της ζωής µέσα στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς είναι τα µόνα αίτια, που οι υπάλληλοι των πολιτικών κοµµάτων και των επαγγελµατικών οργανώσεων µας είναι διεφθαρµένοι-ή µάλλον έχουν την τάσι να διαφθαρούν, να γίνουν γραφειοκράτες, δηλαδή προνοµιούχα πρόσωπα αποχωρισµένα από την µάζα, που στέκουν πιο ψηλά απ’ αυτήν. Αυτή είναι ακριβώς η ουσία της γραφειοκρατίας, και πριν αποµακρυνθούν οι κεφαλαιούχοι και ανατραπεί η πλουτοκρατία, κανείς δεν µπορεί να εµποδίσει ακόµη και τους υπαλλήλους των εργατών να είναι έως ένα βαθµό «γραφειοκρατικοποιηµένοι».

Με αυτά που λέει ο Κάουτσκυ θα µπορούσε κανείς να φαντασθεί ότι ένα σοσιαλιστικό καθεστώς µε εκλεγόµενους υπαλλήλους θα µπορούσε να ανεχθεί τούς γραφειοκράτες και την γραφειοκρατία.
Αυτό είναι το µεγαλύτερο λάθος. Ο Μαρξ πήρε το παράδειγµα της Κοµµούνας, για να δείξει ότι στο σοσιαλιστικό καθεστώς οι υπάλληλοι των εργατών θα πάψουν να είναι «γραφειοκράτες» και προπάντων όταν η εκλογή των συνοδεύεται και µε το δικαίωµα της αντικατάστασης περισσότερο ακόµη όταν ο µισθός τους ελαττωθεί στο επίπεδο τής πληρωµής των κοινών εργατών και ακόµη περισσότερο πάλι, όταν οι κοινοβουλευτικοί θεσµοί αντικαθίστανται από «εργατικούς οργανισµούς πού συγχρόνως εκδίδουν και εκτελούν τους νόµους». 
Όλα τα επιχειρήµατα του Κάουτσκυ κατά του Παννέκεκ, και κυρίως το θριαµβευτικό σηµείο του ότι δεν µπορούµε να κάνουµε χωρίς υπαλλήλους ούτε στις οργανώσεις του κόµµατος και των σωµατείων µας, δεν δείχνουν άλλο παρά ότι ο Κάουτσκυ υιοθετεί τα παλιά «επιχειρήµατα» του Μπερνστάιν εναντίον αυτού τού Μαρξισµού. 

Τα Θεµέλια του Σοσιαλισµού, το βιβλίο αυτό του αποστάτη Μπερνστάίν αντικρούει την ιδέα της «πρωτόγονης» δηµοκρατίας -της «σχολαστικής δηµοκρατίας», όπως την ονοµάζει- την καθορισµένη εντολή, τους υπαλλήλους που δεν ανταµείβονται, τα ανίσχυρα κεντρικά αντιπροσωπευτικά σώµατα, κ.τ.λ. Η πείρα των αγγλικών επαγγελµατικών ενώσεων, όπως ερµηνεύεται από το ζεύγος Webbs, δείχνει κατά τον Μπερνστάίν πόσο εσφαλµένη είναι η ιδέα της «πρωτόγονης δηµοκρατίας». Εβδοµήντα ολόκληρα χρόνια εξέλιξης «µε απόλυτη ελευθερία» έπεισαν πράγµατι τις επαγγελµατικές ενώσεις ότι η πρωτόγονη δηµοκρατία είναι περιττή, και τις οδήγησαν να την αντικαταστήσουν µε τον συνήθη κοινοβουλευτισµό συνδυαζόµενο µε την γραφειοκρατία. 
Αλλά η «απόλυτη ελευθερία» µε την οποία αναπτύχθηκαν οι επαγγελµατικές ενώσεις, ήταν στην πραγµατικότητα τέλεια κεφαλαιοκρατική υποδούλωση, στην οποία –τι φυσικότερο;- «δεν µπορεί κανείς να κάνει χωρίς» παραχωρήσεις στην κυρίαρχη δύναµη της βίας και της ψευτιάς, που αποκλείουν τους «ταπεινούς» από τις υποθέσεις της «ανώτερης» διοίκησης. 
Στο σοσιαλιστικό καθεστώς µοιραία θα αναζήσει ένα µεγάλο µέρος από την πρωτόγονη δηµοκρατία. Για πρώτη φορά στην ιστορία των πολιτισµένων εθνών η µάζα του πληθυσµού θα υψωθεί, απάνω από ψηφοφορίες και εκλογές, στον άµεσο έλεγχο της καθηµερινής διεύθυνσης των υποθέσεων του έθνους. Στο σοσιαλιστικό καθεστώς όλοι θα λάβουν µέρος στην ιδέα να µην υπάρχουν καθόλου κυβερνήτες. 

