Αφιέρωμα στον ήρωα Νίκο Μπελογιάννη (1915-1952).
Τον εκτέλεσε το φασιστικό καθεστώς εκείνης της εποχής στο Γουδί 4.10' το πρωί Κυριακή 30 Μάρτη του 1952.
Κάθε άνθρωπος μπρος στο θάνατο νιώθει την καρδιά του να κτυπά δυνατά σα να θέλει να βγει από το στήθος, φοβάται.
Μα ο ήρωας
Κάθε άνθρωπος μπρος στο θάνατο νιώθει την καρδιά του να κτυπά δυνατά σα να θέλει να βγει από το στήθος, φοβάται.
Μα ο ήρωας
Νίκος Μπελογιάννης
ξεπερνά το θάνατο και στέκεται εκεί μπροστά στο απόσπασμα αγέρωχος, κοιτάζοντας τους κατάματα χωρίς τους φόβους που διαφεντεύουν την ανθρώπινη υπόσταση, του το ζητούσε η λαϊκή συνείδηση, η ιστορία, το χθες, το αύριο.
Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και μένα γαρύφαλλο στα χέρια και ας ήξερε ότι πήγαινε στον θάνατο, για ένα καλύτερο μέλλον του λαού, των κατοπινών γενιών, αυτός όμως δεν θα το ζούσε και που αυτό γι' αυτόν δεν είχε καμία σημασία.
Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και μένα γαρύφαλλο στα χέρια και ας ήξερε ότι πήγαινε στον θάνατο, για ένα καλύτερο μέλλον του λαού, των κατοπινών γενιών, αυτός όμως δεν θα το ζούσε και που αυτό γι' αυτόν δεν είχε καμία σημασία.
Αυτοί είναι οι Κομμουνιστές της ένδοξης εκείνης γενιάς στα δύσκολα χρόνια που διαδέχτηκαν τον εμφύλιο.
ΣΥΝΤΡΟΦΕ ΝΙΚΟ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ ΑΘΑΝΑΤΕ.
όταν o Νίκος Μπελογιάννης αρνούμενος το μαντήλι στα μάτια με τους τρεις συντρόφους του,
Νίκο Καλούμενο, Ηλία Αργυριάδη και Δημήτρη Μπάτση, στήνονται απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, στο Γουδί από ένα καθεστώς φασιστικό, ένα καθεστώς των συνεργατών των ΝΑΖΙ, των πρώην μελών των ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ, των χαφιέδων, των Μπουραντάδων, των Γερμανοτσολιάδων, και εκτελούνται δια τυφεκισμού.
(Κυριακή δεν εκτελούσαν μελλοθανάτους ούτε οι Γερμανοί στην Κατοχή. Τον Μπελογιάννη όμως, Κυριακή τον εκτέλεσαν.)
(Κυριακή δεν εκτελούσαν μελλοθανάτους ούτε οι Γερμανοί στην Κατοχή. Τον Μπελογιάννη όμως, Κυριακή τον εκτέλεσαν.)
Ο Γιάννης Ρίτσoς, εξόριστος στον Άη Στράτη, μαθαίνει για την εκτέλεση και γράφει το ποίημα:
Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ' το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
Ήταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο -
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να 'ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που 'ναι το μαύρο χρώμα
σα να 'δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα: μεθαύριο,
μεθαύριο, ναι, μπαίνει ο Απρίλης.
Λέγαμε: θα βρούμε στο πανέρι της άνοιξης
πολλές χρυσές βελόνες, πολλές χρωματιστές κουβαρίστρες
να μπαλώσουμε το γέλιο του παιδιού
να μπαλώσουμε τις ρυτίδες της μάνας
να ράψουμε ακόμα κι ένα κομμένο πόδι, ένα σπασμένο κρανίο - λέγαμε.
Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο,
απ' τη μια το ψωμί και το φιλί
απ' την άλλη το χρέος - θα σμίξει, λέγαμε,
μεθαύριο Απρίλης. Κάτου απ' τα δέντρα η ειρήνη,
θα χαιρετιούνται οι άνθρωποι μες απ' τα δίχτυα των αχτίνων
το φως θα κλείσει με τη φούχτα του την υψωμένη κάννη
θα χαμηλώσει η κάννη και θα γράψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστερα γύρω στο μηδέν γραμμές - γραμμές
σαν τις αχτίνες του ήλιου που χαράζουν τα παιδιά στον άμμο.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα
θα φιληθούνε οι άνθρωποι.
