Αριστερές σκέψεις - Αριστερό blog για αριστερές σκέψεις και γνώμες - Για επικοινωνία : loukassagias@gmail.com

Τρίτη 10 Μαΐου 2022

1936: Ο ΜΑΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΛΟΝΙΚΗΣ, σκοτώνονται 12 διαδηλωτές από πυρά της χωροφυλακής και τραυματίζονται εκατοντάδες άλλοι .

86 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον ματωμένο Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη.
Σχετική εικόνα
Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κηρύττουν απεργία ζητώντας αύξηση των ημερομισθίων.
Οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν γύρω στον Φλεβάρη, με κατάληψη του εργοστασίου "Κομέρσιας" ύστερα από την απόρριψη των αιτημάτων των εργατών από τον εργοδότη, κατέλαβαν το εργοστάσιο, κλείστηκαν μέσα σε αυτό και με πανό και μαύρες σημαίες στα παράθυρα ζητούσαν συμπαράσταση και η συμπαράσταση των καπνεργατών δόθηκε από άλλους εργαζόμενους σε άλλα εργοστάσια. 
Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στην πόλη τον Μάη του 1936.
Σύντομα και άλλα εργατικά συνδικάτα ενώνονται μαζί τους και η απεργία αποκτά πανεργατικό χαρακτήρα.

Αποτέλεσμα εικόνας για εικόνες μάης του 36
Η πορεία των εργατών απαγορεύεται από τις αστυνομικές αρχές.
Εναντίον τους χρησιμοποιήθηκε τόσο η αστυνομία όσο και ο στρατός.
Στις 9 Μάη γίνονται σοβαρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και των αστυνομικών αρχών και έχουν σαν απολογισμό δεκάδες τραυματίες και 12 νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση
Ο λαός της Θεσσαλονίκης ξεσηκώνεται και η απεργία αποκτά χαρακτήρα εξέγερσης.

Σχετική εικόνα
Σάββατο 9 Μαΐου. Ο θρήνος της μάνας του Τάσου Τούση που δολοφονήθηκε στη γωνία Συγγρού & Πτολεμαίων.Η φωτογραφία με τον νεκρό που τοποθέτησαν πάνω στην πόρτα οι σύντροφοί του, είναι η πιο γνωστή από την εξέγερση 

Ο Γιάννης Ρίτσος για τα γεγονότα εκείνα εμπνέεται από την παραπάνω σκληρή εικόνα και αρχίζει να γράφει τους πρώτους στίχους από τον Επιτάφιο.
Η πρώτη δημοσίευση του έργου έγινε στις 12 Μάη του 1936, όταν κυκλοφόρησαν τρία ποιήματα από τον Ριζοσπάστη με τον τίτλο Μοιρολόι. 


 Γιάννης Ρίτσος - Επιτάφιος (απόσπασμα)
(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936.
Μια μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της.
Γύρω της καὶ πάνω της,βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν.
Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):
I
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;
Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.

III
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,

Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν 
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,
Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,

Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;

ΙV
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστηςπριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.

Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.

Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
                                     V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν.
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.

ΙΧ
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.

Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:

Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.

Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.

Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο.

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες - Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος - Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης - Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Για να το ακούσετε πατήστε αριστερό κλικ εδώ επάνω στο Παρακολουθήστε στο YouTube


 Ο Μάης του 1936 ...μέσα από την αφήγηση ενός Αυστραλού δημοσιογράφου
Το 2002 μεταφράστηκε και εκδόθηκε από τις εκδόσεις "Φιλίστωρ" αυτό το πραγματικά ξεχασμένο βιβλίο "Εξόριστοι στο Αιγαίο" του Μπερτ Μπερτλς.
 

Ο Μπερτλς βρέθηκε για μια δημοσιογραφική αποστολή από τη μακρινή Αυστραλία στην Ελλάδα και τελικά ενεπλάκη στην πολιτική ζωή του τόπου και στάθηκε με ευαισθησία απέναντι στους αγώνες του ελληνικού λαού λίγο πριν την δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Θα κουβεντιάσει με τον Δημήτρη Γληνό, τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιώργο Σεφέρη, μα και με τον Σκλάβαινα και τον Πορφυρογένη. Θα μας δώσει τα πορτρέτα πολλών ηγετικών μορφών του κομμουνιστικού κινήματος, θα περιγράψει τα γεγονότα του Μάη του '36 στη Θεσσαλονίκη και θα ταξιδέψει καταχείμωνο σε φουρτουνιασμένες θάλασσες για να φτάσει στην Ανάφη και τη Γαύδο και να γνωρίσει από κοντά τους Έλληνες εξόριστους. Με το βιβλίο του Μπερτλς έχουμε μια άμεση ιστορική μαρτυρία για το πρόσωπο του απλού αγωνιστή της λευτεριάς και της δικαιοσύνης του κομμουνιστή και της κομμουνίστριας της εποχής εκείνης.
Ο αριστερός Αυστραλός δημοσιογράφος και ποιητής Μπερτ Μπερτλς (1900-1994) βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη  στο διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 1935 έως τα μέσα του 1936.  
Στο βιβλίο του "Εξόριστοι στο Αιγαίο" την ζωή των εξόριστων κομμουνιστών σε νησιά του Αιγαίου αλλά και την Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Στο εικοστό πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο στη "Μαζική δολοφονία στη Θεσσαλονίκη". Ο Μπερτλς, γράφει για όσα είδε και έμαθε από τους γεμάτους θάνατο δρόμους την εποχή εκείνη στη Θεσσαλονίκη.

Μπερτ Μπερτλς, Εξόριστοι στο Αιγαίο. Αφήγημα Πολιτικού και Ταξιδιωτικού Ενδιαφέροντος, μετάφρ. Γιάννης Καστανάρας, πρόλογος – εισαγωγή Ντέβιντα Κλόουζ – Άλκης Ρήγος, Φιλίστωρ, Αθήνα 2002.
Με την παρακάτω αφιέρωση :

ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΤΟΡΑ
που ταξίδεψε μαζί μου
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ
ΕΛΛΗΝΕΣ – ΘΥΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
στη φυλακή και την
ΕΞΟΡΙΑ
Σε αυτούς και στη χώρα τους
αφιερώνεται αυτό το βιβλίο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αριστερές σκέψεις

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ

Στην ποίηση του Λειβαδίτη κυριαρχεί ο πόθος και το όραμα για ένα όμορφο μέλλον που θα περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους. Στους στίχους του ...