Το ευρύ κριτικό-αναλυτικό πνεύµα του Μαρξ ένιωσε ότι τα πρακτικά µέτρα της Κοµµούνας περιείχαν την επαναστατική αυτή αφετηρία που τροµάζει τους οπορτουνιστές, και την οποία αυτοί δεν θέλουν να αναγνωρίσουν, είτε από δειλία, είτε γιατί δεν θέλουν να χωρισθούν οριστικά από την πλουτοκρατία, την οποία επίσης οι αναρχικοί δεν θέλουν να νιώσουν είτε από υπερβολική βία, είτε από µια γενική αδυναµία κατανόησης των όρων των µεγάλων κοινωνικών µεταβολών.
«∆εν µπορεί κανείς ούτε να σκεφθεί καν για την συντριβή της παλιάς κυβερνητικής µηχανής, γιατί πως θα µπορούσαµε να κάνουµε χωρίς υπουργεία, και χωρίς υπαλλήλους;» έτσι σκέπτεται ο οπορτουνιστής, ποτισµένος από υποκρισία και καταφοβισµένος πραγµατικά από την επανάσταση, από την δηµιουργική δύναµη της επανάστασης (όπως οι Σοσιαλεπαναστάτες και οι Μενσεβίκοι µας). Ο καθένας πρέπει να σκέπτεται µόνο για την καταστροφή της παλιάς κυβερνητικής µηχανής είναι περιττό να ζητήσει συγκεκριµένα διδάγµατα στα περασµένα προλεταριακά επαναστατικά κινήµατα ή να αναλύει µε τι και πως θα αντικαταστήσει αυτό που καταστράφηκε» έτσι σκέπτεται ο αναρχικός, δηλαδή οι καλύτεροι από τους αναρχικούς και όχι αυτοί που ακολουθούν τον Κροπότκιν και Σία πίσω από την πλουτοκρατία και έτσι ο αναρχικός καταλήγει σε µια τακτική απελπισίας και όχι σε µια συγκεκριµένη εργασία, µε ακλόνητο θάρρος αλλά συγχρόνως και µε εκτίµηση των όρων µε τους οποίους προοδεύουν οι µάζες. 

Ο Μαρξ µάς διδάσκει να αποφεύγουµε και τα δυο αυτά σφάλµατα. Μας συµβουλεύει να καταστρέψουµε µε τόλµη την παλιά κυβερνητική µηχανή, και συγχρόνως µας δείχνει πως να θέσουµε συγκεκριµένα το ζήτηµα: Η Κοµµούνα µπόρεσε, µέσα σε µερικές εβδοµάδες, να αρχίσει την ανοικοδόµηση µιας νέας προλεταριακής κρατικής µηχανής εφαρµόζοντας τα µέτρα που δείξαµε παραπάνω για να εξασφαλίσει την επέκταση της δηµοκρατίας στην οποία η γραφειοκρατία δεν θα υπάρχει. Ας διδαχθούµε το επαναστατικό θάρρος από τους οπαδούς της Κοµµούνας. Στα πρακτικά τους µέτρα µπορούµε να βρούµε µια υπόδειξη των πρακτικών καθηµερινών µέτρων που µπορούν αµέσως να εφαρµοσθούν, ακολουθώντας τον δρόµο αυτό θα φθάσουµε στην τέλεια καταστροφή της γραφειοκρατίας. 
Η γραφειοκρατία µπορεί να καταργηθεί. Όταν το σοσιαλιστικό καθεστώς ελαττώσει τις ώρες της εργασίας, υψώσει τις µάζες σε µια νέα ζωή, δηµιουργήσει τέτοιους όρους για την πλειοψηφία του πληθυσµού, ώστε να µπορεί ο καθένας χωρίς εξαίρεση να εκπληρώσει τις λειτουργίες της κυβέρνησης, τότε κάθε µορφή κράτους µαραίνεται τελείως. 