Τους σκότωσαν.
Τούτα τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να 'ναι; Τι ώρα να 'ναι σήμερα;
Ποιος σταμάτησε τούτα τα ρολόγια;
Ποιος σταμάτησε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγραψε με κάρβουνο σταυρούς πάνου στις πόρτες;
Ποιος σταμάτησε το χαμόγελο στα μάτια της μάνας; Τι ώρα να 'ναι;
Ποιος έκοψε στα δυο την ελπίδα; Τι ώρα να 'ναι; Πέστε μου λοιπόν.
Η κυρα-Λένη γύρισε απ' την αγορά μ' άδειο το καλάθι της.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Όπου πηγαίνω βρίσκουμαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους. Το φουστάνι μου
αγγριώνει στους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ό,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου,
αυτοί πέθαναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Όχι δε σου ταιριάζει εσένα Μπελογιάννη τούτο το σιωπηλό πένθος
τούτες οι μαύρες κορδέλες άκρη άκρη στο φουστάνι της άνοιξης
τούτο το πράσινο σαπούνι που λιώνει ξεχασμένο στη σκάφη θολώνοντας το νερό.
Για σένανε είναι οι μεγάλες σάλπιγγες, τα μεγάλα τύμπανα,
οι μεγάλες καμπάνες και οι μεγάλες παρελάσεις,
ο μεγάλος όρκος των λαών πάνω στο φέρετρό σου
η μεγάλη μέρα της τριάντα του Μάρτη
που μπαίνει στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των μαρτύρων της ειρήνης.
Εσύ σκαρφάλωσες στη ράχη του χάρου
κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρήγορα οι δείχτες.
Να φύγει τούτη η μέρα.
Να φύγει το μαύρο απ' τα μάτια μας.
Να φύγει τ' άδικο απ' τον κόσμο.
Νίκο, είχες μια καρδιά γεμάτη απ' το αίμα του ήλιου.
Όταν περπατούσες στα ερείπια του φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού σου το σχέδιο της καινούργιας πολιτείας μας,
γι' αυτό χαμογελούσε ο λαός μέσα στα μάτια σου.
Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ' ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ' τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.
Έπεσες, Νίκο, με τ' αφτί σου κολλημένο στην καρδιά του κόσμου,
ν' ακούς τα βήματα της λευτεριάς να βαδίζουν στο μέλλον,
ν' ακούς το μέλλον να ξεδιπλώνει εκατομμύρια κόκκινες σημαίες
πάνω απ' το γέλιο των παιδιών και των κήπων.
Η νύχτα κόβει με το σουγιά της μικρά κομμάτια τ' όνειρο.
Ένα δέντρο κάνει φτερά. Ένα παιδί μεγαλώνει.
Ορκιστείτε να 'χει το παιδί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γράφει σ' αγαπώ,
να κρατάει μπράτσο τον ήλιο σ' ένα ανθισμένο περιβόλι.
Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου,
η λευτεριά και η ομορφιά του κόσμου. Ορκιστείτε.
Αύριο μεθαύριο θα επιστρέψουμε απ' το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώμε θα 'μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κληρονομιά σου Μπελογιάννη -
θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας.
Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο -
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.
Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.
Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.
Καλημέρα αδέρφια μου.
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.
Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Μ' ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ' ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.
Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Τώρα, ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Ακόμη μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτή την ώρα τα μικρά όνειρα,
μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά του κόσμου.
Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ' τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.
Καλημέρα ανθρώποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ' το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
Ήταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο -
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να 'ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που 'ναι το μαύρο χρώμα
σα να 'δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα: μεθαύριο,
μεθαύριο, ναι, μπαίνει ο Απρίλης.
Λέγαμε: θα βρούμε στο πανέρι της άνοιξης
πολλές χρυσές βελόνες, πολλές χρωματιστές κουβαρίστρες
να μπαλώσουμε το γέλιο του παιδιού
να μπαλώσουμε τις ρυτίδες της μάνας
να ράψουμε ακόμα κι ένα κομμένο πόδι, ένα σπασμένο κρανίο - λέγαμε.
Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο,
απ' τη μια το ψωμί και το φιλί
απ' την άλλη το χρέος - θα σμίξει, λέγαμε,
μεθαύριο Απρίλης. Κάτου απ' τα δέντρα η ειρήνη,
θα χαιρετιούνται οι άνθρωποι μες απ' τα δίχτυα των αχτίνων
το φως θα κλείσει με τη φούχτα του την υψωμένη κάννη
θα χαμηλώσει η κάννη και θα γράψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστερα γύρω στο μηδέν γραμμές - γραμμές
σαν τις αχτίνες του ήλιου που χαράζουν τα παιδιά στον άμμο.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα:
μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα
θα φιληθούνε οι άνθρωποι.
Τους σκότωσαν.
Τούτα τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να 'ναι; Τι ώρα να 'ναι σήμερα;
Ποιος σταμάτησε τούτα τα ρολόγια;
Ποιος σταμάτησε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγραψε με κάρβουνο σταυρούς πάνου στις πόρτες;
Ποιος σταμάτησε το χαμόγελο στα μάτια της μάνας; Τι ώρα να 'ναι;
Ποιος έκοψε στα δυο την ελπίδα; Τι ώρα να 'ναι; Πέστε μου λοιπόν.
Η κυρα-Λένη γύρισε απ' την αγορά μ' άδειο το καλάθι της.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Όπου πηγαίνω βρίσκουμαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω.
Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους. Το φουστάνι μου
αγγριώνει στους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ό,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου,
αυτοί πέθαναν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Όχι δε σου ταιριάζει εσένα Μπελογιάννη τούτο το σιωπηλό πένθος
τούτες οι μαύρες κορδέλες άκρη άκρη στο φουστάνι της άνοιξης
τούτο το πράσινο σαπούνι που λιώνει ξεχασμένο στη σκάφη θολώνοντας το νερό.
Για σένανε είναι οι μεγάλες σάλπιγγες, τα μεγάλα τύμπανα,
οι μεγάλες καμπάνες και οι μεγάλες παρελάσεις,
ο μεγάλος όρκος των λαών πάνω στο φέρετρό σου
η μεγάλη μέρα της τριάντα του Μάρτη
που μπαίνει στο καινούργιο εορτολόγιο των ηρώων και των μαρτύρων της ειρήνης.
Εσύ σκαρφάλωσες στη ράχη του χάρου
κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρήγορα οι δείχτες.
Να φύγει τούτη η μέρα.
Να φύγει το μαύρο απ' τα μάτια μας.
Να φύγει τ' άδικο απ' τον κόσμο.
Νίκο, είχες μια καρδιά γεμάτη απ' το αίμα του ήλιου.
Όταν περπατούσες στα ερείπια του φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού σου το σχέδιο της καινούργιας πολιτείας μας,
γι' αυτό χαμογελούσε ο λαός μέσα στα μάτια σου.
Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ' ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου,
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών,
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου,
πάνω απ' τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.
Έπεσες, Νίκο, με τ' αφτί σου κολλημένο στην καρδιά του κόσμου,
ν' ακούς τα βήματα της λευτεριάς να βαδίζουν στο μέλλον,
ν' ακούς το μέλλον να ξεδιπλώνει εκατομμύρια κόκκινες σημαίες
πάνω απ' το γέλιο των παιδιών και των κήπων.
Η νύχτα κόβει με το σουγιά της μικρά κομμάτια τ' όνειρο.
Ένα δέντρο κάνει φτερά. Ένα παιδί μεγαλώνει.
Ορκιστείτε να 'χει το παιδί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γράφει σ' αγαπώ,
να κρατάει μπράτσο τον ήλιο σ' ένα ανθισμένο περιβόλι.
Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου,
η λευτεριά και η ομορφιά του κόσμου. Ορκιστείτε.
Αύριο μεθαύριο θα επιστρέψουμε απ' το μεγάλο πόνο μας στις καθημερινές δουλειές μας,
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που θα τρώμε θα 'μαστε έτοιμοι. Το ξέρουμε
είναι βαριά η κληρονομιά σου Μπελογιάννη -
θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας.
Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο -
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.
Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο κι η πίστη μας.
Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας,
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.
Καλημέρα αδέρφια μου.