«Η καταστροφή του Κράτους (έγραφε ο Κάουτσκυ) δεν µπορεί ποτέ να γίνει µε µια γενική απεργία, η οποία αποβλέπει µόνο να αποσπάσει παραχωρήσεις από την Κυβέρνηση σε ένα ειδικό ζήτηµα ή να αντικαταστήσει µια εχθρική κυβέρνηση µε άλλη που θα ευνοεί τα αιτήµατα του προλεταριάτου. Ποτέ όµως, σε καµιά περίπτωση, δεν µπορεί µια νίκη του προλεταριάτου εναντίον µιας Κυβέρνησης να φθάσει στην καταστροφή του Κράτους. Μπορεί µόνο να φέρει κάποια αναδιοργάνωση (Verschiebung) των δυνάµεων εντός του Κράτους... Ο σκοπός λοιπόν του πολιτικού αγώνα µας µένει ο ίδιος, η κατάκτηση δηλαδή της εξουσίας εντός του Κράτους µε την εξασφάλιση της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο και την µετατροπή του Κοινοβουλίου σε κυρίαρχο κυβερνητικό σώµα».

Όλα αυτά δεν είναι παρά ο χυδαιότερος οπορτουνισµός: πραγµατικά η επανάσταση αποκηρύσσεται, ενώ υποστηρίζεται µε τα λόγια. Η φαντασία του Κάουτσκυ δεν φθάνει πιο πέρα από µια «Κυβέρνηση ευνοϊκή στο προλεταριάτο».
Οπισθοδρόµηση σε σύγκριση µε το 1847, όταν το Κοµµουνιστικό Μανιφέστο διακήρυξε «την ανύψωση του προλεταριάτου σε κυβερνώσα τάξη. Ο Κάουτσκυ θα µπορέσει να πραγµατοποιήσει την αγαπηµένη του «ενότητα» µε τους Σάιντµαν, Πλεχάνωφ και Βαντερβέλντε: όλοι αυτοί θα βρεθούν σύµφωνοι να εργασθούν για µια κυβέρνηση «ευνοϊκή προς το προλεταριάτο».

Αλλά εµείς θα χωρισθούµε από τους προδότες αυτούς του Σοσιαλισµού. Εργαζόµαστε για την τελεία καταστροφή της παλιάς κυβερνητικής µηχανής, µε τον σκοπό οι ένοπλοι εργάτες να γίνουν Κυβέρνηση, πράγµα που είναι εντελώς διαφορετικό. 0 Κάουτσκυ µπορεί να χαίρεται την ευχάριστη συντροφιά των Λέγκιν, Νταβίντ, Πλεχάνωφ, Ποτρέσσωφ, Τσερετέλλι και Τσέρνωφ, που επιθυµούν επίσης να εργασθούν για την «αναδιοργάνωση των δυνάµεων εντός του Κράτους... την εξασφάλιση της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο και την κυριαρχία του Κοινοβουλίου επί της Κυβέρνησης». Πολύ ευγενής σκοπός, τον οποίο δέχονται ολόψυχα οι οπορτουνιστές, και στον οποίον όλα µένουν µέσα στο πλαίσιο µιας µικροαστικής κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας. 
Εµείς όµως θα χωριστούµε από τους οπορτουνιστές. Και ολόκληρο το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι µαζί µας όχι για µια «αναδιοργάνωση των δυνάµεων», αλλά για την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας, την καταστροφή του αστικού κοινοβουλευτισµού, την εγκαθίδρυση της πραγµατικής δηµοκρατίας κατά τον τύπο της Κοµµούνας, δηλαδή της ∆ηµοκρατίας των Σοβιέτ (Συµβουλίων) των αντιπροσώπων εργατών και στρατιωτών για την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. 

 Εκτός της «δεξιάς» του Κάουτσκυ υπάρχουν στον διεθνή σοσιαλισµό, και άλλες τάσεις, όπως είναι η Σοσιαλιστική Μηνιαία (Sozialistische Monatshefte) στη Γερµανία (Λέγκιν, ∆αβίδ, Κολµπ και πολλοί άλλοι, µαζί µε τους Σκανδιναβούς Στάουνιγκ και Μπράντιγκ), οι οπαδοί του Ζωρές και του Βαντερβέλντε στή Γαλλια και στο Βελγιο, ο Τουράτι, ο Τρέβες και οι άλλοι αντιπρόσωποι της δεξιάς πτέρυγας του Ιταλικού Κόµµατος, οι Φαβιανοί και οι ανεξάρτητοι (το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόµµα, εξαρτώµενο στην πραγµατικότητα πάντα από τους Φιλελεύθερους) στην Αγγλία και άλλες παρόµοιες οµάδες. Όλοι αυτοί Οι κύριοι, ενώ παίζουν ένα µεγάλο, πολλές φορές τον κυριότερο ρόλο στην κοινοβουλευτική εργασία και στο εκδοτικό έργο του κόµµατος, αποκρούουν τελείως την δικτατορία του προλεταριάτου και διεξάγουν πολιτική απροκάλυπτα οπορτουνιστική. Στα µάτια των κύριων αυτών, η δικτατορία του προλεταριάτου «αντιβαίνει», προς την δηµοκρατία! Αλήθεια όµως δεν υπάρχει τίποτε που να τούς ξεχωρίζει από τους µικροαστούς δηµοκράτες.
Οι περιπτώσεις αυτές, µας δίνουν το δικαίωµα να συµπεράνουµε ότι η ∆ευτέρα ∆ιεθνής, στο πρόσωπο της τεραστίας πλειοψηφίας των επίσηµων αντιπροσώπων εξέπεσε τελείως στον οπορτουνισµό. Τα διδάγµατα της Κοµµούνας όχι µόνο λησµονήθηκαν αλλά και διεστράφησαν.
Αντί να τονισθεί εµφαντικά στους εργάτες η προσέγγιση της στιγµής που θα σαρώσουν την παλιά κρατική µηχανή και θα την αντικαταστήσουν µε µια νέα χρησιµοποιώντας έτσι την πολιτική τους επικράτηση ως βάση της Σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της Κοινωνίας, διδάσκονται στους εργάτες ακριβώς τα αντίθετα και εµφανίζεται η «κατάληψη της εξουσίας» µε τέτοιο τρόπο ώστε µένουν ανοιχτές χιλιάδες πόρτες στον οπορτουνισµό. 
 Η σύγχυση αυτή ή η παρασιώπηση του ζητήµατος της σχέσης µιας προλεταριακής επανάστασης προς το Κράτος, δεν µπορούσε παρά να έχει µεγάλη επίδραση, την στιγµή αυτή που τα Κράτη µε τον στρατιωτικό οργανισµό τους, ενισχυµένο από τον ιµπεριαλιστικό ανταγωνισµό, µετατράπηκαν σε φοβερά στρατιωτικά τέρατα που καταβροχθίζουν χιλιάδες υπάρξεις, φιλονικώντας αν η Αγγλία ή η Γερµανία –η µία ή η άλλη οµάδα των χρηµατιστών θα κυριαρχήσει στον κόσµο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το βιβλιαράκι αυτό γράφτηκε τον Αύγουστο και Σεπτέµβριο του 1917. Είχα ήδη ετοιµάσει το σχέδιο του επόµενου, έβδοµου κεφαλαίου, για τα διδάγµατα των Ρωσικών Επαναστάσεων του 1905 και 1917.
Αλλά, εκτός από τον τίτλο, δεν κατόρθωσα να γράψω ούτε µια γραµµή του κεφαλαίου, µε εµπόδισε µια πολιτική κρίση -τα προανακρούσµατα της επανάστασης του Νοεµβρίου 1917. Τέτοιο εµπόδιο το δέχεται κανείς πάντοτε µε ευχαρίστηση. Εν πάση περιπτώσει το τελευταίο αυτό µέρος του βιβλίου αφιερωµένο στα διδάγµατα των Ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και 1917, χωρίς αµφιβολία θα αναβληθεί για πολύ καιρό: είναι πολύ ωφελιµότερο να ζει κανείς µέσα στην πείρα µιας επανάστασης, παρά να γράφει γι’ αυτήν. 

Πετρούπολη, 30 Νοεµβρίου 1917. 
ΛΕΝΙΝ  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αριστερές σκέψεις

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ

Στην ποίηση του Λειβαδίτη κυριαρχεί ο πόθος και το όραμα για ένα όμορφο μέλλον που θα περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους. Στους στίχους του ...