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.
Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Μ' ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ' ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.
Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Τώρα, ας βροντήσουνε της λευτεριάς τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες.
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Ακόμη μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτή την ώρα τα μικρά όνειρα,
μπροστά στο μπόι της χαράς να πεθαίνεις
για τη χαρά του κόσμου.
Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ' τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.
Καλημέρα ανθρώποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.
Παρακάτω, ένα τραγούδι για τον μεγάλο Έλληνα Κομμουνιστή, Νίκο Μπελογιάννη.
Η εκτέλεση από την ΠΠΣΠ (Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη) έτος 1977.
Το τραγούδι υπάρχει στο CD "τα τραγούδια του μεγάλου σηκωμού".
Ένα σπάνιο τραγούδι, μελοποίηση από τον Γιάννη Πάσσο (Μπιάφρας) του ποιήματος του Αλβανού Μωϋσή Ζαλόσνια, αφιερωμένο στο Νίκο Μπελογιάννη.
Ο Κεμάλ που αναφέρεται στον 5ο στίχο είναι ο Qemal Stafa (Κεμάλ Στάφα) αγωνιστής της αντίστασης ενάντια στον Ιταλό κατακτητή. Εξέχον μέλος του Κ.Κ. Αλβανίας ο οποίος σκοτώθηκε στις 5 Μαΐου 1942 στα Τίρανα και τον καιρό εκείνο ήταν επικεφαλής της Νεολαίας του Κ.Κ. Αλβανίας.
Ένα σπάνιο τραγούδι, μελοποίηση από τον Γιάννη Πάσσο (Μπιάφρας) του ποιήματος του Αλβανού Μωϋσή Ζαλόσνια, αφιερωμένο στο Νίκο Μπελογιάννη.
Ο Κεμάλ που αναφέρεται στον 5ο στίχο είναι ο Qemal Stafa (Κεμάλ Στάφα) αγωνιστής της αντίστασης ενάντια στον Ιταλό κατακτητή. Εξέχον μέλος του Κ.Κ. Αλβανίας ο οποίος σκοτώθηκε στις 5 Μαΐου 1942 στα Τίρανα και τον καιρό εκείνο ήταν επικεφαλής της Νεολαίας του Κ.Κ. Αλβανίας.
Εάν θέλετε να ακούσετε όλα τα τραγούδια του CD πατήστε αριστερό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο.
Μια μικρή βιογραφία
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από μαθητής του Γυμνασίου βρέθηκε στο δημοκρατικό κίνημα. Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1934.Φοιτητής στη Νομική Σχολή Αθηνών, μα προτού όμως μπορέσει να αποφοιτήσει, συνελήφθη λόγω συμμετοχής του με το παράνομο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του Μεταξά.
Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία απ' όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενούς του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού τον Απρίλη του 1941 παραδόθηκε από το καθεστώς στις Γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους.
Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει από το νοσοκομείο Σωτηρία και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου ως πολιτικός επίτροπος και διαφωτιστής του νομού της Αχαΐας και αργότερα όλης της Πελοποννήσου. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης την άνοιξη του 1944 πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες.
Στον εμφύλιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ). Παράλληλα με την καθοδηγητική του δουλειά, έγραψε άρθρα και μελέτες που αφορούσαν στην ελληνική ιστορία και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μεταξύ των οποίων και "Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα", στο τέλος του κειμένου το βιβλίο σε μορφή pdf για όσους θα ήθελαν να το διαβάσουν.
Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία απ' όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενούς του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού τον Απρίλη του 1941 παραδόθηκε από το καθεστώς στις Γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους.
Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει από το νοσοκομείο Σωτηρία και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου ως πολιτικός επίτροπος και διαφωτιστής του νομού της Αχαΐας και αργότερα όλης της Πελοποννήσου. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης την άνοιξη του 1944 πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες.
Στον εμφύλιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ). Παράλληλα με την καθοδηγητική του δουλειά, έγραψε άρθρα και μελέτες που αφορούσαν στην ελληνική ιστορία και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μεταξύ των οποίων και "Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα", στο τέλος του κειμένου το βιβλίο σε μορφή pdf για όσους θα ήθελαν να το διαβάσουν.
Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.
Τον Ιούνη του 1950 ο Νίκος Μπελογιάννης επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα μέσω Αργεντινής με το ψευδώνυμο Ερρίκος Πανόζ, με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα.
Αυτές είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του.
Τον Ιούνη του 1950 ο Νίκος Μπελογιάννης επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα μέσω Αργεντινής με το ψευδώνυμο Ερρίκος Πανόζ, με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα.
Αυτές είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.
Περίπου ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Μπελογιάννης και 93 ακόμη σύντροφοί του -μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Στάθης Δρομάζος, ο Στέργιος Γραμμένος και η Έλλη Ιωαννίδου- συλλαμβάνονται και στις 22 Οκτώβρη του 1951 οδηγούνται σε δίκη.
Κατηγορούνται για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο -βάση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947- θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτώβρη του 1951 από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο.
Τα μέλη του δικαστηρίου : Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Γεώργιος Παπαδόπουλος ο μετέπειτα δικτάτορας της 21 Απρίλη το 1967 ως έκτακτος στρατοδίκης Ν. Κομιάνος, Γ. Κοράκης, και Θ. Κυριακόπουλος.
Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου.ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος ανακοινώνει την ετυμηγορία που είναι Θάνατος
Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί.
Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει.
Τρεις μήνες μετά, στις 15 Φλεβάρη του 1952, η δίκη επαναλαμβάνεται με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών.
Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύπτονται από την Ασφάλεια Προαστίων της Χωροφυλακής παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας.
Υπεύθυνος για τον ασύρματο της Καλλιθέας ήταν ο παλαίμαχος κομμουνιστής Νίκος Βαβούδης που αυτοκτόνησε μέσα στην κρύπτη του για να μην πέσει στα χέρια της Ασφάλειας.
Ο Μπελογιάννης, παρακολουθεί την όλη διαδικασία μ' ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια όλης της δίκης, άψογα ντυμένος και με περισσή ευπρέπεια και ψυχραιμία.
Περίπου ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Μπελογιάννης και 93 ακόμη σύντροφοί του -μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Στάθης Δρομάζος, ο Στέργιος Γραμμένος και η Έλλη Ιωαννίδου- συλλαμβάνονται και στις 22 Οκτώβρη του 1951 οδηγούνται σε δίκη.
Κατηγορούνται για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο -βάση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947- θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτώβρη του 1951 από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο.
Τα μέλη του δικαστηρίου : Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Γεώργιος Παπαδόπουλος ο μετέπειτα δικτάτορας της 21 Απρίλη το 1967 ως έκτακτος στρατοδίκης Ν. Κομιάνος, Γ. Κοράκης, και Θ. Κυριακόπουλος.
Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου.ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος ανακοινώνει την ετυμηγορία που είναι Θάνατος
Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί.
Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει.
Τρεις μήνες μετά, στις 15 Φλεβάρη του 1952, η δίκη επαναλαμβάνεται με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών.
Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύπτονται από την Ασφάλεια Προαστίων της Χωροφυλακής παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας.
Υπεύθυνος για τον ασύρματο της Καλλιθέας ήταν ο παλαίμαχος κομμουνιστής Νίκος Βαβούδης που αυτοκτόνησε μέσα στην κρύπτη του για να μην πέσει στα χέρια της Ασφάλειας.
Ο Μπελογιάννης, παρακολουθεί την όλη διαδικασία μ' ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο χέρι που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια όλης της δίκης, άψογα ντυμένος και με περισσή ευπρέπεια και ψυχραιμία.
Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα σκίτσο από την εικόνα του Μπελογιάννη με το γαρύφαλλο, που έγινε διάσημο.
Την 1η του Μάρτη ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Σίμος ανακοινώνει την ετυμηγορία... Εις θάνατον, καταδικάζονται ο Νίκος Μπελογιάννης και επτά ακόμη κατηγορούμενοι.
Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα σε μορφή pdf για όσους θέλουν να το διαβάσουν(αριστερό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο).
Την 1η του Μάρτη ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Σίμος ανακοινώνει την ετυμηγορία... Εις θάνατον, καταδικάζονται ο Νίκος Μπελογιάννης και επτά ακόμη κατηγορούμενοι.
Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα σε μορφή pdf για όσους θέλουν να το διαβάσουν(αριστερό κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου